Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Στέλιος Καραγιάννης, “Η ποίηση της εμπειρίας” (β΄μέρος)

$
0
0

H ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ

Περιήγηση στα τοπία της ποίησης των Σωτήρη Παστάκα, Σταύρου Ζαφειρίου, Βαγγέλη Τασιόπουλου, Χλόης Κουτσουμπέλη και Πέτρου Γκολίτση

Διάλεξη που δόθηκε στην Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης τον Νοέμβρη 2017 στα πλαίσια της παρουσίασης του περιοδικού ERATO Ars Poética Revista Internacional de Poesía

Β΄μέρος

Οι καταστάσεις ψυχικής απώλειας του λυρικού εγώ σε μια εποχή κρίσης με σκοτεινό τον ορίζοντα στο βάθος και κοινή την πεποίθηση ότι στους «ρευστούς καιρούς» της
αβεβαιότητας(Μπάουμαν) «το μέλλον είναι προβληματικό, και έτσι θα είναι εσαεί»( Πατόκα), οι σύγχρονοι ποιητές υποψιασμένοι –όπως ο Σταύρος Ζαφειρίου-για τα δρώμενα αυτής της αβέβαιης περιπέτειας αναδιπλώνονται επαναστρέφοντας το βλέμμα από μια ανέλπιδη πραγματικότητα στον σωτηριολογικό χαρακτήρα της ποίησης, γιατί έχουν εννοήσει ότι κάθε μέρα αυτά που συμβαίνουν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, μας το δείχνουν όλο και πιο καθαρά, ότι είμαστε χαμένοι μέσα «στο σκοτάδι και στην ομίχλη» και κυρίως μέσα στην ίδια την ουσία του ποιείν:

Μορφολογία ἐδάφους

Μουσικὴ γιὰ ὅλους.

Hi everybody.

Στριφογυρνᾶμε τὸν ἀναπτήρα μὲς στὰ δάχτυλα
σὰν μπουρλοτιέρηδες.

Tell me sister morphine.

Τί νὰ σοῦ πῶ μωρέ;
Τί νὰ σοῦ πῶ ἐδῶ μέσα;
Κάθε κουβέντα μας καρφώνει μιὰ ἐποχή·
κάθε ἐποχὴ καρφώνει μιὰν ἄρνηση.
Ἀρνοῦμαι.
Ἀρνοῦμαι τὸ χρῶμα τῶν ματιῶν σου.
Ἀρνοῦμαι ὅ,τι φτιάχνεις μὲ σχήματα.
Ἀρνοῦμαι τὸν καφὲ ποὺ θὲς νὰ μὲ κεράσεις.
Ἀρνοῦμαι τὶς εὐκαιρίες ποὺ μοῦ προσφέρεις.

Ὁ Black μοῦ πετᾶ μιὰν αὐτοκτονία
στὴ μέση τοῦ δρόμου.
Τί γίνεται στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου

Ὁ Γιώργης πετᾶ τὸ καθῆκον του
στὰ σκουπίδια,
πολιτικοποιώντας τὸ ζήτημα.

Χάνομαι μέσα σὲ ἐκδηλώσεις ἀλληλεγγύης
καὶ φωτεινὲς ἐπιγραφές.
Χάνομαι γενικὰ σὲ καθετὶ

ἔξω ἀπὸ μένα.

Κι ἔχω χαθεῖ τόσες φορὲς μὲς στὰ στιχάκια μου,
ποὺ καταντᾶ πετυχημένη ἐπανάληψη
σὲ στάση περισυλλογῆς.

Στην ποίηση της γενιάς του 80 ,στην οποία εντάσσεται το έργο του Βαγγέλη Τασιόπουλου, οι βιωματικές εμπειρίες των πιο αυθεντικών ποιητών είναι πάντοτε τραυματικές, κάποτε τραγικές και η απόσυρση στον κόσμο των εσωτερικών δρώμενων του λυρικού εγώ συχνή και πάντοτε ανέλπιδη.

Η κατάρρευση των συλλογικών οραμάτων της δεκαετίας του 70, που η γενιά της αμφισβήτησης είχε προδιαγράψει, είναι τώρα καθολική και οι απόπειρες των κριτικών να αντιπαραθέσουν στα συλλογικά οράματα της μέχρι τότε κοινωνικής ποίησης, το ιδιωτικό όραμα ανεπιτυχείς, αφού οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς μας εξακολουθούν και γράφουν κοινωνική ποίηση, στιγματίζοντας τις τάσεις απόσυρσης και ιδιώτευσης των ποιητών στον εσωτερικό τους «κήπο με τις αυταπάτες».(Ελύτης).

Αυτό είναι εμφανές τόσο στην ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου όσο και σ’ αυτήν του Βαγγέλη Τασιόπουλου. Στις μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων ο Τασιόπουλος επανέρχεται δριμύτερος σε ένα από τα βασικότερα μοτίβα της μέχρι τώρα ποιητικής του παραγωγής επαναφέροντας το θέμα της εκκάλυψης των καθημερινών ψευδών μιας κούφιας πραγματικότητας που ακτινογραφείται με μια περισσή ειρωνεία και με τη χρήση μιας καδένας από εύστοχες μεταφορές.
O Τασιόπουλος στις προηγούμενες συλλογές του «αναδεικνύει το δράμα του σημερινού ανθρώπου που ενώ προσπαθεί να μη συμβιβαστεί με το χρόνο καταλήγει να μένει μετέωρος ή εκτός χρόνου, να κάνει εσφαλμένη εκκίνηση, να διστάζει ή να αργοπορεί».
Ο Τασιόπουλος ως βιωματικός ποιητής δίνει ιδιαίτερη σημασία, όπως και άλλοι ποιητές της γενιάς μας ,στη νοσταλγία και στις επιστροφές στην παιδική ηλικία, ερμηνεύοντας άλλοτε το παρόν με υλικά του παρελθόντος, κι άλλοτε ανατρέχοντας στα μαγικά τοπία της παιδικής ηλικίας, αναζητώντας τις γέφυρες του παρελθόντος που συνδέουν αυτή την Εδέμ με τα άγονα τοπία και τη ματαιότητες της καθημερινής μας ζωής.

ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΤΩΝ ΕΥΧΡΗΣΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Εύκολα λες ειδήσεις για τα πράγματα
μιλάς για την ποιότητα των υλικών
τις επιστρώσεις του μετάλλου
το άχρηστο μέρος των αισθήσεων.
Η αδεξιότητά σου φυσικά περιορίζεται
σε κάθε απόπειρα του νου να φανταστεί
και μένει αξόδευτη
ώσπου να τρέξουν τα φουγάρα μαύρη λάσπη
κι οι εορτοφόροι αθίγγανοι
να υποψιαστούν της ιστορίας το τέλος.
Έτσι λοιπόν
τις μέρες που ξεχνούσανε τα σύννεφα
οι σαλτιμπάγκοι άρπάζαν τα σκοινιά
κι ασκούνταν στη σιωπή
ανέβαιναν τις κλίμακες της μουσικής με τις μπαλάντες τους
αντάλλασσαν οιμωγές και χάχανα ενίοτε.
Το πλήθος τους επευφημούσε –πόσο κοντά
η χαρά κι ο θάνατος–
όσα σκαρφίζονταν παράτολμα για λίγη δόξα.
Ύστερα τρύπωναν στα σπίτια τους
έπαιρναν θέση στο τραπέζι και πριν αρχίσει καν η προσευχή αποκαλύπτονταν. Ρουφούσαν το κρασί των θεατών τους κατασπάραζαν τα πλούσια ελέη τους
μοιράζονταν τον πλούτο τους για λίγο κίνδυνο.
Ικανοποίηση πουλούσαν ακριβά
στο αποτρόπαιο μέλλον τους
με βασκανίες και θαύματα
κέρδιζαν το ψωμί τους.
Ήξεραν πια οι προμηθευτές
πως ό,τι ζητήσουν θες από φόβο
θες από ντροπή θα τους το δώσουν.
Θλιμμένοι αστακοί οι ονειροβάτες
δόξαζαν πάντοτε την ευτυχία της στιγμής,
κυρίως για τους άλλους,
εφόδιό τους η ηδονή
σε ό,τι αντίκειται στη φύση των πραγμάτων.

