`
ΡΙΛΚΕ
Στην έξαρσή του ο ποιητής μας δείχνει τη στιγμή
στον ήλιο της απόγνωσης, ακίνητη σαν σαύρα.
Ρίξε το βλέμμα πάνω της - δες το σαν προσταγή-
και νιώσε τα σπαράγματα και τη στυφή τους αύρα.
Ο Ρίλκε είναι μεγάλος.
Με στόμα που γελά,
όταν ο θάνατος θαρρεί
πως ξεχειλίζει από ζωή,
τολμά να κλάψει, ο ποιητής,
στο κέντρο της καρδιάς του!*
Οι κόγχες μας δανείζονται τα μάτια αλλονών,
οι λέξεις μας μυρίζουνε χαμό και χαμομήλι,
λιώνουν τα ακροκέραμα στα σπίτια των τρελών,
του κόσμου το παιχνίδισμα, πόρτα είναι που τρίζει.
Ο Ρίλκε είναι μεγάλος.
Με στόμα που γελά,
όταν ο θάνατος θαρρεί
πως ξεχειλίζει από ζωή,
τολμά να κλάψει, ο ποιητής,
στο κέντρο της καρδιάς του!
Αρχίζουνε το βέλασμα οι ψάλτες και τ’ «αμήν»,
παίρνουν και τ’ αναλόγια μόνα τους να γυρνάνε.
Του ανθρώπου παρακάμπτεται η ατέλεια «προς στιγμήν».
Τώρα νυχτώνει απότομα κι οι γρύλοι τραγουδάνε:
«Ο Ρίλκε είναι μεγάλος.
Με στόμα που γελά,
όταν ο θάνατος θαρρεί
πως ξεχειλίζει από ζωή,
τολμά να κλάψει, ο ποιητής,
στο κέντρο της καρδιάς του!».
*Το ρεφρέν είναι αντιστροφή-διασκευή του ποιήματος του Ρίλκε «Επίλογος»:
«Ο θάνατος είναι μεγάλος.
Είμαστε δικοί του κι όταν γελούμε.
Κι εκεί που θαρρούμε
πως η ζωή μας ζώνει,
τολμά να κλάψει εντός μας».
(Μετάφραση Άρης Δικταίος)
`
*
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
(στηριγμένο στο ποίημα «Γυναίκες αγαπώ…» του HERMANN HESSE σε μετάφραση Λ. Κουκούλα)
Γυναίκες αγαπώ που πριν χιλιάδες χρόνια ζήσαν
και τις ραντίσαν ποιητές με λόγια μεθυσμένα.
Γυναίκες που για χάρη τους τραγούδια γεννηθήκαν
κι έχουνε γίνει θρόισμα σε δέντρα ανθισμένα.
Και συ που είσαι πλάι μου, ξεγέλασμα τ’ Απρίλη,
πρόλαβες και γεφύρωσες το πριν και το μετά.
Γυναίκες αγαπώ που δεν τις έχω δει ακόμα,
γιατί κοιμούνται αγέννητες στου χρόνου το περβάζι.
Η ομορφιά τους, σα θα ’ρθουν, - δε θα ’μαι, μα το ξέρω-
χλoμή, σαν των ονείρων μου την ομορφιά, θα μοιάζει.
Και συ που είσαι πλάι μου, ξεγέλασμα τ’ Απρίλη,
πρόλαβες και γεφύρωσες το πριν και το μετά.
`
*
ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ
(απόσπασμα από το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη «Καντάτα», που ολοκληρωμένο περιλαμβάνεται στο βιβλίο Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση 1, (1950 - 1966), εκδόσεις Μετρονόμος.)
Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα, μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της.
Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
– ακούς εκεί διαστροφή
να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια. Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θαρθεί η αναπότρεπτη ώρα
μια νύχτα, που θα νοιώσει με τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθειά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
`
*
ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Ανοίγεις τα μάτια˙ ανακάθεσαι λίγο
στο κρεβάτι, που είναι η δεμένη σου βάρκα.
Το μυαλό προσπαθεί να νικήσει τον ύπνο.
Καλώς ήρθες και πάλι στον αγώνα, μπαμπάκα!
Με κόπο σηκώνεσαι, τραβάς την κουρτίνα˙
τα φωτόνια τρέχουν και μ’ αγάπη σ’ αγγίζουν,
μα δεν το προσέχεις, γιατί ακούς
τα κόκκαλά σου να τρίζουν.
Καλλωπίζεις το σώμα, που όσο πάει και χαλάει,
και στριμώχνεις το χέρι σε μια κάλπικη βέρα.
Ξάφνου, η ρόδινη πλευρά της ζωής
σαν ψωμάκι πετιέται απ’ τη φρυγανιέρα.
Δεν το ξεχνάς˙θα βάλεις στην τσάντα
το χαμόγελο εκείνο που σκοτώνει,
να το φορέσεις, πριν ανοίξεις την πόρτα
της δουλειάς, που σε θέλουνε πιόνι.
Κατεβαίνεις στο δρόμο και σε πιάνει τρομάρα˙
ένα ποτάμι στη θέση του κυλάει λυπημένα.
Στην απέναντι όχθη μεθυσμένες παρέες
τραγουδάν το «A casa d’ Irene» για σένα.
Στη χλόη αραχνοΰφαντοι γέροι
παίζουν πρέφα με αστείρευτο πάθος.
Τον πατέρα σου κάποια στιγμή ξεχωρίζεις,
μα μπορεί και να ’κανες λάθος.
Τοτέμ αυτοκίνητα, βυθισμένα στη λάσπη,
σκουριά ξερνάνε με μπόλικο θράσος,
ενώ τα σκυλιά που παρασύραν στο δρόμο,
γίνανε λύκοι κι ουρλιάζουν στο δάσος.
Να λύσεις τη βάρκα, στο νερό να τη σπρώξεις
και λάμνοντας φύγε, μη γυρνάς το κεφάλι.
Μόλις τελειώσει το «A casa d’ Irene»,
το ποτάμι θα γίνει άσφαλτος πάλι.
`
**************************************************************
Στο εξώφυλλο δύο δέντρα, δυό πίδακες κυτταρίνης.
Παραπομπή στο δίσκο του 1995 «Στην Ανδρομέδα και στη γη», όπου είχαμε την πρώτη εκτεταμένη συνεργασία με τον Σωκράτη.
Έκτοτε, άλλες φορές λιγότερο κι άλλες περισσότερο, συνεχίσαμε να τροφοδοτούμε την εκλεκτική συγγένεια, που διατρέχει τις προσωπικότητές μας, με τραγούδια.
Και φτάσαμε, αισίως, στον Φεβρουάριο του 2018, όπου, «με στόμα που γελά», σας παρουσιάζουμε την πιο ολοκληρωμένη συνεργασία μας, η οποία έλαβε χώρα στο νέο στούντιο ηχογραφήσεων «Αχός» (www.facebook.com/ahosstudio/), που έφτιαξα στο Μεγαλόβρυσο Αγιάς του νομού Λάρισας.
Δώδεκα ερμηνείες ο Σωκράτης και μία -για μαγάρισμα- ο υποφαινόμενος.
Τα τραγούδια δεν μιλάνε για το εύκολο και συμβατικό γέλιο αλλά για εκείνο το βαθύ, ανεξέλεγκτο γέλιο που σε τραντάζει. Αυτό που μοιάζει με την αίσθηση του θανάτου, που επίσης σε τραντάζει και είναι ανεξέλεγκτος.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου
`