Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Θεοδόσης Κοντάκης, “Μέρες &Νύχτες του Οδυσσέα”, Κέδρος, 2017

$
0
0

Από τη σκοτεινή χώρα

Καλό είναι να ’ρχεται Κυριακή ο ξένος, πρωί
όταν οι δρόμοι είναι άδειοι στο στενό τόπο· κι η βροχή
βοηθάει, μα μόνο η μυρωδιά της μένει καθώς φτάνει
στις παρυφές – κι ένα μάτι να παρατηρεί: στο βάθος
απ’ το χρωματιστό παράθυρο, μορφές τέσσερις
γύρω στο τραπέζι, χαμηλοθώρες, λουσμένες σε φως
χαμηλό, μυστηριώδες, και να! μια ακτίνα περνά διαγώνια
το φαλακρό κρανίο, τα λευκά μαλλιά, χαϊδεύει την πλάτη-
κι απ’ έξω το μάτι, μια δεξιά στο παράθυρο μια αριστερά
στον τοίχο του κοιμητηρίου· πουλιά κατεβαίνουν
στα μνήματα των κοινωνημένων, ευλαβικά αποθέτουν μικροσκοπικούς σπόρους: τα ’χε ξαναδεί
όταν στα μισάνοιχτα μπαίνανε παράθυρα
των νοσοκομείων, τα ιερά δωμάτια των ετοιμοθανάτων –
και τώρα, τα πόδια κολλημένα στη γη, ακριβώς ανάμεσα
στο τραγούδι και στη σιωπή· όλα τόσο μακρινά
γιατί και κείνος είναι περαστικός, ένας αόρατος: ο σκύλος
μόνος πλησιάζει, βλέμμα βαθύ – κάποιος τον είχε κλοτσήσει,
θέλησε κι αυτός να μπει μέσα· του ανθρώπου το βλέμμα
πάει ψηλά – φρίκη: το ρολόι χωρίς τους δείχτες·
ζούσε άραγε; να χτύπαγε έστω την καμπάνα – αλλά τώρα
σιγά σιγά βγαίνουν κάτι γριούλες, ψωμί και σταφύλι
τα δώρα τους λάμπουν στο ζαρωμένο χέρι
τροφές αγνές της γης: σύντομα, λέει, και κείνες θα λάμπουν,
όμως υπάρχει εδώ κάτω και μια άλλη ζωή, καρδιά ζεστή
πάλλεται κι αυτή, μα είναι ταγμένη στο τυφλό και κρύο χώμα.

Πέρασμα

Τη νύχτα τούτη θα ’βλεπες, αν κοίταζες ψηλά
τους αγγέλους να βάφουνε τ’ άστρα μπογιά πορφυρή∙
μα κι εδώ κάτω, ανάμεσα στα λιόδεντρα, σε φτάνει το μύρο
στα ρουθούνια – κι όμως νευρικά ξεφυσάς, το ρολόι κοιτάς,
το τσιγάρο τελειώνει∙ είν’ αυτά, λες, πράματα άπιαστα,
λεπτά: δίχως βάρος στέκουν στον αέρα, τώρα
ξυπνάν όλοι και το λένε, μα συ το ’νιωθες
και πρωτύτερα
πόσο το ποθούσες σαν χτύπαγες την τσάπα, το καμάκι,
το σκήπτρο να κράταγες στο χέρι σου το κόκκινο∙ κι έτσι
όλα τ’ άφησες πίσω – τώρα, λέει, κάλλιο
να μην είχες γεννηθεί, μα δεν ήταν τούτο δα λάθος
δικό σου: μαζί κι εσύ μάτωσες, κι ένιωσες και προδομένος,
πως άδικα χάνεις την ώρα – όμως ήδη, μαστιγιές, τα λεπτά
ματώνουν τ’ αυτί σου: μια ώρα αρχύτερα, λες
και μήτε για κέρδος: είναι τούτο γελοίο σχεδόν, όχι όμως
κι οι πόθοι που σε καίνε ακόμα, μαρτύριο ανθρώπινο
τόσο ανθρώπινο
μόνο που εμείς, οι άνθρωποι, με τα χέρια πλυμένα
πληγή χαράξαμε, σαν πάτησες τον ξερότοπο, βαθιά
μες στο χώμα κι έγινε ρυάκι∙ κι έσκυβες να πιεις, κι ικέτευες
μα το μαζεύαμε ’μεις απ’ την άλλη, ώσπου να λιώσεις
στη δίψα – κι ύστερα γέμισε το χάσμα
χορτάρι να βόσκουν τ’ αρνάκια, λαίμαργα
να γευτούμε απόψε το αίμα τους, θυσία σε τραπέζι γιορτινό
με καρέκλες δεκατρείς∙ η δικιά σου η γρουσούζικη είναι τώρα
αδειανή
και μονάχα ο σκύλος πρόλαβε τη γραμμή να περάσει
ψάχνοντας τόπο, κείνα τα κόκαλα να θάψει
που μάζεψε κάτω απ’ το ιερό μας τραπέζι∙ και πάει
κι αυτός, σαν και σένα, με το πρόσωπο στο χώμα, πιστός,
αμίλητος – για μια στιγμή το κεφάλι σηκώνει και βλέπει
μ’ άφατη θλίψη το ρούχο να δένεις σφιχτά στο γυμνό
κλαδί.