Στο πεζό ποίημα «Οι παλιές φωτογραφίες» ο Τασιόπουλος επιστρέφει, όπως άλλωστε το έχει κάνει και σε προηγούμενα βιβλία του, στο γνώριμο εχθρικό μετεμφυλιακό τοπίο με τους «μελανοχίτωνες αγγέλους» υπενθυμίζοντάς μας ότι δεν τελειώσαμε με το κοινωνικό ιστορικό μας παρελθόν ότι αυτό είναι εξακολουθητικά παρόν και μας βασανίζει με τις αγριότητές του και την απανθρωπιά του. Το λυρικό εγώ δεν μπορεί να ησυχάσει γιατί τελικά ο χρόνος δεν επουλώνει τις πληγές κι η μνήμη δεν έχει καθαρτικό χαρακτήρα. Το κακό είναι διαρκώς παρόν ως ιστορικό-τραυματικό παρελθόν και δηλητηριάζει ακόμη και τις λιγότερο οξυμένες συνειδήσεις.

ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Κοιτάζω τις παλιές φωτογραφίες με τους μελανοχίτωνες αγγέλους να διακορεύουν τις θάλλουσες πικροδάφνες, εκπαιδεύοντας υποτελείς, νεροφαγώματα να συγκρατούν και συνουσίες –ποιος θα το πίστευε πως εκεί που το έθνος ανασυγκροτούνταν του οπλοφόρου η μόνιμη απειλή θα γοήτευε τις νεαρές μοδίστρες πίσω από το διακριτικά τραβηγμένο κουρτινάκι. Στα νυχτερινά μου βήματα βρίσκω ξανά την εποχή της μυαλγίας. Τον τρόπο του ανεπίτρεπτου έρωτα και το ρευστό της ιστορίας καθώς οι δράκοι πρόγονοι μου αφηγούνταν τον θάνατο σαν να ’ταν σε πανηγύρι αυγουστιάτικο. Καπεταναίοι στα λευκά τους άτια να περνούν ανακατεύοντας τη στάχτη και τις κόρες να διαλέγουν. Στις παλιές φωτογραφίες πάντοτε έφιπποι οι πρόγονοί μου κοινωνούσαν ζωσμένοι τ’ άρματα αποφάσιζαν. Είχαν μερίδιο του θεού στον προσωρινό τους χρόνο και υπολόγιζαν αλλιώς. Άπλωναν τους γκράδες στην αυλή, ξεχώριζαν τα φυσεκλίκια και λεύκαιναν τ’ ασπρόρουχα στον ήλιο. Όταν βάραινε ο μέγας μάγιστρος κι έπαιρνε η νύχτα τη σειρά της, γέμιζαν τα λαγήνια με κρασί κι αφήνανε το γιασεμί να κάνει τη δουλειά του. Ο καπετάνιος αποφάσιζε, εκείνος απαιτούσε, εκείνος θα έληγε την ολονυχτία. Όσο τα όργανα ευτυχούσαν τόσο ούρλιαζαν τα τσακάλια. Κρύβονταν τότε οι νοικοκυρές σκέπαζαν στα λίκνα τα μωρά τους οι μανάδες και οι φθονεροί γειτόνοι λούφαζαν στα συλημένα σπιτικά τους. Είναι φορές που αναζητώ τις κάργιες στα χαλάσματα τις μνήμες ν’ αναιρέσουνε ή να προσθέσουν κάτι από τα τόσα. Κι αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατό εγώ από παιδί να γράφω ποιήματα και να μισώ τους δράκους με τα κόκκινα φτερά και τα γαλάζια μάτια που φτύνουν φωτιές και λαίλαπες σ’ όσους μου μοιάζουν;

