Στην ετρουσκική μυθολογία, η Βαντ ή Βανθ (Vanth) είναι ένας θηλυκός δαίμονας που ζούσε στον Άιτα, τον Κάτω Κόσμο. Ήταν ο προάγγελος του θανάτου και βοηθούσε τους ασθενείς στο νεκροκρέβατό τους.
Δευτέρα της Πεντηκοστής
Κιτρινοπράσινοι
ξεχρωμιασμένοι τοίχοι
σαν άρρωστος μυελός
Ασθενικά γλυκιά
η νοητή οσμή
που τα σκυλιά ανιχνεύουν
Σε παγερή αίθουσα αναμονής
δυο κάτια
σ’ άβολα μεταλλικά καθίσματα
δίχως περιοδικά
Η γερόντισσα
αντίκρυ
με μάτια κατακόκκινα στα φτερά
όλα τα βλέπει
Με φίδι
δαυλό
και το κλειδί ενός άλλου κόσμου
οπλισμένη
Άγγελος ψυχαγωγός
χθόνιος Ερμείας,
Χαρούν ή Βανθ;
Το ανώριμο λευκό σου αίμα
αδύνατον
λυτρωτική μετάγγιση να λάβει
Στην αναπηρική σε παρατηρώ
πίσω από μάσκα
να χαμογελάς στα εγγόνια
Ορός να γίνουν
εύχομαι
χημειοθεραπείας
την Άγια τούτη μέρα
Στην ονομαστική μου εορτή
για δώρο επαιτώ
απάνεμονα ‘χεις ταξίδι
Πενήντα ημέρες μετά
τη δεύτερη Ανάσταση
προσδοκώ
για να σε συναντήσω.
Θρίλερ
Παράξενος θίασος κατέφθασε
Στου Αλέξανδρου την πόλη
Ντυμένοι στα μαύρα όλοι
Πρωταγωνιστές
Θεατές
Ταξιθέτες
Ως κι ο ταμίας
Κατάμαυρος κουκουλοφόρος
Μόνη αντίθεση τα εισιτήρια
Λεπτά
Λευκά
Ημιδιάφανα
Πάμφθηνα ούτε μισό ευρώ
Με δυο τρεις πιέτες και τέσσερα κορδόνια
Ευκολοφόρετα φίλτρα οσμής
Μας διακρίνουν από τους πρωταγωνιστές
– Μα τι παράσταση είναι;
Οικογενειακή –
– Θρίλερ – Αγωνίας – Τρόμου;
Διαδραστική –
Μπορείτε να συμμετέχετε
Με αλαλαγμούς κι αναφιλητά
Κερδίζουν οι πιο δραματικές κραυγές
Χθες μόλις κέρδισε
Η οικογένεια στο 304
Απέναντι
Μόνη προϋπόθεση για να εισπράξει
Τα μαύρα να μην βγάλει.
Αλμπουμίνα
Σκοντάφτοντας στο τσακισμένο χαρτόκουτο
από τα παλιοκαιριασμένα ρούχα των εικόνων
σαν σκόροι πέταξαν οι αναμνήσεις
ξεχύθηκαν ασπρόμαυρες οι πεταλούδες
Νεκρές
στο κάδρο τις καρφιτσώνω
στο χωλ απέναντι από την είσοδο
για να πετύχω αντίλαλο
Στο σκοτεινό θάλαμο της μνήμης
πασχίζω με συναισθήματα
απόχρωση να τους δώσω
Χαμένα τ’ αρνητικά
το φιλμ ζελατίνης πια δεν ανατινάζεται
Πανάκριβο, αργυρό μου κέρας
μαυρίζει η ψυχή
καθώς εκτίθεσαι στο φως
Σε φύλλα αλμπουμίνας
φυλακισμένο σε κρατώ
για να αντέξω
– την απώλεια ζωής
– την απώλεια ταυτότητας
Από τις ασημένιες πλάκες
πώς να σε ξεκολλήσω;
Αν μπορούσα μόνο να μεταβάλλω
την εστιακή απόσταση
ν’ αντιστρέψω το είδωλο
να σε επαναφέρω
καθ’ υπέρβασητης φυσικής νομοτέλειας
θα διατηρούσα τις στιγμές στο διηνεκές.
Κεκοιμημένοι
Κλειστές οι γρίλιες, σκοτάδι διάχυτο στην καρδιά τα ψυχοσάββατα.
Ο καρπός επιτηδευμένα κενός, ελαφρύτερος,
το χρόνο δε δύναται θνητός να σταματήσει.
Ο ήλιος πώς να σβήσει «στοιχεῖον» ακλόνητο την ώρα μαρτυρά.
« Ἅμαἡλίῳἀνέχοντι»,
ανώφελο να κινηθώ οι Ερινύες καθήμενες στο στήθος.
« Ὥραἀγορᾶς»,
δυο κάτια στο ακροκρέβατο, κανιά κρεμασμένα,
ο βρόχος στο λαιμό απουσιάζει.
«Ἀμφίἀγοράνπλήθουσαν»,
πρόσφορα στον οίκο σου ευλογούμε το νου γαληνεύοντας με ψαλμωδίες.
« ἩμέραςἹσταμένης»,
στο μέσον ευρισκόμενος πενθούντων,
προς βρώσιν ότι ευλογήθηκε πηγαίνει. Ζωή σ΄ εσάς!
«Ἀμφίβουλυτόν»,
οι ψυχές άλλη μια μέρα απ’ το ζυγό ξεζεύουν, τα βόδια χόρτασαν.
«Δείλη»,
θεσμική η απογευματινή σιέστα, το κλάμα σε λήθαργο οδηγεί.
«Δείλης ὀψίας»,
εσπερινός δείπνος μυστικός, αποστολή εξετελέσθη.
Μεταλαβιά κάθε μπουκιά, σ’ αμνούς μετουσιώνονται.
«Περί λύχνων ἀφάς»,
όσους λύχνους κι αν φάτε το σκότος της υποκρισίας εντός μας παραμένει.
«Περί πρῶτον ὕπνον»,
γλυκό το πρωτοΰπνι το σώμα χύνεται αλλάζοντας, οι μύες συσπώνται, την εμβρυακή μορφή ξαναποκτά.
«Νυκτός Ἱσταμένης»,
ύπνος βαθύς, Μέγαιρα, Αληκτώ και Τισιφόνη,
των νευρώνων τον ιστό υφαίνουν πλέκοντας τιμωρία.
«Περί ἀλεκτρυόνωνᾠδάς»,
γρήγορη ανάσα, ακανόνιστη ταχυκαρδία. Παράλυτα άκρα αλλά και στύση.
Ξύπνημα αποπροσανατολισμένο.
« Ὄρθρουβαθέος»,
παραδεχόμενος την ενοχή η ποινή ωρίσθη,
σ’ επανάληψη να ζω αιώνια την ίδια μέρα.
«Λυκαυγές»,
λυκοτόμαρο η χαραυγή, εναλλαγές γκρίζου λευκού σαν τη ζωή μας.