Γωγ και Μαγώγ
(από ένα αρχαίο χειρόγραφο)

«τα λεγόμενα ρυπαρά έθνη, τα βδελυρώτατα πάσης συγχασίας και δυσωδίας»

Στα πιο αρχαία τραγούδια μας
φριχτά περιφέρεται περήφανη τίγρη·
κείνη που τα χωριά μας, ανυπεράσπιστα, ρήμαζε:
στη θέα της το βλέμμα πάγωνε
(τα μάτια της, λέγαν, πετούσαν σπίθες), το στόμα
όταν άνοιγε τρέμαν ολωνών τα σαγόνια: οι πρόγονοί μας,
γυμνοί, άλλη λύση δεν είχαν· τα παιδιά τους δίνανε
και κείνη τα μεγάλωνε, κι έρχονταν ξένα, τυφλά,
χωρίς πια την ανθρωπιά τους, να μας παίρνουν το βιος

Κατόπιν φτιάξαμε αγάλματα, πλανημένοι, μισό τίγρη
μισό άνθρωπο, μπροστά στα σαγόνια τους θυσιάζαμε
εκατόμβες ολόκληρες γιατί ήτανε κείνα πολλά
και διψούσαν για αίμα - ώσπου μας αποκαλύφθηκε ο Ένας
κύριός μας, λαμπρός, αγαθοποιός, ίδιος περίπου με μας
αλλά μέγας, μας φώτισε και τα συντρίψαμε όλα: στην πηγή του
την ιερή, καθαροί τώρα λουζόμαστε κι εκεί δεόμαστε
μακριά να μένει κάθε ρύπος, κι έτσι εγένετο·
κι έχουμε ορθό το κορμί, μαρμάρινο πάλλει το στήθος

Κι έχουμε μεις σοδειά χρυσή, δυο φορές το χρόνο,
και τα χωράφια μας τα ‘χει κείνος ευλογημένα
πολύ παραπάνω απ’ των άλλων· γιατί υπάρχει δικαιοσύνη-
μα είναι ανάγκη να γρηγορούμε· οι γονείς μας, προβλεπτικοί,
μας το δίδαξαν: σε κάθε μας ολίσθημα, μια ρωγμή
αρκεί για να μπουν, ύπνος αρχαίος, κι απ’ τον τοίχο ακόμα
γένη ακάθαρτα οι τριχωτοί μας παιδικοί εφιάλτες

Κι έτσι, σαν πράγματι τους μυριστήκαμε, καιρό δε χάσαμε:
όταν ύπουλα δίπλα μας φτάσαν, τους ιερούς μας τόπους
παστρέψαμε· νύχτα, μη και μας μολύνουν βαθιά
βλέμματα σκοτεινά, άγνωστες φωνές δεν αφήσαμε
ούτε τα μισερά θηλυκά, τ’ αλλότρια κλάματα των παιδιών τους
δε μας πτοήσαν· γιατί δεν ήσαν, σαν κι εμάς, άνθρωποι καθαροί.