Ο Τασιόπουλος εντυπωσιάζεται από τα στοιχεία της παρακμής και της φαυλότητας της καθημερινής μας ζωής και αναζητά τη ρίζα του κακού στο παρελθόν αξιοποιώντας με περισσή μαεστρία το υφολογικό στοιχείο της ειρωνείας σε μια σειρά ποιημάτων όπως ο Μακρινός Πρόγονος

Ο ΜΑΚΡΙΝΟΣ ΠΡΟΓΟΝΟΣ

Κανείς λοιπόν μην αμφιβάλλει πως ο ιδανικός σου πρόγονος δεν είχε εντοπίσει επακριβώς την τεχνική της λήθης. Γι’ αυτό και οι συναλλαγές με τους εισπράκτορες όλες ήταν προς όφελός του. Μυημένος στις ανεπάρκειες της άλλοτε κραταιάς του εξουσίας ορθοτομούσε διευρύνοντας τα κενά. Κατά την κρίση, επαναλάμβανε, αφαιρώντας τεχνηέντως το κτητικό. Εντόπιζε τη θαλάμη και μετρούσε πιθανότητες. Περιττό να σημειώσω πως δεν αγάπησε ποτέ πέρα απ’ ό,τι εξασφάλιζε ο ίδιος. Κάποτε κλινήρης απαίτησε μια βάρκα χαλασμένη. Σάπια, λερή, αταξίδευτη χρόνια. Έγραφε τότε το επίμετρο των αναμνήσεών του και ομολόγησε εκείνη την παράκτια συνουσία –λεπτομέρεια φυσικά, αλλά για εκείνον είχε σημασία. Αφού χαιρέτησε ευγενικά, έσπευσε κάθιδρος να νοθεύσει τα υλικά του.

Η ποίηση της εμπειρίας μετά το 70, εκκινεί από μια βασική ιδέα την οποία και θεματοποιεί, ότι το καινούριο δεν είναι υποχρεωτικά καλύτερο κι ότι αυτό είναι αναπόφευκτα η αχίλλειος πτέρνα της μεταμοντέρνας σκέψης.

Η πρόσφατη ποίηση της εμπειρίας έχει κι αυτή την αχίλλειο πτέρνα της. Αυτό φαίνεται στα γραπτά και των πέντε ποιητών που παρεμβαίνουν απόψε εδώ. Το να πλάθεις το καινούριο για το καινούριο είναι μια στείρα κατάσταση. Κι όμως αμέριμνοι καθώς είμαστε στην αναζήτηση του καινούριου καταλήγουμε χωρίς να το υποψιαστούμε, κάποτε εδώ, στη στειρότητα, με την δημοσίευση ποιημάτων που έχουν ήδη δημοσιευθεί από εμάς τους ίδιους τόσες φορές ή από τους συναδέλφους μας «φίλους-εχθρούς»(Carl Smith) σε αλλεπάλληλες παραλλαγές .

Ο Πέτρος Γκολίτσης, ένας από τους πιο ελπιδοφόρους ποιητές της τελευταίας ποιητικής γενιάς, που βίωσε, μέσα σε μια περίοδο γενικευμένης σύγχυσης και παρατεταμένης οικονομικής και πολιτιστικής κρίσης, τα δεινά της μεταμοντέρνας κατάστασης, από τις πρώτες εμφανίσεις του στο λογοτεχνικό προσκήνιο, κατανόησε ότι «ο πραγματικός νεωτερισμός γεννιέται πάντα με την επιστροφή στις πηγές» (E.Moren).

Κάποτε ο σύγχρονος ποιητής, είναι υποχρεωμένος να αναλάβει το ρόλο ενός εμβριθούς αρχαιολόγου που ψάχνει το νόημα της ζωής ανάμεσα στα ένδοξα ερείπια της γενέθλιάς του πόλης, μαγεμένος από τη μελωδία ή την «αλληλουχία των γενεών», των προπατόρων του, που συνυπάρχουν μαζί του σε ένα τοπίο «ζωντανών-νεκρών».

Σας θυμίζω εδώ ότι οι Καβάφης, Ρίτσος και Σεφέρης μας έδωσαν, ως προπάτορες, αντίστοιχα λαμπρά παραδείγματα θεματοποιώντας ποιητικά την Πόλη ή την μητρόπολη, όπως παρομοίως συνέβη τη δεκαετία του 30 και με τον «ποιητή στη Νέα Υόρκη» το κορυφαίο ποίημα του Federico Garcia Lorca για την πρωτεύουσα του σύγχρονου παγοσμιοποιημένου καπιταλισμού.

Διαβάζει ο Πέτρος Γκολίτσης το ποίημα Θεσσαλονίκη 2013 μ.χ.

Θεσσαλονίκη 2013 μ.Χ.
(Πόλη κάτω απ’ την πόλη)

Ήρθε ο Ηράκλειτος στην πόλη μας απόψε
μίλησε με σωζόμενα ρητά
−κι άλλα που χάθηκαν−
ακούγονταν
τα πλέον σκοτεινά:
«φωτιές-αιώνιες και ψυχές-αναθυμιάσεις»
«είμαστε και δεν είμαστε»
«στις ίδιες πόλεις κατοικούμε
νεκροί και ζωντανοί»
«ο ένας μες στον άλλον αναπνέουμε»
«νεκροταφεία βρίσκουμε μετράμε τους νεκρούς»
−σε γλώσσα τρέχουσα σαν να ‘λεγε−
δεν έχει η ανθρώπινη ροή επιστροφή
(εδώ και το ποτάμι)
η αλληλουχία των γενεών
πάνω στη γη, μέσα στην πόλη
1000 και κάτι οι τάφοι
του 4ου αιώνα προ Χριστού
στο Συντριβάνι
και 411 στα δυτικά, στο ενδιάμεσο
η decumanus
και μ’ ένα άλμα μετά
απ’ τη σφαγή του Ιππόδρομου
στο Άουσβιτς
Θεσσαλονίκη πόλη με ανοιχτά τα σωθικά
δείξε μας δώσε μας
την πόλη κάτω από την πόλη
κράτα την πόλη την πληγή σου ανοιχτή
πόλη μέσα σε πόλη
κάτω απ’ τα πόδια μας τάφοι και δρόμοι
στους αστραγάλους σου νεκρά φτερά
−στεφάνια δόντια όλα χρυσά−
εγχυτρισμοί
ενταφιασμοί
και καύσεις
δεν θα παύσεις
Θεσσαλονίκη πόλη πάνω σ’ άλλη πόλη
με τους νεκρούς σου να αιωρείσαι εσαεί
νέα ξανάρχεσαι
λειψή μεταβαλλόμενη
κι εμείς
οι επόμενοι νεκροί
γυαλίζουμε τα μάρμαρα
−in situ−
νεκροί και ζωντανοί

Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της εξπρεσιονιστικής κάποτε ποίησής του Πέτρου Γκολίτση είναι η χρήση της επώνυμης persona. Ο ποιητής θέλει να αναβαπτισθεί στις πρωτεϊκές πηγές της ευρωπαϊκής κουλτούρας γιατί κατανοεί ότι κάθε νεωτερισμός στην ποίηση «πρέπει να περνάει από τις πηγές και από την επιστροφή στο παλιό».( E.Moren).

Στα ποιήματά του για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, για τον Γιαννούλη Χαλεπά, για τον Ραφαήλ, ο Γκολίτσης με τη χρήση της επώνυμης persona προσπαθεί να μας πείσει, και το πετυχαίνει, ότι με την επιστροφή στις πηγές, η ποίηση μπορεί να ξεφύγει από τις παλινωδίες της μεταμοντέρνας κατάστασης βάζοντάς μας τελικά στην «ποιητική κατάσταση».

