ΑΝΑΣΚΑΦΗ
Ζούμε σε μινωικά πιθάρια
όμορφα διακοσμημένα
δε βλέπουμε ουρανό,
ακούμε από πάνω
τους αρχαιολόγους.
Έχουν φτάσει στη βυζαντινή περίοδο.
Θέλουν πολύ ακόμη για μας εδώ κάτω.
Ασφυκτιούμε
τους φωνάζουμε απελπισμένοι
να κάνουν πιο γρήγορα
να μας βγάλουν στο φως
και χτυπάμε τα τοιχώματά μας.
Μια μέρα τα πιθάρια σπάνε
και γεμίζουμε χώματα.
Πεθαίνουμε με τη θλίψη
πως δε γίναμε κάτι
παραπάνω από χωμάτινοι αντίλαλοι.
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ
Να πώς περνούν τα χρόνια:
Βαστάζος του ενός
Εμψυχωτής του άλλου
Ενισχυτής κάποιου τρίτου…
Οικοδόμος ξένων μύθων
χωρίς ένσημα και δώρα
Στο τέλος
μόνος
λίγος
ελαφρύς
ΜΙΚΡΕΣ ΦΛΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ
Τέλος οι αναπτήρες.
Όλα με σπίρτο στο εξής:
τα καντήλια των νεκρών,
τα τσιγάρα των περαστικών.
Στο άναμμα, θα έρχονται συχνότερα στη μνήμη
φούρνοι, ευχές, γλέντια παλιά·
έγνοιες της μάνας –
τι θα φάμε, πώς θα ζεσταθούμε.
Κέδρων και πεύκων μυρωδιές
κουβέντα θα μου πιάνουν.
Φωνές αγαπημένες
θα θυμούνται τ’ όνομά μου
μες στην αιθάλη του μυαλού
που μπουσουλώντας όλα τα σκεπάζει.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ
nevermore
Ερειπωμένο αρχοντικό των παιδικών μου φόβων
Με μια γριά που καρτερεί τον χάρο σαν ανίψι
Να τον κεράσει γλύκισμα και πίτα για τον δρόμο
Μια ανεργία πρωτομαγιάς κράτησε πέντε χρόνια
Χίλιες φορές να πολεμάς, να ξέρεις τον εχθρό σου
Στης μάχης την ανάπαυλα να τον κερνάς τσιγάρο
Αν σκοτωθείς να σε θρηνούν τα όμορφα κορίτσια
Κι οι θρύλοι με το αίμα σου μετάληψη να κάνουν
Τον τόπο μου χαράματα τον σεργιανούν τελώνια
Στη μνήμη του παράδεισου κρέμονται σάπια φρούτα
Και κρώζουνε απ’ τον ουρανό κατάρες τα κοράκια
Χορτάσαν μ’ έναν Μάρτη μου σκουλήκια και γαρδένιες
Είν’ ο ορίζοντας κλωστή μπροστά απ’ τον λαιμό μου
Εξόριστος μιας εκδοχής με στόμα δίχως χείλη
Ι.Ν.Β.Ι.
(IN VITRO VERITAS)
Πένθιμος Μάης
Αδικαίωτος πρόσφυγας
Θλιβερός Ιούνης
Σκυλί που γλείφει
Το πληγιασμένο πόδι του
Βδομάδα πόρνη απλήρωτη
Και μια μετανάστρια βροχή
Αποσκιρτήσαν
Του παρόντος χωροχρόνου
Για να τον ανασυγκροτήσουν
Λίγο πιο δίπλα
Στην πύλη εισόδου
Το κάρφωμα της πινακίδας:
“Ιστορία Νέα Βιασμένων Ιδεών”