Η νεωτερικότητά μας αρχίζει στις 6 Αυγούστου 1945 και τελειώνει το 2015 με τη ροή πάνω του απ’ ένα εκατομμύριο μεταναστών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Μετά την έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, ο κόσμος γοητεύτηκε από κάτι που τελικά διέβρωσε με αργό ρυθμό το ενδιαφέρον του για τις τέχνες, ενώ μετά και το τελευταίο μεταναστευτικό κύμα νέες απαιτήσεις δημιουργήθηκαν σε ό, τι αφορά τη διάδοση και τη δυνατότητα κατανόησης του έργου τέχνης και της ποίησης. Η προσωπική μου γνώμη είναι πως η κρίση που ταλαιπωρεί σήμερα όλες τις τέχνες δεν οφείλεται στις κοινοτοπίες που ακούμε καθημερινά: η κρίση των δημιουργών, η αδυναμία των έργων, η ανεπαρκής προσοχή των ΜΜΕ, τα παιδιά που δεν διαβάζουν, και άλλα τοιαύτα.
Από χρόνια έχει εδραιωθεί η προσωπική μου πεποίθηση πως οι τέχνες έχουνε πάψει να εκπλήσσουν τον καθημερινό άνθρωπό. Η γρήγορη ανάπτυξη της Φυσικής, αλλά και γενικά των επιστημών μετατόπισε σιγά-σιγά το ενδιαφέρον από τη τέχνη στα τεχνολογικά δημιουργήματα. Οι κατακτήσεις της επιστήμης τα τελευταία χρόνια, όντως θεαματικές, μοιάζουν να έχουν υποσυνείδητα αποτυπωθεί στο φαντασιακό όλων μας έτσι ώστε να αντικαθιστούν την έκπληξη, έως πρότινος αποκλειστικό προνόμιο της τέχνης, με τις κατακτήσεις της Φυσικής, της Βιολογίας, της Ιατρικής και της Πληροφορικής.
Ο ποιητής δείχνει να μη τον αγγίζουν όλες αυτές οι αλλαγές : αποκλεισμένος μέσα σε μια ρουτίνα συχνά πιο αξιολύπητη και δύσθυμη από εκείνη των αναγνωστών του, σπαταλά το «άσμα» του σε ευτελείς καθημερινές εμπειρίες. Ο λόγος του δεν διαθέτει πλέον την δικαιολογία του μοναδικού και ανεπανάληπτου. Ένα πλήθος μικρών «εγώ» αναζητούν την προσωπική τους επιβεβαίωση, αντιλαμβάνονται την τέχνη της γραφής ωσάν άλλοθι στις χαραμισμένες υπάρξεις τους.
Η ποίηση είναι ένα χρέος. Ο ποιητής πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι αναλαμβάνει τη βαριά υποχρέωση να μιλά για τους άλλους, να δίνει φωνή στους άλλους. Ο μεταμοντερνισμός μας παίχτηκε ολοσχερώς πάνω σε ό, τι έχει γραφεί προηγουμένως: γράψαμε πάνω στα ήδη γραμμένα. Οι τέχνες απομονώθηκαν με το να απευθύνονται μόνο στους «ειδήμονες». Έτσι είδαμε τους ζωγράφους να ζωγραφίζουν μόνο για τους ζωγράφους, τους ποιητές να γράφουν μόνο για τους ποιητές. Έλειψαν η συμβίωση μεταξύ των τεχνών, οι γόνιμες συζητήσεις και συγκρούσεις γύρω από τη πράξη της τέχνης, ανεξάρτητα από τον επιμέρους τομέα δημιουργίας του καθενός. Χάθηκε εκείνη η επικοινωνία μεταξύ γνώσεων και γλωσσών η οποία υπήρξε το καύσιμο και το προωθητικό έλασμα για τη πράξη της ποίησης μες στους αιώνες. Χωρίς να ξεχάσουμε το γεγονός, ακόμη πιο σοβαρό, ότι οι ποιητές ούτε καν συχνάζονται μεταξύ τους: και τότε, πώς να φανταστεί κανείς πως θα μπορούσαν να συνομιλήσουν με μαθηματικούς, μουσικούς, αρχιτέκτονες και ψυχαναλυτές! Η εύθραυστη ταυτότητα των υποκείμενων που «κάνουν ποίηση» τους είναι εμπόδιο σε όποια σχέση με άλλα αδύναμα ποιητικά υποκείμενα γιατί απλούστατα νιώθουν τη παρουσία του άλλου σαν προσωπική απειλή, εχθρική επίθεση στο παντοδύναμο, επομένως εύθραυστο, εγώ τους.