Η αυτοαναφορικότητα (autoreferencialidad) είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της πρόσφατης ποίησής μας η οποία, γίνεται εξ’ ανάγκης αυτοαναφορική, αυτοκριτική και ενδοσκοπική, αφού το πλέγμα των εσωτερικών εμπειριών του λυρικού εγώ έχει λαβυρινθώδη δομή, κάτι που συνάδει με τη μεταμοντέρνα λογοτεχνική κατάσταση των καιρών της αβεβαιότητας.

Η καβαφική διάθεση του που μας θυμίζει το ποίημα Δαρείος του μεγάλου αλεξανδρινού δεν απονευρώνει το ποίημα που θα διαβαστεί αμέσως. Θα πρότεινα στον Γκολίτση να πειραματιστεί κι άλλο,αφού είναι και αγγλομαθής,με τις τεχνικές χρήσης της επώνυμης και ανώνυμης persona των Ρόμπερτ Μπράουνιγκ και Τόμας Στέρν Έλιοτ, για να μην του υπενθυμίσω τις σχετικές καβαφικές τεχνικές. Διαβάζει ο ποιητής..

ΡΑΦΑΗΛ

Τι παραμόρφωση
στο τελευταίο μου έργο –τελικά– τη «Μεταμόρφωση»
εγώ θλιβόμουν που ‘δωσα πράσινο –κακώς–
στα ενδύματα των ηλιθίων των θνητών,
μα των πιστών ο θαυμασμός
έπεσε πάνω σ’ ένα –λένε– νέο γεγονός
στις δύο ζώνες τις επάλληλες
στην αιμάτινη ομάδα και στη λάμψη την ουράνια
σύνθεση –τάχα– κλασική από τις απαράμιλλες
Αν ήξερα όμως ο πτωχός –αλίμονο αν δεν είμαι ταπεινός–
πως πρόκειται για το έργο μου το τελευταίο
θα έκανα αυτό που είχα στο νου μου από την αρχή
από την πρώτη την εγκόσμιά μου στιγμή
και όχι κάτι ανταγωνιστικό ή φευγαλέο
Στο διάολο τα πράσινα κι οι ανούσιες αντιθέσεις
οι άδειες αίθουσες με τους ιπτάμενους Χριστούς
οι όποιες παραινέσεις∙
Ά σ π ρ ο ι οι τοίχοι των ναών και το κυανό
είτε εύκολο είτε περιττό
Θα άφηνα μόνο κάτι γραμμικό
χωρίς ανθρώπους –με δομή–
αρχιτεκτονικό και ερημικό
ένα κάδρο –σαν τον κόσμο μου– κλειστό
με μια ώχρα, τη μόνη μου πηγή.

Στο βιβλίο του «Η σάρκα των προσωρινών», η ιστορική μνήμη των τραγικών γεγονότων του 2ου παγκοσμίου πολέμου και των θηριωδιών των ναζί στη Θεσσαλονίκη θεματοποιείται αριστοτεχνικά, δείχνοντας μας ότι η καλή πολιτική ποίηση είναι πάντα εδώ. αφού οι μνήμες είναι ακόμη νωπές και η συγγραφή της πρόσφατης ιστορίας μας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

Ο εξπρεσιονισμός του ποιήματος που ακολουθεί συνάδει με τις εξπρεσιονιστικές φρικαλεότητες των γερμανών κατακτητών και είναι σύμφωνος με τη σταθερή διάθεση και φροντίδα του νέου ποιητή για την ανάδυση της ποιητικής αναπαραστικότητας ή της δεύτερης κατάστασης.

Παρόμοια ποιήματα ανάλογης ή παρόμοιας πολιτικής εμβέλειας βρίσκουμε και στα πρώιμα γραπτά του Σωτήρη Παστάκα, κατά μήκος του έργου του Σταύρου Ζαφειρίου και στη γραφή της Χλόη Κουτσουμπέλη.

