ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Γεννήθηκα ηλικίας τριάντα τριών ετών, τη μέρα που ξεψύχησε ο Χριστός, γεννήθηκα με ισημερία, κάτω απ’ του καύσωνα τις ορτανσίες και τα αεροπλάνα.
Το βλέμμα μου ήταν απύθμενο, βλέμμα περιστεράς και σήραγγας κι αισθηματία αυτοκινήτου. Κι έκλαιγα με λυγμούς ακροβάτου.
Τυφλός ο πατέρας μου, κι ήταν τα χέρια του πιο θαυμαστά κι από τη νύχτα ακόμα.
Πόσο αγαπώ τη νύχτα, σκούφια πασών των ημερών.
Τη νύχτα, νύχτα της ημέρας, νύχτα της μέρα-παρά-μέρας.
Η μάνα μου μιλούσε με φωνή αυγής κι αεροστάτων έτοιμων να πέσουν. Η κόμη της είχε χρώμα σημαίας, τα μάτια της ήταν γεμάτα πλοία αρόδο.
Κάποιο απομεσήμερο φόρεσα το αλεξίπτωτό μου κι είπα: «Ανάμεσα σ’ έν’ άστρο και δύο χελιδόνια». Ιδού ο θάνατος που όλο σιμώνει, όπως η γης το αερόστατο που πέφτει.
Η μάνα μου κεντούσε δάκρυα έρημα επάνω στα παρθενικά ουράνια τόξα.
Και τώρα το αλεξίπτωτο που πέφτει από όνειρο σε όνειρο μέσα από τις εσχατιές του χάρου.
Την πρώτη μέρα συνάντησα στο δρόμο μου ένα πουλί πρωτόγνωρο, που μου ’πε: «Αν ήμουνα καμήλα δε θα δίψαγα. Τι ώρα είναι;» Ήπιε δροσιά από τα μαλλιά μου, μου ’ριξε δυο ματιές ολάκερες και μία μισή κι έφυγε αποχαιρετώντας με με το εξαίσιο μαντήλι του.
Την ίδια μέρα, ώρα δύο, συνάντησα κι ένα ωραίο αεροπλάνο με λέπια και κοχύλια στο κορμί του. Γύρευε μια γωνιά του ουρανού για να προστατευτεί από τη βροχή.
Στο βάθος τα καράβια, όλα αγκυροβολημένα μέσα στο λυκαυγές από μελάνη. Ξαφνικά πήραν ένα-ένα να σαλπάρουν, σέρνοντας σαν παντιέρα στα κατάρτια ράκη από αναμφίβολα χαράματα.
Όταν πια και τα τελευταία έκαναν πανιά, η χαραυγή εξαφανίστηκε κι αυτή πίσω από κάτι παραφουσκωμένα κύματα.
Τότε άκουσα να ομιλεί ο Δημιουργός, ο άνευ ονόματος, ο που δεν είναι παρά μόνο μια τρύπα στο κενό, σαν αφαλός.
«Βούιξα βουητό τρανό, κι αυτό έγινε ωκεανός και του ωκεανού τα κύματα.
»Τούτο το βουητό θα μένει κολλημένο στα κύματα της θάλασσας, κι εκείνα εσαεί κολλημένα επάνω του, όπως τα γραμματόσημα σε ταχυδρομικά δελτία.
»Έπειτα έπλεξα ένα σκοινί από ακτίνες φωτός για να ράψω τις μέρες τη μια με την άλλη· τις μέρες που όλες έχουν τη νόμιμη, ανασυσταθείσα, πλην όμως αδιαμφισβήτητη, ανατολή τους.
»Κατόπιν χάραξα τη γεωγραφία της υδρογείου και τις γραμμές της παλάμης.
»Μετά έπλασα το στόμα και του στόματος τα χείλη για να αιχμαλωτίζουν διφορούμενα χαμόγελα, καθώς επίσης και τα δόντια, για να φρουρούν όσες παλιοκουβέντες τυγχάνει να μας έρχονται στο στόμα.
»Ύστερα ήπια μια γουλιά κονιάκ (ένεκα της υδρογραφίας).
