3
Versus II
Τους στίχους μου φαρδιά-πλατιά υπογράφω
με το χαλκούν δισύλλαβο όνομά μου•
κι έτσι όπως μέρα-νύχτα μεταγράφω
το αίμα μου, τους μυς, τα σωθικά μου,
με χρώματα πολεμικά με βάφω
και μονομάχος στέκω επί της άμμου.
Σε πολεμώ και οδεύω προς τον τάφο,
μικρή Εποχή κι όμως μεγάλη εχθρά μου,
δοσμένος στη σκληρή χειρωναξία
του στίχου μου. Ο στίχος μου και πράξη.
Παρά την τρομερή αιματοχυσία,
κανείς από τους δυο μας δεν θ’ αλλάξει.
Κι ας έρθει όποιος θέλει να με κρίνει.
Για τη σφαγή παίρνω την πάσα ευθύνη.
`
*
6
Στίχοι μου πύρινοι και τρυφεροί,
ακούστε τον πάτερα σας που λέγει:
Του πεινασμένου –αλίμονο– ψωμί,
του ανέστιου και του πρόσφυγα η στέγη,
τα μάτια του τυφλού και του γυμνού
το ένδυμα, του ανάπηρου το χέρι,
η μάνα κι ο πατέρας του ορφανού,
των έρημων φιλόστοργο αγέρι,
των σκλαβωμένων πάντων λευτεριά,
των τσακισμένων πίστη, ρώμη, ελπίδα,
των τεθλιμμένων όπου γης χαρά,
των άρρωστων παρήγορη φροντίδα
και των νεκρών ανάσταση – δεν είστε.
Περήφανοι πλην ταπεινοί μιλήστε.
`
*
21
Ενώ κοιμάται
Το αγαπημένο στήθος που αναπάλλει,
ενώ κοιμάται ολόγυμνη, αργά,
κι ο ιδρώτας της μετά την τόση πάλη
στης ράχης της το χνούδι που κυλά.
Κατόπιν, το λεπτό φλεβώδες χέρι,
τα χείλη τα μισάνοιχτα, οι χυμοί
που τρέξαν απ’ τ’ απόκρυφά της μέρη,
των ξέπλεκων μαλλιών της η οσμή•
κι ο αυχένας της το δάγκωμα που ξέρει
και τα σημάδια σ’ όλο το κορμί.
Της σάρκας το πανόραμα τελειώνει
στη μέση, στη γαστέρα, στους γλουτούς,
στο πόδι της που εξέχει απ’ το σεντόνι
κι από του στρώματός της τους γκρεμούς.
`
*
25.
Resignation
Μάθε να μην κατηγορείς εκείνο που τελειώνει.
Η κατηγόρια το πικρό το κάνει πιο πικρό,
τον θάνατο πιο θάνατο, τη μοναξιά πιο μόνη,
πιο έρημη την έρημο, το τέλος τελικό.
Ο έρωτάς μας άνθισε στου θέρους την αψάδα
κι οι δυο μας δεν υπήρξαμε πρωτόπειροι εραστές.
Κι αν έδυσε το άστρο μας κι αν έσβησε η δάδα,
το ζήσαμε ό,τι ζήσαμε μ’ όλες μας τις ψυχές.
Να γονατίζεις κάποτε μπροστά στο γεγονός
σημαίνει γενναιότητα και θέλει περηφάνια•
και μες στην ήττα αγέρωχος ο νους και φλογερός
αν μένει κι όλος θύμηση μέσα στην τέτοια ορφάνια,
διδάσκει. – Στην ανάμνηση και στην αποδοχή
κάτι από την αγάπη μας θα καίει και θα επιζεί.
`
*
41.
Ο ποιητής γέρος
Και πώς ν’ απλώσω πάνω σου το χέρι,
κορίτσι εσύ στα χρόνια δεκαοκτώ,
που εγώ είμαι στης ζωής το μεσημέρι
και ν’ αγκαλιάζω σαν και πρώτα δεν μπορώ,
με θέρμη και ορμή, αλκή και χάρη,
κι όπως ταιριάζει στο κορμί σου τ’ ανθηρό
να το ξαπλώνει άξιο παλικάρι
και να του σπέρνει σπόρο κρατερό.
Το χέρι μου σε σένα δεν θ’ απλώσω,
της άνοιξης εικόνα εσύ σεπτή,
μ’ από τα νιάτα σου και πάλι θα φτερώσω
τη σκέψη μου που ακόμα λυρική
μπορεί να τραγουδά, και συνεχίζει
και μες στον μαρασμό μου αυτή ν’ ανθίζει.