Η νεοτερικότητά μας, διάρκειας 70 χρόνων, κοντεύει να τελειώσει. Ο καινούριος ποιητής ήδη προχωρά, όπως έλεγε ο Αλφόνσο Γκάττο, και έρχεται από την Αφρική, τη Μέση Ανατολή, από τις εκτάσεις της Ασίας. Θα είναι φτωχός και η φαντασία του θα σπείρει στον αγρό της Ευρώπης, κιόλας πολλάκις οργωμένο, νέες σπορές. Κάποτε ο ποιητής ένιωθε την υποχρέωση να είναι ενταγμένος, να γράφει πολιτικά κείμενα. Μετά το πέρας της συγχρονικότητας και μέσα στο εκκωφαντικό κενό της πολιτικής, σε «εποχές αντιπολιτικής», το καθήκον του ποιητή είναι απλά να «κάνει ποίηση», να κρατάει ζωντανή τη φλόγα της λαμπάδας, να φυλάσσει και να υπερασπίζεται τις υψηλές δημιουργίες στην λογοτεχνία, με την ελπίδα μιας μελλοντικής νέας εποχής.
Δεν μπορούμε πια να περιμένουμε. Πρέπει να τελειώνουμε με τον ποιητή που προηγείται από μια παύλα: «-ποιητής» (όπου στη θέση της παύλας μπορείτε να βάλετε ό, τι νομίζετε: γιατρός, δικηγόρος, καθηγητής, ακαδημαϊκός, κλπ.) και να καλωσορίσουμε τον Ποιητή με το «π» κεφαλαίο. Δεν κατανοώ τη ποίηση σαν καταφύγιο, αλλά σαν πεδίο μάχης. Η ποίηση βρίσκεται στις επάλξεις της καθημερινής ζωής, της κοινωνικής ζωής, του αγώνα για τη δικαιοσύνη και την ισότητα, ενάντια στην επιπολαιότητα του έρωτα και του πολέμου.
Μια ποίηση λοιπόν που θα διαβάζεται υψηλόφωνα, με δύναμη, με τον ποιητή όρθιο μπροστά στο κόσμο. Μια επιστροφή στην αρχέγονη προφορικότητα της ποίησης, όχι μόνο κατά τη στιγμή της ανάγνωσής της, αλλά πιότερο κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της: μια ποίηση που προφέρεται στίχο με στίχο, λέξη με λέξη, απευθείας από το στόμα του ποιητή προς τους ακροατές του. Ο ποιητής πρέπει να ξαναγίνει εκείνος που στέκεται ανάμεσα στο κόσμο και όχι πάνω στην εξέδρα των Ακαδημιών που κατασκεύασε η ετοιμοθάνατη συγχρονικότητά μας. Εύχομαι μια εσχατολογική Ποίηση, πάλι στη πρώτη θέση στις συγκινήσεις μας. Ο Αντρέι Ταρκόβσκι είναι ο τελευταίος ποιητής που μας υπέδειξε τον δρόμο: ο Ποιητής (με το Π κεφαλαίο, παρακαλώ) είναι ο πείσμων κυνηγός του απόλυτου. Και για να το κυνηγήσει είναι διατεθειμένος να θυσιάσει τον εαυτό του. Μόνον όταν ο καλλιτέχνης θα είναι διατεθειμένος να κυνηγήσει το απόλυτο και να θυσιάσει την προσωπική του ύπαρξη για το καλό της Τέχνης, μόνο τότε θα είμαστε ξανά ποιητές.
Έως τότε, έως ότου δεν θα εμφανιστούν αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες (στη μουσική, στο σινεμά, στη ζωγραφική, στη ποίηση, στο θέατρο), η Τέχνη θα παραμείνει έτσι κι αλλιώς ένα καταναλωτικό προϊόν διαφόρων «πολιτιστικών» υπηρεσιών και θα βρίσκεται συνέχεια πολύ πιο πίσω από το βήμα του κόσμου. Στα πλαίσια των μεταβολών που παρακολουθούμε, συνέπεια της εξάλειψης των συνόρων μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου, ιστορίας και φύσης, ατόμου και κοινωνίας, είναι η ποίηση που μπορεί σήμερα να αντιμετωπίσει τους κίνδυνους της αντιπολιτικής, του λαϊκισμού, της αναγέννησης των θρησκευτικών φονταμενταλισμών, της κατάληξης στις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας, πατρίδας, έθνους, φυλής, κλπ.
Μέσα σε όλες τις γνωστές γλώσσες ο ποιητικός λόγος είναι εκείνος ο οποίος με περισσότερο θράσος μπορεί να κατεδαφίσει άμυνες, προστατευτικούς φράκτες των «σπλάγχνων της ιστορίας», να αντέξει ένα «σώμα με σώμα» με τις τετριμμένες χειρονομίες της καθημερινότητας, με τις πιο απίστευτες εμπειρίες του σώματος και των παθών που το διαπερνούν και, συγχρόνως, με την καταστρεπτικότητα του κόσμου: πολέμους, πείνα, φτώχεια, λεηλασία των φυσικών πόρων.
Υποδεχόμενη τις πιο κοινές εμπειρίες του ανθρώπου η ποίηση μπορεί να ειδωθεί σαν μια γέφυρα η οποία, πέραν όλων των διαφορών, δίνει την αίσθηση ότι είσαι «πολίτης του κόσμου». Τη στιγμή που προκαλεί συγκίνηση, ενθουσιασμό, έκπληξη, μπορούμε τότε να πούμε πως χορηγεί ταυτότητα όχι τόσο στον δημιουργό της όσο στους ανθρώπους που την συμμερίζονται. Ο συγγραφέας είναι ο εργάτης των λέξεων και δουλειά του είναι να τοποθετεί λεξούλες στα στόματα των ανθρώπων, για να κλάψουν τους νεκρούς τους, να εκφράσουν ευχές για το γάμο της κόρης τους, να διαμαρτυρηθούν κατά της πολιτικής κατάστασης και της αδικίας.
Η ποίηση μπορεί να εφεύρει έναν ασυνήθη ζωτικό ρίγος, να ανοίξει δρόμο σε νέες μορφές αλληλεγγύης εκεί όπου κατεδαφίζονται βεβαιότητες, αξίες που φαινόντουσαν απρόσβλητες, υποσχέσεις ευζωίας και ευτυχίας. Πρέπει όμως να έχει το βλέμμα του πλάνητα και του νομάδα που αντλεί ό, τι καλύτερο από τους ανθρώπους και τους τόπους των ανθρώπων.
(Πρώτη δημοσίευση στα Ελληνικά. Το κείμενο γράφτηκε απευθείας στα Ιταλικά από μένα με την υψηλή επιστασία της φίλης Λέα Μελάντρι –Lea Melandri-και εκφωνήθηκε στην απονομή του Βραβείου NordSud International Literature Prize, στην πόλη της Πεσκάρας τον Δεκέμβριο 2016. Ο Έλιο Πέκορα-Elio Pecora- μου ζήτησε αμέσως μόλις κατέβηκα από το πάλκο το κείμενο της ομιλίας να το χρησιμοποιήσει ως εισαγωγή στο τεσσαρακοστό τεύχος του περιοδικού «Poeti e poesia», που θα παρουσίαζε 40 Ιταλούς ποιητές, και κυκλοφόρησε τον Ιούνιο 2017. Ο καθηγητής Κρεσέντσιο Σαντζίλιο, το μετέφρασε στα Ελληνικά, αποκλειστικά για το Φρέαρ)