Φαντασία

Δεν πρέπει να ’ταν άνθρωπος ασήμαντος, τελικά-
το μαρτυρά η γενειάδα του, όχι μακριά μα σεβάσμια,
το καλαμάρι, με χάρη κρατημένο, λίγο υπερβολική
για μας εδώ κάτω που λέμε, η θάλασσα: πολύ βαθιά,
ο ουρανός: πολύ ψηλά
μα όταν συννέφιαζε, χανόταν·
τότε λευκές μπουγάδες μάς τον έπαιρναν μαζί τους
για να τον φέρουνε ξανά με την πραμάτεια του: σε μας
πάντα κατέβαινε, γνώριμος φίλος
της πόλης του το μπαίγνιο·
αθώα κι ανύποπτα τα παιδιά τον κυνηγούσανε με τις ροκάνες,
τρελοί και ζητιάνοι του καίγανε τα γένια όταν αφηνόταν
μεθυσμένος, και κοιμόταν στο χώμα, όπου λάχαινε,
ένας ξένος
όποιος μιλάει την αλήθεια·
λεπτό μπαστούνι χοντρό μπαστούνι: ο κόσμος μας
βάρβαρος είναι, κι εκείνος πείραζε τους άρχοντες,
ύστερα κουλουριαζόταν κι ένιωθε γνώριμο χτύπημα-
χοντρό μπαστούνι λεπτό μπαστούνι, γαμψό ή μυτερό,
αιμάτινες στάλες στο χαρτί:
μικρά και μεγάλα νησιά
μελετούσε έπειτα μονάχος, κλεισμένος στη γωνιά του
μέσα σε κάτι πορτολάνους· σημάδια άγνωστα για μας
μα στα δικά του, λέει, μάτια ζωντανεύανε, θολώνανε
και -ιδού!- προς τα κει ταξιδεύει με διάφανα πανιά
ή πάλι, ολόγυμνος, στη μέση του ωκεανού κολυμπάει,
προς το βυθό
όστρακα, χταπόδια, καλαμάρια -
τον περίμενε δα η Κυρά της αβύσσου, μόνο εκείνον,
ψηλή, ασύγκριτη, με φύκια στα μακριά της μαλλιά,
στα ρούχα της μυρωδιά από ψαρόλαδο κι αρμύρα, ρουφούσε
κείνος μεθυσμένος
παράξενο θέαμα, όταν πρόβαλλε ξανά
μέσα απ’ το κύμα, φύκια στο φαλακρό κεφάλι, κι οι ναυτικοί κοιτούσαν, μια εκείνον, μια ο ένας τον άλλο, και στραβώνανε
το στόμα σε γέλιο μισό - μα ό,τι κρατούσε μας το ‘δινε:
όστρακα, χταπόδια, καλαμάρια
άσπρα βότσαλα, μαύρα βότσαλα·
κι όλο και ξεμάκραινε και πάντα εδώ γυρνούσε:
δυο φορές το χρόνο, δώρα μας έφερνε από μακριά
κι άσπρα βότσαλα την άνοιξη, μαύρα το φθινόπωρο.

Μα αλίμονο, κάποτε αφιλόξενο τόπο πάτησε-
που το ‘χαν έθιμο παλιό με βία να χωρίζουνε το πνεύμα από το σώμα
κι έτσι έγινε και τότε: το κεφάλι του έθαψαν εκεί
και στείλανε το σώμα με μια βάρκα, να ταξιδεύει
με τους ανέμους· όμως ο Κύριος αντίθετα τα ‘φερε:
άνθισε το κεφάλι κι η φωνή του ταξίδεψε τη Γη·
το σώμα πάλι -θαύμα!- στην πατρίδα του έφτασε, χρόνια μετά-
οι άρχοντες το θάψαν με τις δέουσες τιμές, στο μνήμα που και συ
τώρα αντικρίζεις, ξένε φίλε: A.X., POETA, A.D. MDCXV, R.I.P.

Φθινόπωρο 2015


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles