Πρώτο Φως
Μου αρέσει να λέω ότι φύγαμε με το πρώτο φως
καθώς ο ίδιος ο Πρόεδρος Μάο μας κυνηγούσε μέσα σ’ ένα περιπολικό,
ο πατέρας μου τον πολεμούσε με πυροτεχνήματα,
παρότι ο Μάο ήταν ήδη πάνω από μια δεκαετία
νεκρός, και η μητέρα μου λέει πως ό,τι έκανε ο πατέρας μου
κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης ήταν να διδάσκει μαθηματικά,
ενώ δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα για να τα διδάξει, και κολυμπούσε και λιαζόταν
γύρω από το νησί Piano, ένα μέρος για το οποίο ποτέ δεν διαβάζω
στα αμερικάνικα βιβλία μου, ένα μέρος που όλοι στην οικογένεια
λένε ότι με πήγαν, και ότι το λάτρεψα.
Τι είναι αυτό, να μην θυμάσαι τίποτα, από αυτό που κάποτε αγάπησες;
Να έχεις ξεχάσει τα πρόσωπα που φίλησες για πρώτη φορά;
Με ρωτούν αν τους θυμάμαι, τις θείες, τους θείους,
κι εγώ λέω Ναι μου έρχονται στο νου, λέω Βεβαίως,
όταν θα έπρεπε να πω Όχι καθόλου, επειδή όταν τους είδα τελευταία φορά
ήμουν τριών, και η Κίνα των πρώτων μου τριών ετών
είναι κυρίως μια κατασκευή, η αχανής επινοημένη χώρα μου,
το όνειρό μου πριν να μάθω τη λέξη «όνειρο»,
οι ταινίες πολεμικών τεχνών του πατέρα μου συν μια ελάχιστη γεύση
ιστορίας. Μου αρέσει να λέω ότι φύγαμε με το πρώτο φως,
ήμασταν αναγκασμένοι, είχε αποκαλυφθεί ότι οι γονείς μου ήταν το διάσημο
ζευγάρι των Κουνγκ-Φου μαχητών του εγκλήματος στις Νότιες επαρχίες,
και η μαφία του Χονγκ Κονγκ ήταν στο κατόπι μας. Μου αρέσει να λέω
ότι μας βοήθησε ένας όμορφος μυστηριώδης Βόρειος,
που αποκαλύφθηκε ότι κι ο ίδιος ήταν ένας δάσκαλος του Κουνγκ-Φου.
Δεν μου αρέσει να λέω ότι δεν θυμάμαι να κλαίω.
Ούτε αγκαλιάσματα στο αεροδρόμιο, ούτε αναφιλητά. Δεν θυμάμαι
να νιώθω άσχημα καθώς αφήναμε πίσω μας την Κίνα.
Μου αρέσει να λέω ότι φύγαμε με το πρώτο φως, ότι το σκάσαμε
σε κάποια μυστική περιπέτεια, ενώ οι υπόλοιποι ακόμα
κοιμόντουσαν, ακόμα κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα
των αναμνήσεών τους για μας.
Πότε θυμάμαι ότι έκλαψα; Όταν η μητέρα μου με χαστούκισε
επειδή ήμουν βρώμικος, μολυσμένος, παραστρατημένος από τους δυτικούς διαβόλους,
ένας βρώμικος, κακός γιος, έκλαψα, στα δεκατρία μου, ήδη πολύ μεγάλος,
πολύ άντρας για να κλαίω. Όταν ο πατέρας μου είπε Σήκω φύγε,
και μην ξαναγυρίσεις, έκλαψα και έτρεξα, χάθηκα μέσα στη νύχτα.
Έπειτα επέστρεψα, με το πρώτο φως, δεν θυμάμαι ακριβώς
γιατί, ή τι ακριβώς επακολούθησε. Μια ανάμνηση ισχυρίζεται ότι
η μητέρα μου έσπευσε μέσα στη ρόδινη λαμπρή αυγή
να δει τι είχε συμβεί, απλώνοντας προς το μέρος μου τα χέρια της,
κι εγώ ήθελα να πω Όχι. Μην μ’ ακουμπάς.