ΆΛΟΙΣ ΜΠΡΟΥΝΕΡ

Γερμανός ναζί εγκληματίας πολέμου,
δεξί χέρι του Άντολφ Άιχμαν.
Υπεύθυνος για τις μεταγωγές περίπου
50000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης.

Γυρίζουνε τα κόκαλα μέσα στη γη
αλέθονται
φυτρώνουν δέντρα εδώ και εκεί
στάχυα πετάγονται απ’ τα μάτια
μάτια που είδαν θάλασσα
μάτια που αδειάσαν κόσμο

Λάσπη μάς μαύρισες
μάς πήγες στον σταθμό
«Ά λ o ι ς!», φώναζα
«Ά λ o ι ς! Δολοφόνε!»
Οι ράγες ετοιμάζονται
τροχίζουν τους νεκρούς
ακέφαλος πολτός να εξατμίζεσαι
προσωρινά τα κάγκελα
σύρμα που κράταγε τη σάρκα

«Ά λ ο ι ς», κραύγαζα και πέφταν οι κραυγές
σαν πέτρες μέσα μας βουβές και μόνο σκόνη
ψόφια πουλιά μες στην χαράδρα θάφτηκες
ψόφια πουλιά τα χέρια μας μαυρίζουν ουρανό

«Ήλιε στο μάτι του νεκρού, λαμπύριζε»
στο μέτωπο ιδρώτας, «ήλιε γύριζε»
γλύφει η μάνα το παιδί κι ο σκύλος της γαβγίζει

Και σκοτεινιάζει μονομιάς ο ορίζοντας
ο «Άλοις» είναι η πόλη μας
ο «Άλοις» είναι η πόλη
μια πόλη τεφροδόχος

Κυρίες και κύριοι, συνάδελφοι ποιητές και πεζογράφοι

αν προέβαλα, σ’ αυτή τη διάλεξη, περισσότερο τη βιωματική ποίηση ή ποίηση της εμπειρίας( Poesía de la Experiencia) το έκανα για να δείξω τα εξής:

O,τι όλοι οι συμμετέχοντες σ’ αυτή την εκδήλωση ποιητές που τιμούν με την παρουσία τους την έκδοση από τις εκδόσεις Ρώμη του Γιάννη Kιντάπογλου του περιοδικού ΕΡΑΤΩ, δεν καταγίνονται επί ματαίω με τις λέξεις.

Ό,τι δεν γράφουν μια αποστειρωμένη από τα γεγονότα της εμπειρίας εννοιολογική ή εσωτερική-υπαρξιστική ποίηση.

Ό,τι κουβαλούν στον ώμο τους επώδυνες και βαριές αποσκευές ,μια μεγάλη και ασήκωτη λογοτεχνική κληρονομιά(Καβάφης, γενιά του 30,πρώτη μεταπολεμική γενιά).

Ό,τι πατούν γερά στην πραγματικότητα, μετουσιώνοντας σε εξαιρετική ποίηση της εμπειρίας τις καθημερινές τους εμπειρίες τους και τα βιώματά τους.

Ότι τα βιώματά τους, ανήκουν πρωτίστως στη τάξη του κόσμου που τους περιβάλει, ότι οι ιδέες και οι ποιητικές τους εικόνες «ανήκουν σε μια άλλη τάξη, στην τάξη του λόγου και στην ιστορία, και δεν είναι αποκλειστικά στοιχείο της ποίησής τους»(H.Bloom).

Ότι παλεύουν για έναν και μόνο σκοπό. Η στάση τους ως ποιητών, ο Λόγος τους, η ταυτότητα της φαντασίας τους, όλο το είναι τους, το duende τους ,για να θυμηθώ και τον αθάνατο Federico García Lorca,πρέπει να είναι μοναδικά, σ’ αυτούς και να παραμείνουν μοναδικά, αλλιώς, το ξέρουν, το έχουν ήδη γράψει στα ποιήματά τους , ότι θα χαθούν ως ποιητές αν δεν κατορθώσουν “να ξαναγεννήσουν τον πατέρα τους»(H.Bloom).


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles