Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Thomas Bernhard, Ποιήματα (μετφρ. Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0

`

Φέρτε μου δυνατό πιοτό, δόξα κι αγάπη

Φέρτε μου δυνατό πιοτό για να ξεχάσω!
Να σβήσω θέλω σήμερα
τα πλάσματα όλα μέσα μου κι όλα τα βάσανα -
να τρώω ψάρι πίνοντας κι ένα κομμάτι χοίρο!

Φέρτε μου δόξα, γιατί τότε θα μπορώ να με σκοτώσω ήσυχος,
πριν η ψυχή μου να πρηστεί διογκωμένη
και να φουσκώσει το περήφανό μου το μυαλό,
πριν όλοι οι παλαβοί να με κοιτάζουν αποχαυνωμένοι!

Φέρτε μου στο τραπέζι την αγάπη σας,
θα΄θελα να την πιώ, στα βάθη τ΄ουρανού να κολυμπήσω -
φέρτε κανάτια εκατό, χίλια κανάτια, όλου του κόσμου τα κανάτια να τα πιώ -
να πλημυρίσω θέλω απ΄την αγάπη σας, μέσα της να πνιγώ.

`

*

Αιχμάλωτος
Ο κόρακας κράζει -
με έχει αρπάξει.
Πρέπει φυλακισμένος στην κραυγή του
να σέρνομαι αδιάκοπα εδώ κι εκεί.
Ο κόρακας κράζει -
με έχει αρπάξει.
Όπως καθόταν χθες και κρύωνε μες στο χωράφι
κρύωνε κι η δική μου η καρδιά μαζί.

Όλο και πιο πολύ μαυρίζει η καρδιά μου,
γιατί μαύρες φτερούγες
τη σκεπάζουν.

`

*

Τι θα κάνω…

Τι θα κάνω,
όταν κανένας αχυρώνας δεν ζητιανεύει πια την παρουσία μου,
τα φρύγανα όταν πυρποληθούν στα υγρά χωριά,
χωρίς να στεφανώσουν τη ζωή μου;
Τι θα κάνω,
όταν το δάσος ζει μόνο στη φαντασία μου,
όταν τα ρέματα απομείνουν άδειες πια, μονάχα ξεπλυμένες φλέβες;

Τι θα κάνω,
όταν δεν προμηνύει τίποτα πια το χορτάρι;
Τι θα κάνω,
σαν έχω απ΄όλους ξεχαστεί; Απ΄όλους…

`

*
Το πρωί κουβαλά ένα μεγάλο ντορβά

Το πρωί κουβαλά ένα μεγάλο ντορβά.
Του λέω, «είσαι τόσο γερασμένο,
που δεν πρέπει να με περιφρονείς.
Τα παπούτσια σου είναι σχισμένα,
το σακάκι σου ανήκε μια φορά σε μένα -

Κάθομαι μες στην τρύπα και σε περιμένω,
όχι σαν τη γριά, όχι σαν τα παιδιά, όχι σαν τον παπά,
που αφού βγάλει κήρυγμα
έρχεται κάτω
για να πιεί κρασί και να μεταστοιχειώσει το χώμα.
Εγώ θα σε υποδεχτώ με το καμτσίκι τρέμοντας,
αισχρός και ευάλωτος,
όπως ένα κουφάγκαθο στου ήλιου την άκρη».

`

*

Κάργιες

Σύντομα θα΄ρθει φθινόπωρο να σώσει τα πουλιά.
Σε άραχλες κάμαρες ο αδελφός κι η αδελφή διαλέγουν
σπόρους για το χειμωνιάτικο τραπέζι.
Στο ελεεινό χωριό είναι αλυσοδεμένο το γουρούνι
στα χωράφια ψοφούν οι κάργιες του πόνου.
Πίνουμε τη μπύρα της απελπισίας,
διπλώνουμε τα χέρια μπρος στην καταφρόνια του πατέρα.
Το χώμα οσφραίνεται τα δεσμά της σάρκας.
Απ΄τις αυλές ανεβαίνει καπνός
αφήνοντας ξωπίσω του το ζόφο των πιωμένων χωρικών.
Το βίντσι του πηγαδιού τρίζει μπρος στο σαπρό παράθυρο…
Εγώ, όμως, δε φοβάμαι.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles