Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Λίνα Βαλετοπούλου, “Παραδίνομαι”

$
0
0

Βάδιζε πότε πάνω και πότε κάτω από το πεζοδρόμιο. Για την ακρίβεια τρία βήματα επάνω και δύο βήματα κάτω, σαν να εκτελούσε ένα είδος χορευτικής φιγούρας. Η απόσταση μεταξύ μας μικρή. Διέκρινα τα ρούχα του, κοστούμι από ακριβό ύφασμα στο χρώμα του πούρου. Τα σκισίματα στο σακάκι ανέμιζαν κάθε φορά που ανεβοκατέβαινε το κράσπεδο, έδιναν στην φιγούρα του μια ανεμελιά. Τα παπούτσια του δερμάτινα, φθαρμένα στις μύτες που πρόβαλαν τσακισμένες στην κάθοδό του προς τον δρόμο. Στο κεφάλι του ένα καβουράκι που έστεκε σταθερό σε κάθε του κίνηση.

Η ατελείωτη ευθεία της λεωφόρου επέτρεπε να παρακολουθώ απρόσκοπτα τον περίεργο άντρα. Η ηλικία του, γύρω στα σαράντα πέντε, δεν δικαιολογούσε την παιδικότητα του βαδίσματος. Έβαζε τα χέρια στις τσέπες, όταν ανέβαινε στο πεζοδρόμιο, τα έβγαζε σαν πατούσε στον δρόμο. Δεν αντιγύριζε καμία καλησπέρα στους ανθρώπους που συναντούσε μπροστά του.
Τον ακολούθησα με μία ανεξήγητη εμμονή, σταμάτησα ακριβώς πίσω του όταν ένα λεωφορείο πέρασε τόσο κοντά που το καβουράκι του πέταξε στον αέρα και συνήλθα μόνο όταν εκείνο προσγειώθηκε στα πόδια μου. Έσκυψε να το μαζέψει και με είδε. Ταράχτηκε, ή έτσι μου φάνηκε, το σήκωσε βιαστικά κι έστριψε να συνεχίσει το δρόμο του, φανερά αποσυντονισμένος.
Άλλαξε μοτίβο, τρία βήματα στο δρόμο και δύο στο πεζοδρόμιο, πράγμα που έγινε πιο δύσκολο όταν ξέσπασε μπόρα. Ο σαρανταπεντάρης τινάζοντας το νερό από τα ρούχα του, κατέφυγε σε μία τέντα, στην είσοδο ενός μπαρ. Αναγκάστηκα να προφυλαχτώ κι εγώ δίπλα του και τότε παρατήρησα το πρόσωπό του. Στα μάτια του το βλέμμα γυαλιστερό και ακεντράριστο, τα χείλη του πρησμένα και μισάνοιχτα, αξύριστος. Κρατούσε το καβουράκι με τα δύο χέρια κι έστεκε ακίνητος με την πλάτη ακουμπισμένη στην πόρτα του μαγαζιού.
Η βροχή σταμάτησε και τότε όρμησε να φύγει, δυο βήματα στο δρόμο και τρία στο πεζοδρόμιο, έπεσε στο σταντ με τις εφημερίδες που συνάντησε μπροστά του, ο περιπτεράς του φώναξε «μαλάκα», ένας αστυνομικός έκανε απρόθυμα να τον αρπάξει, εκείνος τον απέφυγε τρέχοντας. Δύο-τρία, τρία-δύο, άλλαξα πορεία εξαιτίας του, έτρεχα κι εγώ μαζί του, ακολουθούσα το ίδιο μοτίβο, δρόμο-πεζοδρόμιο, πεζοδρόμιο-δρόμο, μου ήταν παντελώς άγνωστος μα η λεωφόρος τελείωνε κι έλεγα ότι κάπου θα τελειώσει κι η δική μου παράλογη καταδίωξη.
Σταμάτησε απότομα, λίγο έλειψε να πέσω επάνω του με τη φόρα που είχα. Τότε με κοίταξε. Το βλέμμα του αλλήθωρο, τα σαρκώδη χείλη του τρεμόπαιζαν, στις άκρες τους το σάλιο είχε ξεραθεί. Είχε μέρες να ξυριστεί, τα μαλλιά του ανακατεμένα, το ακριβό κοστούμι δεν ήταν και τόσο καθαρό. Έβγαλε το καβουράκι και έκανε μια αριστοτεχνική υπόκλιση μπροστά μου. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας, μετάνιωσα που τον ακολούθησα, εκείνος έδειχνε να ξέχασε τα λόγια του.
«Παύλος», είπε σαν να θυμήθηκε τελικά, «παραδίνομαι. Μήπως έχεις ένα τσιγάρο;»


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles