Πάρτι. Πόσο καιρό το περίμενα, αιώνες έχω να πάω σε πάρτι. Αληθινό πάρτι! Με κόσμο πολύ, σε κήπο λέει, μουσικές σπέσιαλ, ποτό να ρέει, χορό μέχρι πρωίας. «Έλα», είπε η Μαρία, παλιά γνωστή, θρέμμα γέννημα της Λάρισας, χαζογύρισε κάνα δυο χρόνια παρά έξω, λίγο πρωτεύουσα, λίγο εξορία, επέστρεψε στα πάτρια και μονάζει τώρα στις γειτονιές τις high.
Την πέτυχα στο δρόμο προχθές, χρόνια είχα να τη δω, έλα μου είπε, καλώ όποιον ξέρω και δεν ξέρω, θα ’ρθω της είπα, και το αποφάσισα. «Τι λες; Λαρισαίος και με καλεί σπίτι του, πόσες φορές έχει συμβεί τα είκοσι χρόνια που λιώνω σ’ αυτή την πόλη;» σκέφτηκα.
Και πώς τα κατάφερα, πάλι δεν ξεκουράστηκα. Εφτά τ’ απόγευμα και νιώθω πτώμα, κρεβάτι θέλω, καναπέ. Σήκω μαντάμ, δώστα όλα, ευκαιρία, το φόρεμα το αφόρετο, το βάψιμο βαμπ, το άρωμα το βραδινό, ένα ποτάκι για ξεκίνημα, φύγαμε. Πού πάμε; Κάπου προς Τερψιθέα. Άντε να τα βρεις κι αυτά τα σπίτια-κάστρα μες τη νύχτα, μην φτάσω νωρίς και είμαι πρώτη, ούτε αργά, να γνωρίσω και κανέναν. Τέλος πάντων, νάτο, ευτυχώς.
Τελικά νωρίς. Πολλή ησυχία. Χαμηλωμένος Barry White, διάσπαρτοι σαν άγνωστοι, για να δω… Βρες γωνία, βρες μια γωνία, πού; Ζζζζζζζτττ! Το περισκόπιο. Decadence. Μα τι δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι; Χάθηκε να βάλεις αυτή την υπέροχη μουσική λίγο πιο δυνατά; Σε πάρτι είμαι ή στο αεροδρόμιο;
Διαλέγω γωνία αμφιθεατρική. Να χαζεύω τους πάντες και κυρίως την είσοδο. Είμαι αισιόδοξο άτομο εγώ. Από μικρή. Από πάντα. Μην και μ’ έβαζες για ύπνο, όχι, μην και χάσω κάτι, άραγε τι; Το οτιδήποτε, αυτό που θα συμβεί, το σημαντικό, το απρόβλεπτο, το αναπάντεχο. Βγήκε η μάνα μου απ’ το χειρουργείο, δύο όγκους της βγάλανε, εκεί εγώ, θα τη σώσουμε. Έτσι και τώρα. Κάτι θα γίνει. Ακόμα και σ’ αυτό το φριχτό πάρτι με την ανύπαρκτη μουσική που όλοι γλύφουν ψηλοκάβαλα ποτήρια με άσπρο κρασί και σιγοψιθυρίζουν, κάποιος θα μπει, κάτι θα γίνει. Τι θα γίνει, τι θα γίνει; Θα φύγω όπως ήρθα, έχοντας ανταλλάξει κοινοτοπίες με κάνα δυο παραγοντίσκους που θα ’χουν καταδεχθεί να μου απευθύνουν το λόγο.
Μπα; Ακούω Κοέν. Πέθανε και τον ακούμε παντού κι αυτόν, δεν πειράζει, απ’ το τίποτα καλό και το καθόλου, για να δω, μπα, κεφάλι δεν κουνά, κορμί δεν ριγά, αυτί δεν ακούει, σημείο αναγνώρισης μηδέν. Και Rolling Stones τώρα, σαν να μην άλλαξε τίποτα, να πιω, τι να πιω, οδηγάω κιόλας, διάολε!
Λοιπόν, τέλος. Τσιγάρα, λεφτά, κλειδιά, κινητό, έφυγα. Πάω σπίτι ν’ ακούσω μουσική, να πιω και να χορέψω!