Ι
(γιά τον Pedro Revilla)
Δίνεις το νερό στις πηγές
για να τραγουδάνε
με τις φωνές πού πάντα τη ζωντάνευαν.
Διάφανοι κύκλοι, διαυγείς και τριζάτοι
βράζουν και αναπηδούν στη χαρμοσύνη τους
καθώς όταν πλησιάζεις και προσπερνάς τη
γούρνα τους.
Κάνοντας τες να τραγουδάνε
δίνεις στις πηγές τη σιγουριά
ότι κάθε ροή
αφήνει ένα στίγμα
πού μας εμψυχώνει
να πάμε να αποζητήσουμε
μέχρι να ξαναβρούμε
άλλα τείχη πού ύψωσε ο χρόνος
για να κάνει ανεξάλειπτη τη μνήμη.
Για τούτο λάσπη και νερό, ασβέστης και χαλίκι
υποχωρούν στο πέρασμα σου
για να σηκώσει ένα σου ψυχοφύσημα
μνημεία πού τα ίχνη μας ζωγρούνε.
Ακόμα και το άνθος σ’ αναγνωρίζει
στο χρώμα και το άρωμα του.
Ό,τι είναι αντίκρυ στις κακοκαιριές
ξέρει από σένα για ποιόν με ζήλο φυλάς
δώρα πού κρατάνε
ό,τι το φώς συλλαμβάνει
για να κάνει τον κήπο
μια υπόσχεση για το ότι εξόν από σκόνη
στα λημέρια του είμαστε το τραγούδι:
φτερό και λουλούδι.
Αυτό εδώ το κανοναρχείς,
ξαναγυρίζοντας μας ξέμακρες απλωσιές
όπου αέρας και νερό κορδακίζονται
καθώς στροβιλίζουν στα ψηλά την πόλη
με τις φωνές πού πάντα τη ζωντάνευαν
στους δρόμους και τις πλατείες της,
πού ο έρωτας σου ξαναβρίσκει.
ΙI
Το να κοιτάς είναι μόνο μια προσέγγιση
τού να βλέπεις, αυτό μού το εκβιάζεις
με το να μού δείχνεις
τα σίδερα και τα βιτρό
πού κάνουν την πόλη
ένα τόπο όπου ξεγυμνώνεται το φώς.
Είναι τα πάντα ένα σώμα. Τίποτα πιο πέρα,
το αγνάντι με τα πράσινα και τα γαλάζια του
είναι ένα χρώμα όπου το φώς
αρθρώνει το κοντινό και τ’ αλλαργινό.
Κοίτα τώρα και θα δεις
πως απορέει το φώς μέσα
από τη θωριά σου.
III
(με χαιρετίσματα στα παιδιά και σε κάθε ποίηση)
Πάντα απέδινα αυτή την εικόνα
στα παιδικά όνειρα.
Μπορεί να ήμουνα ξάγρυπνος,
υπνοβάτης, άϋπνος.
Είμαι ένα παλληκαράκι
πού το ξαφνιάζουν οι θύελλες
και ψάχνει καταφύγιο
κάτω απ’ το πάτωμα
σ’ ένα από τα ξύλινα σπίτια
στο Central Delicias.
Σ’ αυτό πού συνήθως είναι το υπόγειο
σε άλλες κατασκευές.
Από παιδιά συνηθίζαμε να παίζουμε
σε τούτες τις οικογενειακές κρυψώνες.
Στο όνειρο είτε στο ξύπνιο,
θυμάμαι κάτω από το πάτωμα
να έχω βρεί
μια κούκλα γυμνή,
με σπασμένα τα χέρια και τα πόδια.
Να προστατευόταν ίσως κι αυτή
από τους καιρούς
και τα κτηνώδικα κωλοχτυπήματα;
Εκεί στο Μπουένος Άϋρες
ανακτώντας την κούκλα
των παιδικών μου ονείρων
και της ξαγρύπνιας,
ο Cézar Cichero
βεβαίωσε ότι τα όνειρα
φτιάχνουν, εκτελούν και απλώνουν
τη δική τους πραγματικότητα.
Έξω στους καιρούς,
τα χρόνια αφήσανε στα μάτια
και το στόμα της
τις ριπές του χρόνου
του ομιχλώδους.
Ο Οράτιος όλο μας δείχνει,
πως ξέχωρα πού ξεκινάμε,
πάντα καταλήγουμε στο κατόπι
του ντε λα Πλάτα.
