Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Νόρα Κοκκίνου-Δίχρη, “Ο αλήτης”

$
0
0

-Αλί και τρισαλί κόρη μ’! Αυτόν τον αχαΐρευτο βρήκες να βαλς στο μάτ’. Τον γιο του Κατσίβελου, τον κατσικανιάρ’! Τον αραπλή! Τ’ αποσπόρ’ του Βουτσινά; είπε η μάνα μ’ και συνέχισε ν’ αναθεματίζ’.
Δεν έκρινα ντιπ! Ακούμπησα το σκαφίδ’ καταγής, άρπαξα το σκαμνάκ’ κι έμεινα ν’ αγναντεύω τον παραπάνω μαχαλά. Το ’χα ζακόν’ να κολλάω τα μάτια μου στο βορό του καλού μ’. Καλός μ’ ακόμα δεν είναι… αλλά πού θα μ’ πάει! Καλά… για τη μάνα μ’ ήταν ένας αλήτς και μισός. Αργά ή γλήγορας θα γινόταν θκος με παπά και με κουμπάρο. Είμ’ εγώ μια μαλαγάνα! Τώρα έπρεπε ν’ αφήκω τη μάνα μ’ να τσαμπουνάει ότι την κατεβάζ’ η γκλάβα τς και εγώ να κάνω το μούλικο! Δεν μ’ ένοιαζε όμως τίποτας! Ο Δημητρός ήταν το ντέρτ’ κι ο καημός μ’. Η μάνα μ’ λέει άρες μάρες κουκουνάρες. Μόνο ότ’ είν’ αραπλής βλέπ’; Τα μάτια του τα γαλανά – ολόκληρο πέλαγος – δεν το βλέπ’; Ζαβή είναι; Δεν έκρενα. Άχνα δεν έβγαλα. Με ζούρλανε με τς αγριοφωνάρες της!
Η αλήθεια είναι ότι ο Δημητρός με ζούρλανε πρώτος ! Στο πανηγύρι τ’ Αϊ – Λια με κάλεσε τ’ αποσούρουπο, όταν απόλκε ο σπερινός κ’ έφυγε το τσούρμο, στη Μαμαλή – ένα αλσάκ’ έξω απ’ το χωριό. Μ’ είπε πόσο ωραία μάτια έχω, με ρούφηξε στο λαιμό, στα βυζιά και πιο κατ’. Με ρωτούσε διαρκώς κι ανεπαλήπτως «Τι σε κάνω μάνα μ’; Τι σε κάνω μάνα μ’;». Αυτό ήταν! Αντραλίστκα ! Μ’ έφυγε το τσερβέλο! Από κείνο το βράδυ με πέφτουν χάμω τα χουλιάρια, τα σινιά, χάνω τς καρδάρες, καψαλίζω τς πίτες, φοράγω τανάποδα τα εσθήματα… Η μάνα φωνάει για τα αναποδιάσματα μ’.
Εξαναγκάστκα να το μολογήσω στη φιλενάδα μ’, τη Μαριώ . Δεν το πίστεψε με τίποτας! Ψευτρού μ’ ανέβαζε, ψευτρού με κατέβαζε ! Και αφού κοντεύαμε να τα σπάσουμε τα ωά, μ’ είπε τάχαμου ότι ο Δημητρός στο πανηγύρι τ’ Αϊ – Λια νωρίς τ’ απόγεμα την έδωκε ραντεβού στην Μαμαλή - ξέρεις στ’ αλσάκ’ έξ’ απ’ το χωριό – και την είπε … ξερς …Τι όμορφα μάτια που ’χε, τη ρούφηξε στο λαιμό, στα βυζιά και πιο κατ’. Και τη ρωτούσε διαρκώς κι ανεπαλήπτως «Τι σε κάνω μάνα μ’; Τι σε κάνω μάνα μ’;» Δεν την πίστεψα, δεν την πίστεψα ! Μια τσινιάρα είναι που θέλ’ να με τσιγκλάει για ν’ ανταριάζομαι.

-Μάνα τέλιωκες;
-Να πάρω μια λούρα ή τη μάσα που ’ναι κι πιο βαριά κι να στη φέρω στο κεφάλ’ σ’! Πουρνό - πουρνό αύριο θα πάω στη μανιά, τη Θυμιούλα, την προξενήτρα, να τη βρω καταμόνας να την πω να σε δώκω στον μπουνταλά το Μάκη, το παπαδοπαίδ’, γιατί θαρρώ πως πήραν τα σκέλια σου φωτιά και κλούβιασε η γκλάβα σ’! Τον Δημητρό μαρί, τον αλήτ’;
-Μάνα να πας, αλλά να την πεις να κανονίσ’ για τον Δημητρό! Αυτός μου ’λαχε! Τον αγαπώ μάνα. Τον αγαπώ κάργα !
-Τι μου τσαμπουνάς μαρί και με γκουβρίζς; Τι εννοείς σου ’λαχε ;
-Κάτσε μάνα καταγής κι άκου, θα στα πω με τον νι κι με το σίγμα. Στο πανηγύρι τ’ Αϊ – Λια που μ’ έψαχνες δεν ήμουν με τη Μαριώ. Με τον Δημητρό ήμουν. Στ’ Μαμαλή … είπα κι κατέβασα το κεφάλ’.
-Α, τον αγιογδύτ’… Φώναξ’ εκείνη. Αντράλα που μ’ ήρθε τώρα δας! Κακούργα θα με πεθάνς πριν την ώρα μου! Που κακόχρονο να χς! Στον τάφο του πατέρας να με παραχώσετε, να ξέρς, αυτό θέλω! Για πες κάτι άλλο προκομμένη μ’… Σε ρωτούσε «Τι σε κάνω μάν’ μ; Τι σε κάνω μάνα μ’;»
-Μάνα, πως το ξέρς εσύ; ρώτησα ταραγμέν’. Εξόν και…είπα και το μυαλό μ’ σφούριζε πιότερο και απ’ τρένο.
-Πώς το ξέρω, ε; Βρε ζαβό, θυμάσαι το πρωί στο πανηγύρι τ’ Αϊ – Λια που με ’ψαχνες ;
-Θυμούμαι! απάντηκα.
-Στη Μαμαλή ήμουν κ’ εγώ βρε ζωντόβολο με το Δημητρό!
-Α, τον αλήτη! φώναξα κ’ έμεινα αποσβολωμέν’.
-Αλήτς δεν είναι κόρη μ’! απάντηκε η μάνα. Κόκορας είναι και μάλιστα αλανιάρς…
-Κόκκορας αλανιάρς αυτός κι ’μείς μωρές παρθένες μάνα…μωρές παρθένες.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles