Ο τοίχος
Συγχρονίσαμε τις μέρες μας στη σιωπή.
Ησυχία σφράγισε την έξοδο.
Κυκλοφορούμε στο προαύλιο.
Βήματα πίσω-μπρος, αργά.
Τον ουρανό σκεπάζουν κελιά.
Τα φτερά δραπέτευσαν.
Συμπυκνωμένα σύννεφα μας σπρώχνουν στο υπόγειο.
Κοιμόμαστε πάνω τους σε στάση εμβρυική.
Γίνεται μήτρα το κλουβί μας.
Γεννιόμαστε στο σιωπητήριο.
Στα πρώτα γενέθλια δώρο ο τοίχος.
-προστασία υψηλή-
ζωγραφισμένος.
Graffiti παντού,
με φωσφορίζοντα, χρωματιστά
“Χρόνια πολλά” κι “Απαγορεύεται”.
Η πόλη
Ο κόσμος συνορεύει με το θάνατο.
Γι’ αυτό και τα ψηλά συρματοπλέγματα,
τα τείχη και τα σφραγισμένα στόματα.
Αν προσπεράσεις τ’ όριο , θα χαθείς.
Κατασκευάζει ο χάρος Δούρειους Ίππους.
Μην ανοίξεις! Να τρυπώσει προσπαθεί.
Κλείσε το σπίτι σου. Μάζεψε τα παιδιά σου,
αυτά συνήθως παίζουν με τα άλογα.
Σιγά-σιγά θα μάθουν να φοβούνται.
Υπομονή. Aν θες να μεγαλώσουν,
στο χαλασμό που απ’ έξω ακούς, μείνε αδιάφορος:
ο θάνατος χτυπάει με σφυρί.
Black Friday
Η ζωή μας ύφασμα
ίνα ελαστική.
Μη φοβάσαι, τράβα!
Ζωή extra small.
Small στην καλύτερη.
Μη φοβάσαι, θα χωρέσεις.
Εν ανάγκη κόψε τα όνειρα,
χάσε λίγες ελπίδες ακόμα,
πέτα τις ζωγραφιές της κόρης σου,
ξέρεις, εκείνες με τα πράσινα ακρογιάλια.
Θα χωρέσεις, θα δεις.
Τράβα κι άλλο, δεν ξεχειλώνει.
Βάλε πρώτα τα πόδια,
έεετσι…
Χέρια τώρα, σήκωσέ τα ψηλά.
Κρίμα να χάσεις τέτοιο ρούχο.
Είδες πώς αγκαλιάζει το σώμα;
Πώς ανορθώνει τους γλουτούς;
Το έφτιαξε η Τσου Αν αυτοπροσώπως.
Αρχιεργάτρια απ’ τις λίγες.
Χιλιοστό πρώτο κομμάτι.
Μετά έβγαλε μαχαίρι,
το έμπηξε στην κοιλιά της
μια M. Παρασκευή
την πήγανε νεκρή στο σπίτι.
Είναι το τελευταίο κοστούμι απ’ τα χεράκια της.
Τιμή προσφοράς, μην το χάσεις.
Είσαι καλύτερος από αυτή.
Δεν θα πεθάνεις με τον ίδιο τρόπο.
Ίσως πεθάνεις από ασφυξία,
φασκιωμένος σε ξένη ζωή
ή θα ποδοπατηθείς
κάποια Μαύρη Παρασκευή
Γι αυτό πάρε το extra small και φύγε τώρα.
Μη φοβάσαι, θα χωρέσεις…
Το χαλί
Όπως το χαλί
φεύγει απ’ τα πόδια.
Ένα ποίημα
-εκατομμύρια κόμποι το μέτρο-
τραβάς
κάτω απ’ την πραγματικότητα
λέξεις
ξαφνικά αιωρούνται.
Αλλάζουν σχήμα, υφή,
στρογγυλεύουν, αποκτούν γωνίες
γρατζουνάνε τις πατούσες
καθώς προσγειώνεσαι πάνω τους,
τίποτα πια δεν θα ‘ναι ίδιο:
μεταξύ εσένα και του εδάφους
μια μικρή αγκαθωτή φωνή
θα σε ματώνει.