Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Pier Paolo Pasolini, «Οι στάχτες του Γκράμσι», Οροπέδιο, 2016 (μετφρ: Ελένη Κοσμά)

$
0
0

1.

Δεν είναι του Μάη τέτοιος αέρας, ρυπαρός
που κάνει πιο σκοτεινό ακόμη
τον σκοτεινό ξένο κήπο: αυτός

που με τυφλές ξαστεριές τον θαμπώνει…
σαλιάρης, κιτρινωπός ο ουρανός απ’ τις σοφίτες
σκεπάζει τις καμπύλες του Τίβερη, ζυγώνει

στις σκουρογάλαζες του Λάτσιο βουνοκορφές.
Νεκρική στάζει μια ειρήνη, ψυχρή
και ξένη απ’ των γηραιών τοίχων τις οπές

ο Μάης. Εδώ ο κόσμος τελειώνει: σκληρή
η περασμένη δεκαετία∙ προβάλλει απ’ τα συντρίμμια
η άδολη ανάγκη της ζωής. Η σιωπή στείρα και υγρή.

Νέος, εσύ, σ’ εκείνου του Μάη τη ζέση, που η γύμνια
φώτιζε… τότε που το λάθος ήταν σημάδι ζωής
ακόμη, εσύ, με το λεπτό σου χέρι και διόλου ίδια

με τον πατέρα (λιγότερο άμυαλος και πιο υγιής)
σχεδίαζες το περίγραμμα της ιδεολογίας που ξυπνάει
(όχι, όμως, για εμάς •νεκρός εσύ, κι εμείς

νεκροί μαζί σου ∙στον υγρό ξένο κήπο δεν περνάει
κανείς) αυτή τη σιωπή. Δεν μπορείς παρά εξόριστος
να αράξεις στον τόπο αυτό: πατρικία η πλήξη σου μιλάει.

Μαραμένο και μόνο σε πλησιάζει (εσύ βουβός)
ένα χτύπημα αμονιού απ’ του Τεστάτσιο τα συνεργεία.
Δειλινό. Στα θλιβερά υπόστεγα τενεκεδόκουτα, χαμολαός,

παλιατσαρία. Ένα παιδί, μουρμουρίζοντας
του τόπου του μια γνωστή μελωδία,
κλείνει τη μέρα του. Ορίζοντας.

Τριγύρω σταματά να βρέχει.

2.

Δύο κόσμοι κι ανάμεσα: μια περίπου
ανακωχή. Επιλογές, αφοσιώσεις• οσμή
δεν έχουν άλλη από αυτήν του άθλιου κήπου

του αριστοκρατικού. Επίμονη πλάνη: σχισμή
μεταξύ ζωής και θανάτου. Στο χείλος
των σαρκοφάγων επιδεικνύουν τη στιγμή,

το υπόλοιπο μιας κοσμικής μοίρας συντόμως
χαραγμένης σ’ αυτές τις γκρίζες πέτρες, τις επιβλητικές.
Πάθη ξέφρενα έκαψαν το κόκκαλο των ισχυρών ώς

το μεδούλι. Βουϊζουν ειρωνείες ανέξοδες, πικρές,
σώματα παιδεραστών κι αρχόντων αποτεφρωμένα,
αλλά ποτέ εξαγνισμένα, σε τεφροδόχους κοινές.

Εδώ η σιωπή του θανάτου γίνεται ένα
με την πολιτική σιωπή ανθρώπων που
έμειναν άνθρωποι και με την πλήξη που ολοένα

αλλάζει μοιάζοντας στην πλατεία του κοιμητηρίου. Ιδού:
η πόλη ασυγκίνητη τη διώχνει σε χαμόσπιτα κι εκκλησίες
ανευλαβής μες στην ευλάβειά της –κι αλλού

χάνει τη λάμψη της. Η γη: οπωροφόρα δένδρα κι αγριάδες,
κυπαρίσσια •και μια μαύρη υγρασία λεκιάζει τα ντουβάρια
που τα ξεπλένουν έπειτα μυρωδιές από φύκια συστάδες.