Μια άλλη ανάμνηση επιμένει ότι η εξώπορτα είχε απλώς μείνει
ξεκλείδωτη, κι εγώ τρύπωσα μέσα, βρήκα το δωμάτιό μου,
το κρεβάτι μου, το οποίο έμοιαζε κατά κάποιο τρόπο μικρότερο, κι έπεσα να κοιμηθώ,
για ώρες, πριν η μητέρα μου (οποιοσδήποτε) να το προσέξει.
Δεν είμαι σίγουρος ποια είναι η σωστή εκδοχή, αλλά αυτό που μένει μέσα μου
είναι η φυγή, το κλάμα, η κατακερματισμένη χώρα.
Πέρασαν κι άλλα πέντε χρόνια που η μητέρα μου έχει να δει τις αδερφές της,
την ίδια της τη μάνα, που πρόσφατα έπαθε εγκεφαλικό, που δυσκολεύεται
να ανακαλέσει ποιος, και γιατί. Νιώθω απαίσια, λέει η μητέρα μου,
που δεν πηγαίνω αμέσως να την δω. Αλλά τόσο πολλά συμβαίνουν
εδώ.
Εδώ, λέει, λες και είναι η πιο δύσκολη,
η λιγότερο συγχωρήσιμη αγγλική λέξη.
Τι θα έλεγε η μητέρα μου, αν ήταν αυτή που θα έγραφε;
Πως θα έμοιαζε η φωνή της; Ποια είναι στ’ αλήθεια να ρωτήσω,
να προσπαθήσω να μαντέψω, η επινοημένη, μεταφρασμένη (Κινέζικα-στα-Αγγλικά,
Αγγλικά-στα-Αγγλικά) φωνή της μητέρας; Μπορεί να έλεγε:
Φύγαμε με το πρώτο φως, ήμασταν αναγκασμένοι, η πτήση μας ήταν νωρίς,
νωρίς την άνοιξη. Έλα, με παροτρύνει η μητέρα μου, μα τι κάνεις,
αποχαιρετώντας με κλαίγοντας; Μπες μέσα στο αεροπλάνο πριν φύγει χωρίς εσένα.
Ήταν άνοιξη και μπορούσα να την μυρίσω, παρόλο το αποστειρωμένο γυαλί
και το μέταλλο του αεροδρομίου —η μυρουδιά των φρεσκολουσμένων μαλλιών της μητέρας μου,
των μόλις ανθισμένων λουλουδιών στα χωράφια που περάσαμε με το αυτοκίνητο,
πως δεν γνώριζα ότι αυτά τα λουλούδια ήταν ήδη μια ανάμνηση,
πως πίστευα ότι μπορούσα να τα μυρίσω, καθώς επιβιβαζόμουν στο αεροπλάνο,
μια περίεργη σήραγγα γεμάτη από το άρωμά τους, τα ονόματά τους
που κάποτε γνώριζα, και τα μακριά μαύρα μαλλιά της μητέρας μου —τόσο ανέφικτα πλέον.
Γιατί ποτέ μου δεν αναλογίστηκα πόσο διαφορετικά μπορεί να μυρίζει η άνοιξη
αλλού; Πρώτο φως, τελευταία μυρουδιά, χαμένη
χώρα. Η πρώτη και βαθύτερη αποκόλληση που θα έπρεπε
να με έχει προετοιμάσει για όλες τις υπόλοιπες.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ο ποιητής Chen Chen διδάσκει στο Tech University του Τέξας και κατοικεί στο Lubbock του Τέξας. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του When I Grow Up I Want to Be a List of Further Possibilities από τις εκδόσεις ΒΟΑ. Για το ποίημα του «Πρώτο Φως» έχει δηλώσει: «Έχω κουραστεί με την κυρίαρχη αφήγηση πάνω στην μετανάστευση, αυτήν που εξιδανικεύει τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ως η χώρα των ευκαιριών, και αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τον βαθύ πόνο που πολλοί μετανάστες αντιμετωπίζουν αφήνοντας την πατρίδα τους - ακόμη κι αν το κάνουν από επιλογή. Επίσης έχω κουραστεί από την πιο πρόσφατα κυρίαρχη αφήγηση για τους ομοφυλόφιλους, αυτή την χαρούμενη ιστορία της πλήρους αποδοχής που περιθωριοποιεί όσους δεν είναι τόσο τυχεροί ώστε να τους στηρίζουν οι οικογένειές τους. Αυτό το ποίημα είναι μια προσπάθεια να κρατήσω την θλίψη κοντά μου.»