1) Γιάννης Τζανετάκης, Θαμπή πατίνα, Πόλις, 2017
“Η διαπίστωση ότι από τη δεκαετία του 80 η πεζογραφία εκτοπίζει την ποίηση δεν είναι μόνο δική μου αλλά και άλλων, ακόμη και των ίδιων των ποιητών. Το ζήτημα είναι αν αυτή η μετατόπιση σηματοδοτεί ευρύτερες πολιτισμικές, κοινωνικές και αναγνωστικές αλλαγές”, λέει ο Δημήτρης Τζιόβας στον Γιάννη Μπασκόζο επ’ ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου του “Η πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας”, μτφρ: Αθανάσιος Κατσικερός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017. Απ’ το ανεξάρτητο παρατηρητήριο του “ποιείν” εδώ και δέκα χρόνια συμφωνούμε απόλυτα με τον Τζιόβα, κι αν συνεχίζουμε να ασχολούμαστε με την ποιητική παραγωγή στην Ελλάδα (το πλείστον όσον έναντι αδράς αμοιβής!), είναι απλώς από χούι. Αμειβόμενες εκδόσεις και δηθενιά (πολυτονικού, αυτοαναφορικότητας, φρου-φρου κοσμικών εκδηλώσεων που παριστάνουν τις παρουσιάσεις βιβλίων, και παντελή έλλειψη κριτικού λόγου), μας δίνουν θάρρος να συνεχίσουμε από αυτό το μετερίζι την “τακτοποίηση” της ποιητικής παραγωγής του τόπου σε πείσμα όσων απεχθάνονται την αλήθεια. Πολλές φορές σκέφτηκα να εγκαταλείψω την παρουσία μου εδώ, να εξαφανιστώ υπακούοντας την κρυφή επιθυμία όλων σας να σας αδειάζω τη γωνιά. Κι εγώ το ίδιον επιθυμώ δια εσάς (χαχα!). Έλα όμως, που ένα βιβλίο σαν αυτό του Γιάννη Τζανετάκη μου έφερε πάλι τα δάκρυα στα μάτια, με συγκίνησε με την ουσιαστική έννοια του όρου, μου χάρισε εκείνο το τράνταγμα που θέσπισε ο Ελύτης ως το κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης.
ΘΑ ΠΑΜΕ ΠΑΛΙ
Ένα πρωί θα πάμε πάλι
στην παιδική χαρά
τώρα θα μου κρατάς
εσύ το χέρι
μη φύγω
-όπως φεύγουν οι μεγάλοι-
όλα απαράλλαχτα
οι κούνιες οι τραμπάλες
τα σχοινιά
θα είναι Κυριακή και θα φυσάει
2) Μιχάλης Παπαδόπουλος-Παναγιώτης Νικολαίδης, Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο, Θράκα, 2017
Δυο Κύπριοι ποιητές που μοιράζονται τα πλήκτρα του ίδιου πιάνου και παίζουν θαυμάσιες μουσικές με τέσσερα χέρια. Σε αντίθεση με προηγούμενες απόπειρες συλλογικής εργασίας, εδώ οι ποιητές δεν παραθέτουν ο καθένας το ποίημά του σε διάλογο ή σε αντίλογο με το ποίημα του άλλου, αλλά γράφουν μαζί το ίδιο ποίημα και το αποτέλεσμα ξαφνιάζει. Ξαφνιάζει η ομοιογένεια του καθενός ποιήματος ξεχωριστά, αλλά και η συλλογή που αποκτάει συνεκτικότητα χάρη στις εξάρσεις λόγου και εικόνων. Ένα διασκεδαστικό παιγνίδι, απαλλαγμένο από το άγχος της “σύνθεσης” (που κατατρύχει ως σύνδρομο χρόνιας δυσκοιλιότητας τους πενηντάρηδες ποιητές μας!), με την άνεση της κολεγιακής πλάκας και το θράσος μιας φάρσας ενηλίκων. Φαντάζομαι πως τα “παιδιά” το καταχάρηκαν όσο το έγραφαν κι αυτό κρίνεται εκ του αποτελέσματος της δικής μου απόλαυσης.
Δεν
Δεν είμαστε ποιητές του Κέντρου
Είμαστε φυλλωσιές
του πυρπολημένου δέντρου
Παιδιά των νεκρών.
3) Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Η πλατεία των ταύρων, Οδός Πανός, 2017
Η δεύτερη μόλις συλλογή του Αλεξόπουλου ξεχωρίζει για το σωματικό βίωμα που αποκτάει βάρος χάρη στην αναπάντεχη εικονοποιία, την σιγουριά στην εκφορά του λόγου και τη φωνή που κρατάει το ίσο της ακόμη κι όταν δείχνει απατηλά να κομπιάζει, να αργοσέρνεται ή να κομπάζει. Η κατακτημένη σιγουριά του λόγου και η κλειστή πληγή από την οποία εκκινεί η μυθολογία του Αλεξόπουλου, μας δίνει την ελπίδα για δυνατά ποιήματα στο άμεσο μέλλον.
Στο λεωφορείο
Ψηλαφώντας τις ρωγμές
στην επιφάνεια της θάλασσας,
είμαι σίγουρος πια
πως όταν κλαις
τις ημέρες της βροχής
ατόφια κομμάτια μπλε ουρανού
με ρινίσματα λευκού σύννεφου
κατακρημνίζονται στη θάλασσα
Σχεδόν σαν να ήταν λιακάδα.
4) Ελένη Νανοπούλου, «Πιπέρι ή έστω κάτι να καίει», Ενδυμίων, 2017
“Σπάνια έχουμε την ευκαιρία να μπορούμε να πούμε ότι μια γραφή ωριμάζει. Αυτό συμβαίνει εδώ. Η Ελένη Νανοπούλου βάζει προϋποθέσεις για να γίνει μια από τις πιο ευδιάκριτες γραφές της γυναικείας ποίησης του καιρού μας. Τολμάει. και καθένας που τολμάει μας προσκαλεί σε κάτι ενδιαφέρον”. Υπογραμμίζουμε με τη σειρά μας τα λόγια του ανώνυμου συντάκτη, γιατί διαβάζοντας δυο και τρει φορές τα ποιήματα του βιβλίου, διακρίναμε τις αρετές μιας ποίησης ουσιαστικής που μετατρέπει ταχυδακτυλουργικά το βίωμα σε λεκτικό παιγνίδι και γλώσσα πυρέσσουσα.
και ύστερα θα φύγουν
οι άνω κάτω τελείες
οι τοίχοι
τα πλακάκια
τα έπιπλα
τα σεμεδάκια
της μαμάς σου
της μαμάς μου
οι συγγενείς
τα σου ξου μου ξου
τα μανταλάκια
τα ρούχα που μας σκεπάζουν
θα μείνουμε γυμνοί.
Κι ‘ύστερα;
Ύστερα θα σε βρω
έξω από την πόλη.
Πολύ
4+1) Costas Reúsis: «La irrealidad submarina», trad.Mario Domínguez Parra, edic. «La Isla de Siltolá», Sevilla, 2017
Δεν αγνοούμε το έργο των μεταφράσεων στην Ελληνική γλώσσα, αλλά ως παγιωμένη αντίληψη “καριέρας” πως ο μεταφραστής πρέπει να μεταφέρει στη γλώσσα μας τους κλασικούς ποιητές και μόνον έχουμε μπουχτίσει από επαναλήψεις και ασημαντότητες. Καιρός να ακολουθήσουμε και να εκτιμήσουμε τους νεοελληνιστές που μεταφράζουν σύγχρονους Έλληνες ποιητές σε άλλες γλώσσες. Μέσα στο δέκα επτά λοιπόν, είχαμε τη χαρά να δούμε και την ανθολογία ποιημάτων του Κώστα Ρεούση σε μετάφραση του Μάριο Ντομίνγκεζ Πάρα, να κυκλοφορεί και να απαιτεί την προσοχή του Ισπανόφωνου κοινού. Χαράς ευαγγέλια για τη μίζερη Ελληνική μας μισανθρωπία. Γελάστε, ρε!
LA IRREALIDAD SUBMARINA
la escafandra ruega invocando nautas pasajeros
tripulaciones hechizadas la desesperación
del levantamiento la dislexia penetra muda
incluso autistamente corroyendo la memoria
de llantos reclusos en ejes que innovan como
desde siempre el ojo de buey se ocupó de
enviar códigos de incendio bajo el mar
(El cráter de mi risa)
Η ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ ΥΠΕΡΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
το σκάφανδρο προσεύχεται επικαλώντας
αύτανδρα πληρώματα στοιχειωμένα την
απελπισία της εξέγερσης βωβά έως αυτιστικά
η δυσλεξία εισχωρεί διαβρώνοντας τη μνήμη
εγκλείστων κλασμάτων σε άξονες που τέμνονται
όπως ανέκαθεν το φινιστρίνι φρόντιζε να στέλνει
κώδικα φλόγας υποθαλάσσια
(Ο κρατήρας του γέλιου μου)