»Εντός του στόματος έπλασα και τη γλώσσα, που το λειτούργημά της διαστρεβλώθηκε, καθώς οι άνθρωποι της μάθαν τη μιλιά… σ’ αυτήν, σ’ αυτήν την ωραιότατη κολυμβήτρια… κι έτσι εξετράπη του υγρού, του καθαρά θωπευτικού της ρόλου».
Το αλεξίπτωτό μου άρχισε να πέφτει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τόσο ισχυρή είναι η έλξη του θανάτου, του τάφου που ανοικτός χάσκει στα πόδια μου.
Πιστέψτε με, ο τάφος με τραβάει πιο δυνατά κι από το βλέμμα της αγαπημένης. Ο τάφος ο ανοικτός με όλους τους μαγνήτες του. Κι αυτό το λέω σ’ εσένα, σ’ εσένα που όταν μου χαμογελάς ο νους μου πάει στις απαρχές του κόσμου.
Το αλεξίπτωτό μου σκάλωσε σ’ ένα σβησμένο αστέρι που ευσυνείδητα εξακολουθούσε να κινείται στην τροχιά του, λες κι αγνοούσε παντελώς τη ματαιότητα των κόπων του.
Επωφελούμενος λοιπόν του καλοκερδισμένου αυτού διαλείμματος, με βαθυστόχαστες ιδέες άρχισα να γεμίζω τα τετραγωνάκια της σκακιέρας μου.
«Τα αληθινά ποιήματα είναι πυρκαγιές. Η ποίηση εξαπλώνεται όπου γης φωτίζοντας το παρανάλωμά της με ρίγη ηδονής ή νεκρικής αγωνίας.
»Να γράφουμε σε γλώσσα άλλη απ’ τη μητρική μας.
»Τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος είναι τα εξής τρία: ο βορράς και ο νότος.
»Το ποίημα είναι κάτι που θα υπάρξει.
»Το ποίημα είναι κάτι που ποτέ δεν υπήρξε, αλλά που θα ’πρεπε να υπάρχει.
»Το ποίημα είναι κάτι που ποτέ δεν υπήρξε και που δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ποτέ.
»Απόφευγε το επιφανειακό υψηλό, αλλιώς θα πέσει επάνω σου ο άνεμος να σε λιώσει.
»Θα τρελαινόμουν αν δεν έκανα τουλάχιστον μια τρέλα τη χρονιά».
Φοράω ξανά το αλεξίπτωτό μου κι από την άκρη του εν κινήσει αστέρα μου βουτάω στην ατμόσφαιρα του ύστερου λυγμού.
Ατέρμονα γκρεμίζομαι απ’ τους βράχους των ονείρων, σωριάζομαι ανάμεσα στα σύννεφα του θανάτου.
Και ιδού η Παρθένος εις ρόδον καθήμενη· μου λέει:
«Κοίτα τα χέρια μου, είναι τόσο διάφανα, όμοια ηλεκτρικοί λαμπτήρες. Βλέπεις τα νήματα απ’ όπου τρέχει το αίμα του ανέπαφου φωτός μου;
»Κοίτα το φωτοστέφανό μου. Σε μερικά σημεία έχει ραγίσει, όπερ και αποδεικνύει την αρχαιότητά μου.
»Είμαι η Παρθένος η άσπιλη από ανθρώπινη μελάνη, η μόνη που δεν είναι μόνον κατά το ήμισυ, η καπετάνισσα των άλλων ένδεκα χιλιάδων που, για να πούμε την αλήθεια, η παρθενία τους έχει υπέρ το δέον αναστηλωθεί.
»Μιλάω μια γλώσσα που γεμίζει τις καρδιές κατά τον νόμο των συγκοινωνούντων νεφελών.
»Πάντα «αντίο» λέω και πάντα μένω.
»Γιε κι εραστή μου, την ποίησή σου την λατρεύω· θα σου μάθω λοιπόν εναέριους άθλους.
»Σφόδρα ποθώ λίγη στοργή· ω, φίλα μου την κόμη· την έλουσα τα ξημερώματα στα σύννεφα της χαραυγής, και τώρα πόσο θα ’θελα να γείρω να κοιμηθώ σε στρώμα διαλείπουσας ομίχλης.
»Το βλέμμα μου είναι καλώδιο απλωμένο κατά μήκος του ορίζοντα, όπου έρχονται να ξαποστάσουν χελιδόνια.
»Αγάπα με».
Γονάτισα στον κυκλικό περίγυρο κι ανέβηκε η Παρθένος και κάθισε στο αλεξίπτωτό μου.
Αποκοιμήθηκα και τότε απήγγειλα τα ωραιότερα ποιήματά μου.
Η φλόγα της ποιήσεώς μου στέγνωσε την κόμη της Παρθένου, κι εκείνη με ευχαρίστησε κι απομακρύνθηκε, καθήμενη στο μαλακό της ρόδο.
Και να με εδώ, μονήρης, ώσπερ μικρό ορφανό από ανώνυμα ναυάγια.
Ω, πόση ομορφιά… πόση ομορφιά.
Βλέπω βουνά, ποτάμια, δάση, τη θάλασσα, τα πλοία, λουλούδια και κοχύλια.
Βλέπω τη νύχτα, την ημέρα, τον άξονα που τις ενώνει.
Α, είμαι ο Υψιέραξ Αλταζώρ, ο μέγας ποιητής, ο που δεν έχω άτι να μου ζητάει κεχρί ή φεγγαρόφωτο για να ζεστάνει το λαρύγγι του, μόν’ έχω το αλεξίπτωτό μου, ένα μικρούλι παρασόλι πάνω από τους πλανήτες.
Το κούτελό μου ιδρώνει και στάζει πεφταστέρια· εσείς να τα βαφτίσετε όπως βαφτίζουν στα μπουκάλια το κρασί.
Βλέπω τα πάντα: ο εγκέφαλός μου σε ιδίωμα προφητικό είναι πλασμένος.
Λυγμός Θεού είναι το βουνό και ανεβαίνει σαν υδράργυρος σ’ ένα θερμόμετρο που φούσκωσε τόσο πολύ που αγγίζει της αγάπης μου τη φτέρνα.
Αυτός που είδε τα πάντα και που γνωρίζει άπαντα τα απόρρητα του κόσμου, χωρίς να ’μαι ο Walt Whitman, αφού ουδέποτε απέκτησα μια λευκή γενειάδα όπως αυτή που έχουν οι ωραίες νοσοκόμες και τα παγωμένα ρυάκια.
Αυτός που τις νύχτες ακούει τα σφυριά των καλπουζάνων, οι οποίοι ωστόσο δεν είναι παρά εν ενεργεία αστρονόμοι.
Αυτός που το καυτό ποτήρι της σοφίας αδειάζει μονορούφι μετά τον κατακλυσμό, υπάκουος σε προσταγές περιστεριών, ο που καλά γνωρίζει του κάματου τη ρότα, το αυλάκι που κοχλάζει πίσω από το καράβι.
Αυτός που έμαθε τις αποθήκες όπου φυλάσσονται αναμνήσεις κι ωραίες ξεχασμένες εποχές.
Εκείνος, ο βοσκός αεροπλάνων, ο που οδηγεί νύχτες περιπλανώμενες και δαμασμένα σούρουπα προς τους μοναδικούς τους πόλους.
Και το παράπονό του είναι σκαρδαμυγμός δικτύου αερολίθων χωρίς μάρτυρες.
Κι η μέρα ανατέλλει στην καρδιά του, και φέρνει τη νύχτα σαν κλείνει τα μάτια του, τη νύχτα της ανάπαυσης του αγρότη.
Και πλένει τα χέρια του στη ματιά του Θεού, κι όταν χτενίζει τα μαλλιά του όλο αχτίδες, θερίζει κάποια ισχνά στάχυα ικανοποιημένης βροχής.
Οι κραυγές ξεμακραίνουν σαν κοπάδι στους λόφους, όταν και τ’ άστρα πάνε πια για ύπνο, κατάκοπα απ’ τον ολονύκτιο κάματο.
Ο ωραίος κυνηγός ενώπιον της ουρανίας κρήνης, της προοριζομένης για άκαρδα πουλιά.
Να θλίβεσαι σαν τα ζαρκάδια μπροστά στο άπειρο και στους μετεωρίτες και σαν την έρημο χωρίς fata morgana.
Μέχρι να φτάσει ένα στόμα με χείλια φουσκωμένα από φιλιά, για τον τρύγο της εξορίας.
Να θλίβεσαι, αφού αυτή σε καρτερεί σε μια γωνία ετούτης της χρονιάς που όλο περνάει.
Σε καρτερεί ίσως στο τέλος του επόμενου τραγουδιού σου, κι είναι ωραία σαν ελεύθερος καταρράκτης και πλούσια σαν τον ισημερινό.
Να θλίβεσαι, πιο πολύ κι απ’ το ρόδο, τ’ ωραίο αυτό κλουβί που αιχμαλωτίζει βλέμματα και άπειρα μελίσσια.
Η ζωή είναι πλους αλεξιπτώτου και όχι αυτό που θέλεις εσύ να πιστέψεις.
Πέφτουμε, πέφτουμε ολοένα, απ’ το δικό μας ζενίθ στο δικό μας ναδίρ, και τον αέρα μολύνουμε με αίμα, για ν’ ανασάνουν οι αυριανοί φαρμάκι.
Εντός και εκτός του εαυτού σου, θα πέφτεις από το ζενίθ στο ναδίρ, γιατί αυτή κι όχι άλλη είναι η άθλια μοίρα σου. Κι όσο από υψηλότερα θα πέσεις, τόσο υψηλότερο θα ’ναι και το αναπήδημα, τόσο πιο έμμονη η διάρκειά σου μέσα στη μνήμη της πέτρας.
Από τον κόλπο της μητρός μας ή από την άκρη κάποιου άστρου πηδήξαμε και πέφτουμε, όλο πέφτουμε.
Ω αλεξίπτωτό μου εσύ, το μόνο ρόδο ευωδιαστό της ατμοσφαίρας, θανατηφόρο ρόδο ροβολώντας ανάμεσα από τ’ άστρα του θανάτου.
Τ’ ακούτε ; Είναι ο φοβερός αντίλαλος από τα σφαλισμένα στήθη.
Την πύλη της ψυχής σου άνοιξε και παραδίπλα βγες να ξανασάνεις. Αρκεί μια ανάσα για ν’ ανοίξει η πύλη που είχε κλείσει ο τυφώνας.
Άνθρωπε, ιδού το αλεξίπτωτό σου, ωραίο σαν ίλιγγος.
Ποιητή, ιδού το αλεξίπτωτό σου, θαυμάσιο σαν μαγνήτης της αβύσσου.
Ιδού το αλεξίπτωτό σου, Μάγε, που με μια λέξη μόνο θα το κάνεις αλεξιανάβατο εξίσου θαυμαστό ως κι η αστραπή που πάει τον Πλάστη να τυφλώσει.
Γιατί καθυστερείς;
Ιδού το μυστικό του Σκοτεινού που το χαμόγελο έχει λησμονήσει.
Και το αλεξίπτωτο σε περιμένει δεμένο στο προαύλιο ίδιο το άτι για μια φυγή που τελειωμό δεν έχει.
AΠO TO A AΣMA
(…)
Εγώ είμαι ο Αλταζώρ
ο Υψιέραξ
Αιχμάλωτος μέσ’ στο κλουβί της μοίρας του
Εις μάτην πιάνομαι απ’ τα κάγκελα της εφικτής απόδρασης
Ένα λουλούδι μου ’φραξε το πέρασμα
Κι εγείρεται σαν άγαλμα απ’ τις φλόγες
Η ανέφικτη απόδραση
Με τη λαχτάρα προχωρώ πιο αδύναμος ακόμη
Κι από στρατιάν αφώτιστη ανάμεσα σε ενέδρες
Είδα το φως της μέρας στον αιώνα
Που ξεψυχούσε ο χριστιανισμός
Επάνω στο σταυρό του μαρτυρίου
Είναι έτοιμος ν’ αφήσει την ύστερη πνοή του
Αύριο τι θα βάλουμε στη θέση του;
Θα βάλουμε μίαν αυγή ή κάποιο σούρουπο
Μα γιατί σώνει και καλά κάτι να βάλουμε;
Το στεφάνι απ’ αγκάθια
Μαραίνεται φυλλορροώντας άστρα
Πεθαίνει ο χριστιανισμός που κανένα πρόβλημα δεν έλυσε
Που μόνο δίδαξε νεκρές προσευχές
Πεθαίνει ύστερα από δυο χιλιετίες
Μια εκκωφαντική ομοβροντία τερματίζει τη χριστιανική εποχή
Ο ετοιμοθάνατος Χριστός παίρνει μαζί του εκατομμύρια
Σωριάζεται μαζί με τους ναούς του
Και διανύει το θάνατο με απέραντη συνοδεία
Μυριάδες αεροπλάνα χαιρετίζουν τον καινούριον αιώνα
Αυτά είναι τα μαντεία κι αυτά είναι τα λάβαρα
Πάνε μονάχα έξι μήνες
Που απίθωσα το άνθος της ισημερίας
Στον ένοπλο τάφο του καρτερικού σκλάβου
Δέσμη ελέους επί ανθρωπίνης μωρίας
Εγώ είμαι αυτός που σας μιλάω ετούτη τη χρονιά το 1919
Ήρθε ο χειμώνας
Και πια η Ευρώπη έθαψε όλους τους νεκρούς της
Χιλιάδες δάκρυα έχουν γίνει ένας μοναδικός σταυρός χιονιού
Κοιτάχτε αυτές τις στέπες που τινάζουν τα χέρια τους
Εκατομμύρια εργάτες επιτέλους κατάλαβαν
Και ως τους ουρανούς σηκώνουν της χαραυγής τα λάβαρα
Ελάτε ελάτε είστε σεις η ελπίδα
Η μόνη ελπίδα
Η τελευταία ελπίδα.
Εγώ είμαι ο Υψιέραξ εμού του ιδίου ο σωσίας
Αυτός που τις δικές του πράξεις βλέπει και καταπρόσωπα τον άλλον χλευάζει
Ο που απ’ τα ύψη του άστρου του έχει πέσει
Και που ταξίδεψε εικοσιπέντε χρόνια
Απ’ των προκαταλήψεών του το αλεξίπτωτο κρεμάμενος
Εγώ είμαι ο Υψιέραξ του ασίγαστου πόθου
Και της ακόρεστης λαχτάρας της αποκαρδιωμένης
Σάρκα που οργώσανε τ’ αλέτρια του άγχους
Πώς άραγε θα κοιμηθώ όσο μέσα μου υπάρχουν άγνωστες ήπειροι;
Ερωτήματα
Μυστήρια γαντζωμένα στα στήθια μου
Είμαι μόνος
Η απόσταση ανάμεσα σε δύο σώματα
Είναι εξίσου αχανής όσο ανάμεσα σε δυο ψυχές
Μόνος
Μόνος
Μόνος
Κατάμονος ισορροπώ επάνω στην αιχμή του ετοιμοθάνατου έτους
Του σύμπαντος τα κύματα σπάνε στα πόδια μου
Ενώ οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω απ’ την κεφαλή μου
Κι ανακατεύουν τα μαλλιά μου με τον αέρα που σηκώνουν
Χωρίς όμως με μιαν απόκριση να γεφυρώσουν τις αβύσσους
Μα και χωρίς τον πόθο τον απόκοσμο να βρουν μέσ’ στην πανίδα τ’ ουρανού
Μια παρουσία μητρική όπου ν’ αναπαυθεί η καρδιά
Ένα κρεβάτι στη σκιά του στρόβιλου από αινίγματα
Ή μια παλάμη να χαϊδεύει τους παλμούς του πυρετού
Θεός διάχυτος στο μηδέν και το παν
Θεός παν και μηδέν
Θεός σε λέξεις και χειρονομίες
Θεός νοητός
Θεός ανάσα
Θεός νεότατος Θεός παμπάλαιος
Θεός που σήπεται
απόμακρος εγγύτατος
Θεός ζημωμένος με την αγωνία μου
Ας συνεχίσουμε να καλλιεργούμε της πλάνης το χωράφι στο μυαλό μας
Και της αλήθειας το χωράφι στο στέρνο μας επάνω
Ας συνεχίσουμε
Ίδια κι απαράλλαχτα όπως χθες αύριο κι έπειτα και μετά
Όχι
Δεν πάει άλλο. Ας αλλάξουμε τη μοίρα μας
Ας πυρπολήσουμε τη σάρκα μας στο βλέμμα της αυγής
Ας πιούμε τη δειλή διαύγεια του θανάτου