Η χλόη φτωχειά κι άοσμη∙ τα βράδια
βυθίζεται μενεξεδένια μέσα της η ατμόσφαιρα
με ένα ρίγος από μέντα ή σάπιο σανό: άδεια

κι ήρεμη (από μια θλίψη πρωινή) προαναγγέλλει τη νύχτα η μέρα.
Ακατέργαστο κι αιώνιο ανάμεσα σε τούτα τα ντουβάρια
το χώμα στο οποίο στάζει άλλο ∙ μια άλλη υγρασία •και παραπέρα

ακούγονται πάλι –οικείες από γεωγραφικά πλάτη και φανάρια,
εκεί όπου τα αγγλικά άλση περικυκλώνουν λίμνες
χαμένες βαθιά μέσα στον ουρανό, μακάρια

λιβάδια που μοιάζουν με φωσφορικά σφαιριστήρια
ή με σμαράγδια: «And O ye Fountains…» – οι ευλαβείς επικλήσεις…

3.

Ένα κόκκινο μαντήλι, όμοιο με εκείνο
που έδεναν στο σβέρκο τους οι παρτιζάνοι.
Και πιο εκεί, στην τεφροδόχο, στην ωχρή γη, αφημένο

αλλιώς κόκκινο ένα γεράνι. Εσύ στέκεσαι
εδώ, εξόριστος, με χάρη αμείλικτη
καθόλου χριστιανική. Δίπλα σου οι άλλοι

νεκροί: Οι στάχτες του Γκράμσι… Ανεπίλυτη
δυσπιστία κι ελπίδα στο μεταξύ. Σε πλησιάζω:
κάτω απ΄ των δέντρων τον ίσκιο έτυχε, σε μια λιτή

λωρίδα γης, να βρίσκεται το πνεύμα σου το αναπαυμένο. Εικάζω
πως είναι και κάτι άλλο, πιο εκστατικό ή και πιο ταπεινό∙ μπορεί
μεθυστική συνύπαρξη θανάτου κι έρωτα. Κι από ετούτη

τη χώρα, που δεν σου ανέκοψε την ορμή,
νιώθω (στην αταραξία τούτων των τάφων) την αδικία και
(στην ακούραστη μοίρα μας) την πρόνοια: οι καιροί

σου υπαγόρευσαν τις καλύτερες σελίδες λίγο πριν
από τη δολοφονία. Ιδού ο σπόρος –τον επιβεβαιώνεις–
που δεν κατάπιε ακόμη η αρχαία κυριαρχία: των

νεκρών την ύπαρξη τη δέσμια, υπόλοιπο σκόνης
κραταιής, σε μια περιουσία που ξερνά την απέχθεια
και το μεγαλείο της στους αιώνες. Της έσχατης στιγμής

μάρτυρας ένα δαιμονισμένο τρέμουλο αμονιού που σιωπά
στραγγαλισμένο, από ύπουλη ανέχεια.
Κι εγώ εδώ, φτωχός, ντυμένος κουρέλια και ξέφτια

από εκείνα που οι φτωχοί γλυκοκοιτάζουν στις βιτρίνες. Τη βρωμιά
απομακρύνοντας των πιο έρημων δρόμων,
των καθισμάτων στα τραμ, που ξαφνιάζουν τη μέρα μου, αλλά:

σπάνια πια∙ μες στο αδιάκοπο πλέον
μαρτύριο της επιβίωσης. Κι αν τύχει τον κόσμο να αγαπήσω
θα ’ναι με έναν έρωτα σαρκικό, βίαιο και τρυφερό, μοιραίο

που έφηβος μισούσα, γιατί έκρυβε την αστή σκιά μου πίσω
από μένα τον αστό. Διχασμένος τώρα ο κόσμος, μαζί
με σένα, δεν αξίζει περιφρόνηση και μίσος

η μεριά που βλέπει προς την εξουσία; Ζει
κανείς και χωρίς τη δική σου αδιαλλαξία
όταν δεν επιλέγει. Στην αυλαία ανθίζει

της μεταπολεμικής δύσης μια νέα ιστορία:
Ζω αγαπώντας τον κόσμο που μισώ ∙ στη δική του
μιζέρια υπερόπτης και σπαταλημένος –για μία

ζοφερή διαστροφή της συνείδησης…


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Latest Images

Trending Articles