Εδώ πάλι, φίλε,
συγκλίνουν ο χρόνος και η μνήμη
πού στα πόδια του δάσκαλου φτιάχνουν
ένα βάθρο παντοτινό.
Έτσι όπως ο Cichero
ξαναγύρισα κάποτε
την σπασμένη εικόνα της αθωότητας
με τις περίπλοκες καλλιτεχνημένες φόρμες της
για να τα παραδώσω στον Χρόνο
ρημαγμένα πεδία.
Και έτσι όπως ο Piñera
θα έδινα όνομα στην συμπλοκή των συλλαβών
πού ξεπηδάνε στο διάβα για το μονοπάτι
ίσαμε την αυθεντική του παρουσία
στην γραφή.
Όλα με υποχρεώνουν, Οράτιε,
σ’ ένα γυρισμό στο Μπουένος Άϋρες
εκεί όπου ο Cichero έδωσε σώμα στην εικόνα
για κείνο πού μένει πίσω στον αποχαιρετισμό.
Στο Μπουένος Άϋρες πού ζούσε ο Piñera
πού έδωσε μορφή σ’ αυτό πού ο δάσκαλος
αναγνώριζε σαν ποίηση.
Αυτός, ο δον Εζεκιήλ, πού ξαγρυπνάει,
είναι φάρος και στα νησιά
ορμηνεύει για τον μόνιμο κίνδυνο
τού ναυαγίου.
Ας έχουμε το νου μας στο πυροφάνι του!
IV
Δεν ξέρω η δεν θυμάμαι
αν στον διάλογο μας σού σχολίασα,
πόσο κάρφωσα στη μνήμη μου
την πρώτη φορά, πού έμαθα
να διακρίνω τα χρώματα σαν αποκάλυψη
αυτού πού ζωντανεύει
το σώμα του φωτός.
Αυτό συνέβηκε μπροστά στα ηλιοτρόπια
του Βίνσεντ Βαν Γκόγκ.
Είδα το κίτρινο σε όλο του το θάμβος
να στεφανώνει θεότητες.
Τις αποχρώσεις πού εντυπώνει η νοσταλγία
τις ανακάλυψα στην Θέα του Τολέδο
του Ελ Γκρέκο,
κι οι δυο εικόνες
δώσανε στο πνεύμα μου
ένα όραμα μονοσήμαντο του Όλου
και της αμετάτρεπτης απεραντοσύνης του.
Στο ρεμβασμό μου εκείνων
των ηλιοτρόπιων,
είδα στο λουλούδι το σχήμα
άλλων αστρικών σωμάτων,
τις δονήσεις και το δυναμικό τους
και τη νύχτα βρήκα διαδρομές
πού στου Χρόνου τις επικράτειες οδηγούν,
σ’ αυτές πού ξεκινάμε αντάμα να διαβούμε,
όνειρα, μνήμες πού μας ταυτίζουν
σε κάποια ρικνώματα σκιερού τοπίου.
Σ΄ αυτές τις επικράτειες γυρίζω
να ψυχανεμιστώ
το πως το χέρι σου
μας επιστρέφει
το περίγραμμα των βουνών
και νερών από χρώματα διάφορα
πού συμπλέκονται κι ενώνονται
σε σκάλες ανόδου ίσαμε τις κορυφές,
όπου το αγνάντι νοιώθει και θέλει
να ξαναδώσει το παρόν
στη στιγμή που η απλωσιά
άρχισε να γεμίζει με σώματα ουράνια.
Περίπλοκος βρόγχος από επίπεδα
πού σε σχέδια, υφάδια και χρώματα
φτιάχνουν και απλώνουν ηλιοτρόπια
και στα πέταλα του κρύβει
την θέα του Τολέδο.
Ίσαμε εκεί φτάνουν τα μάτια μου
στους αρμούς σου,
πακτωμένα σαν πινελιές
η ψυχή πού τα άστρα ζωογονεί.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Τα ποιήματα πού ακολουθούν είναι επιλογή και μετάφραση δική μου από την συλλογή «Σκάλες Ανόδου» (“Escalas de Ascenso”, Poesia, Letras Cubanas, 2002) του Κουβανού ποιητή Pablo Armando Fernández. Ο ποιητής αυτός, απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον, είναι άγνωστος στην Ελλάδα και φυσικά αμετάφραστος. Την ποίηση του τη συνάντησα τυχαία σ’ ένα βιβλιοπωλείο στην κεντρική Αβάνα πριν 7 περίπου χρόνια και μου άρεσε ο απλός αλλά μεστός λυρισμός του.
Στάθης Λειβαδάς
Πάτρα, 1/4/2018