Την πολική διαύγεια του θανάτου
Το χάος υμνεί ένα χάος με ανθρώπινο στήθος
Από ηχώ σε ηχώ θρηνεί ανά το σύμπαν
Και καταρρέει με τους μύθους του εν μέσω οπτασιών
Αγωνία κενού με υψηλό πυρετό
Πικρή επίγνωση της μάταιης θυσίας
Της άχρηστης εμπειρίας της ουράνιας ήττας
Της σπαταλημένης δοκιμής
Ακόμη κι αφού ο άνθωπος εκλείψει παντελώς
Και στην πυρά του χρόνου καεί κι αυτή ακόμη η μνήμη του
Μια γεύση πόνου θα πλανάται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα
Που αιώνες την εισέπνεαν άθλια στήθη που θρηνούσαν
Μέσα στα ερέβη θα πλανάται η μοχθηρή σκιά
Ενός απέραντου δακρύου
Και μια φωνή χαμένη αλαλάζοντας έρημη
Μηδέν μηδέν μηδέν
Όχι
Δεν μπορεί
Την ηδονή ας γευτούμε
Και τη ζωή εν τη ζωή ας την εξαντλήσουμε
Θάνατος στον θάνατο που μέσα του έχουν παρεισφρύσει οι λάγνες ραψωδίες
Τα πιάνα τ’ απαλά τα λάβαρα που όμοια χρυσαλλίδες μεταλλάσσονται
Στου σύμπαντος την άκρη τα βράχια του θανάτου όλο θρηνούν
Ο άνεμος παίρνει την πικρή τους άνθηση
Τον καημό της άνοιξης που δεν μπορεί να γεννηθεί
Τα πάντα είναι παγίδες
του πνεύματος παγίδες
Ηλεκτρικές μεταγγίσεις ονείρου και πραγματικότητας
Οι σκοτεινές διαύγειες ετούτης της ατέρμονης απόγνωσης της απολιθωμένης σε μοναξιά
Να ζεις να ζεις μέσ’ στα σκοτάδια
Μέσ’ σε αλυσίδες πόθων τυραννικών και περιδέραια από βογκητά
Και μιαν αιώνια πορεία στα εσώτερα του εαυτού
Με οδύνη αμετάβλητων περάτων με καταισχύνη ενός ταλαίπωρου αγγέλου
Με χλεύη ενός θεού νυκτερινού
Πέφτοντας με σπασμένες τις κεραίες καταμεσής του σύμπαντος
Ανάμεσα από πτερόεντα πελάγη κι από λιμνάζουσες αυγές
(…)
AΠO TO AΣMA ΣT
(…)
Άγγελέ μου
σκοτεινέ
τόσο έγχρωμε
Τόσο άγαλμα και τόσο ανάσα
Χώμα και χέρι
Και η μαρίνα τόσο αρματωμένη
Πανοπλία οι βόστρυχοί της
Οφθαλμοναός
κι ο επαίτης
Καρδιά σμπαραλιασμένη
Βουνοστάσι
Κωδωνίσιο
Σήμαντρα μαργαριτάρια
Καλούν τα μαργαριτάρια
Τιμή αποχωρισμών
Συννεφοκρύσταλλο
Η βοή κι η σαϊτιά
Κολυμβήτρια
Νυχτοκρύσταλλο
Η αδιόρθωτη μέδουσα
Φάσμα θα πει
Μεταξοκρύσταλλο
Λησμονώντας και τον όφι
Και τα δυο πόδια του
Και τα δυο μάτια του
Και τα δυο χέρια του
Τα δύο αυτιά του
Αεροπόρος
μέσα στον τρόμο μου
Ανέμου εξαιρουμένου
Μαντολόνι χελιδίνα
Μαντολοστρόβιλος κι ανεμολίνο
Και θαμμένες
Οι καμπάνες
Θαμμένη κι λησμονιά
Και στ’ αυτιά του
ο βοριάς
Κρύσταλλό μου
Αέναο λουτρό
ο νυχτοκόμβος
Ο ένδοξος λαρυγγισμός
ο άνευ δισταγμού
Στον τόσο θαυμάσιο
Με τ’ άγαλμά του
Νύχτα και κλωνάρι Ονειροκρύσταλλο
Ταξιδοκρύσταλλο
Ανθός και νύχτα
Με τ’ άγαλμά του
Θανατοκρύσταλλο