`
Σιωπή,
αίμα από σήμαντρα νεκρά.
Κλαυθμός αδειανών σπιτιών
που εκλιπαρούν για μια επιστροφή μικρών παιδιών….
Εγώ ξέρω ένα άσμα ανώνυμο
που δίνει καρπούς μες τη σιωπή.
Ένα από κείνα άσματα που σφαλίζανε τα βλέφαρα σου
όταν η λάμπα άνθιζε
στα σκιερά, μουλιασμένα δώματα .
Και τότε φανήκανε δάχτυλα στο χρώμα του ρολογιού
και μια ευωδιά θρήνων παλιών στα πολυκαιρισμένα τα ρούχα.
(Πρέπει κανείς να πετάει μουσικά χαλίκια
στης σιωπής τον βυθό:
η σιωπή αποκρίνεται με φωνή πεθαμένου νερού)
Τα χέρια σου!
Βλέπω τα χέρια σου σχισμένα
σε πέντε λωρίδες εξάντλησης.
Σε ποιο παλιό επεισόδιο ξοδεύτηκαν τα δάχτυλα σου;
Ένα ελαφρύ κουδουνάκι στα ρούχα σου υπήρξε η ζωή.
Και το παιχνιδάκι που ΄ναι ο κόσμος το έριξες να στριφογυρνά
δεν ξέρω κι εγώ σε ποιο πρωινό εικονογραφημένου βιβλίου!
Το αδειανό κανάτι των ματιών σου
έχει δαγκώσει την πηγή κάποιου ήλιου στα σπάργανα….
Τα πάντα είναι μέσα στη σιωπή
και στην καταπόνηση των χεριών σου.
Ένα πρωί τα μάτια σου, μάτια Σεβάχ, καμάκωσαν τον ήλιο.
Σε ξύλο βαθύ
σκάλισες την διακοσμητική φιγούρα ενός πλοίου φαντάσματος:
μια φιγούρα απολιθωμένων χειρονομιών
που δάγκασε τη φρουτώδη σάρκα εκείνης της ανώνυμης μέρας.
Τότε μια δίχως θρύλους θάλασσα
μίλησε για την καταγωγή σου σε θεούς σφουγγαρόχρωμους.
Και ο αγέρας δεν είχε ποδοπατήσει όλες τις αποστάσεις.
Ο αγέρας παιδάκι έσπασε το παιχνίδι των ασμάτων σου
κι έκανε τους πειρατές του φόβου σου
να χορεύουν στις κρεμάλες τους…
Ποιος είπε κάποια νύχτα πως ο θάνατος
ήτανε μονάχα μια ταπετσαρία του ύπνου!
Ποιος σε δίδαξε κάποια νύχτα με ποιο τρόπο η ζωή
πλάγιαζε στα λινά της υφάσματα
όπως εσύ σαν ήσουν μικρούλης,
όταν στα χείλη της μητέρας σου
γεννιόντουσαν κλειδάκια μουσικά για τα μάτια σου!
Ποιος σου μίλησε για τον θάνατο
και για έναν γυρισμό πάνω σε γιορτινά άλογα;
(Εγώ ξέρω ένα τραγούδι για γιαγιάδες•
αποκρίνεται η σιωπή …)
Οι κόρες των ματιών σου!
Παραδόξως πιστές στην πυρά
που άνοιξε αθεράπευτες πληγές στην λουλακένια νύχτα !
Τι αντικρίσανε οι κόρες των ματιών σου; Τι άλλο είδαν
Εκτός από των ηλικιωμένων τα γένια που ‘χαν των ξερών φύλλων το χρώμα
και τον θώρακα από άνδρες αυτάρκεις
που μιλούσαν μια γλώσσα που μαθημένη στου ανέμου το στόμα;
Μια φωνή που σμπαράλιασε το περιδέραιο του ονόματός σου,
μια μελωδική φωνή παραμάνας που μόλις δέχτηκε την τιμωρία.
Τα πάντα βρίσκονται στη σιωπή
Υπάρχουν εδώ τα βήματα σου, φίλοι μιας γης χωρίς ηλικίας.
Και η γυναίκα γαντζωμένη στη σάρκα σου, όμοια με ένα ρούχο φλεγόμενο.
Και μια αγάπη διάφανη σαν το γέλιο των παιδιών
που σκοτώσανε νεοσσούς κορυδαλλών δίπλα στον Ποταμό Θεό.
Όλα είναι μέσα στην σιωπή
και στην καταπόνηση των χεριών σου.
Έχεις σπάσει το παράθυρο κάποιου Ολύμπου, αγέλαστος,
και οι θεοί με τις παντούφλες πεταχτήκαν έξω
ξιφουλκώντας το παιδικό παιχνίδι που ήταν οι αστραπές σου .
Από τι μέταλλο να είναι η λέξη
που θα κάνει παιδικά τα χείλη του κόσμου!
Τι θα κάνεις με τις πέντε λωρίδες των χεριών σου
στο γεφύρι των νυχτών, κυνηγέ δίχως όνειρο!
Και στην ανατολή ένα πουλί υψώνεται:
Με τη μουσική περασμένη στο ράμφος του
έρχεται ράβοντας το κουστούμι μιας εποχής.
`
**************************************************************************************
`
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
`
Ο Λεοπόλδο Μαρετσάλ (Αργεντινή, 1900-1970) ήταν ποιητής, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας έχοντας στο ενεργητικό του ένα πλούσιο έργο. Τα ύφος των πρώτων του ποιημάτων, εντάσσεται στο ρεύμα της πρωτοποριακής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα στον Ουλτραϊσμό. Πολύ νέος ταξίδεψε στο Παρίσι όπου δημιούργησε δεσμούς φιλίας με τον Πικάσο και αρκετούς συμπατριώτες του, ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων, που ήδη διέμεναν εκεί. Το 1948, μετά από πολυετή επεξεργασία, δημοσιεύει ένα μυθιστόρημα που έμελλε να είναι ένα από τα πιο σημαντικά Αργεντίνικης λογοτεχνίας, με τίτλο Adán Buenosayres. Πρόκειται για μια αλληγορία με αυτοβιογραφικά στοιχεία όπου χρησιμοποιεί ως ήρωες πραγματικά πρόσωπα του Μπουένος Άιρες που υπηρετούσαν τότε τα πρωτοποριακά ρεύματα, όπως για παράδειγμα ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Το βιβλίο αυτό θα απογειώσει τη συγγραφική του φήμη, διχάζοντας όμως κοινό και κριτική: από την μία όσοι το αποδοκίμασαν έντονα θεωρώντας το ένα κακέκτυπο του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς και από την άλλη εκείνοι που το υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Ανάμεσα στους τελευταίους και ο νεαρός τότε Χούλιο Κορτάσαρ που μίλησε για «ένα διόλου συνηθισμένο έργο μέσα στην παράδοση που είχε δημιουργήσει έως τότε η Ισπανόφωνη λογοτεχνία».