ΤΕΚΜΑΡ
Αμφιβιώ.
Αμφιρρεπές βήμα επί της ισάλου.
Δύο ζωές. Δύο άνθρωποι. Σε ένα σώμα.
Πώς να κρατηθώ στη γη;
Πώς να ανεβώ στον ουρανό;
Ποιός με φυλάκισε εδώ;
Φωνές καταφθάνουν πανταχόθεν.
Πολλά ακούω, ελάχιστα καταλαβαίνω, λιγότερα κρατώ:
«Τούτο εστί το τέκμαρ»
Παρελθόν, παρόν και μέλλον
Εξίσου προσιτά κι αόριστα
Με βασανίζουν.
Γνωστές άμορφες παρουσίες.
΄Αγνωστες μορφές παρούσες.
Σκόρπιος,
Μεταξύ πολλών μονάχος.
Αόριστος,
Πολλά μέρη εις ένα.
Ζωή τετμημένη κι ακόμα τεκμαρτή.
Ένα με την ομίχλη.
ΤΡΟΙΑ
Μας απόμεινε μόνο να στεκόμαστε στ’ ακρογιάλι.
Ακίνητοι, ατάραχοι, αναίσθητοι.
Μονάχα μ’ ένα βλέμμα μας σ’ αυτό το πένθιμο δείλι.
Αδιάφορο πόσες μέρες περάσαν, πόσες μέρες θα ‘ρθούν.
Αδιάφορο πόσα πλοία ήρθαν και πόσα θα φύγουν.
Κάποια μέρα, ίσως κατά ‘δω να πλεύσει η σωτηρία μας.
Μέχρι τότε οι φωτιές μας θα πυρώνουν το ηλιοβασίλεμα.
Οι θεοί μας μας ξεχάσαν,
οι άνθρωποί μας προσπαθούν να μας θυμούνται.
Στείρα τα χρόνια που περάσαμε εδώ.
Δεν τα μετράμε πια.
Είναι οι στιγμές που μας καίνε.
Είναι οι στιγμές που πεθαίνουν.
Οι στιγμές, οι στιγμές, να φυγαδεύσουμε τις στιγμές!
Τη θάλασσα, το σύννεφο, τον ήλιο να μην βασιλέψει, τις ζωές μας!
Γιατί πολεμάμε πια κανείς μας δεν γνωρίζει.
Τυχεροί όσοι χαθήκαν, βρήκανε κάποιον σκοπό.
Λυτρωμένοι από το άγχος του αύριο και του πότε,
απαλλαγμένοι από τη ελπίδα και τη ματαίωση αυτής.
Κι είναι αυτά τα κύματα,
αυτές οι ανατολές και τα ηλιοβασιλέματα,
όλα,
εγκλωβισμένα στο αιώνιο της επανάληψης.
Κι εμείς , οι κόκκοι της άμμου στον άνεμο της ιστορίας
γεννημένοι για τα μεγάλα μα πεθαμένοι για τα μικρά,
ακίνητοι, ατάραχοι, αναίσχυντοι,
μονάχα μ ‘ένα βλέμμα μας σ’ αυτό το πένθιμο δείλι.
Μας απόμεινε μόνο να στεκόμαστε στ’ ακρογιάλι.
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Πανσέληνος.
Η νύχτα λαβωμένη από μια στάλα φωτός.
Φωτοπλημμύρα.
Κι όμως,
Σα να άδειασε η λίμνη των ελπίδων μου,
Σα να ξεράθηκαν τα δέντρα που γεννούσαν τα όνειρά μου.
Μοναξιά κι απελπισία γεμίζουν βαριά το γύρω μου.
Σα να έλειψε η σιωπή να χάθηκε
κι απέμεινε ν’ ακούγεται μονάχα ο βομβός τους.
Ο ρόγχος του τελευταίου μου μακάρι
ισχνή ανάμνηση πια, δυσεύρετη.
Σπαρμένη η ζωή μου με σπόρους ματαιότητας,
γεμάτη θνησιγενείς κλώνους κι ανθούς,
κανένα δρεπάνι πιο ανήλεο και πικρό
από το δρεπάνι του χρόνου.
Κοινωνός ανέκαθεν πικρού κρασιού,
γυμνός από φόβους μα κι από πίστη.
Στους τοίχους γύρω μου κανένα εικόνισμα,
κρεμώ φωνές που δεν ακούστηκαν, φαντάσματα αρχαία,
αν κάτι είναι να γίνει, θα γίνει από αυτά.
Το καντήλι που καίει δεν καίει για αγίους.
Ούτε για νεκρούς.
Δεν καίει ούτε καν για εμένα.
Καίει απλά για λίγο φως.
Η ισχνή μου λαβωματιά στο γύρω μου σκοτάδι.
Μα πώς νικιέται το σκοτάδι το μέσα μου;
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Να με θυμάστε
όταν κάποια μικρή πεταλούδα σας σκουντήσει το τζάμι
ή κάποιος γλάρος κινήσει για ταξίδι μεσοπέλαγα
γιατί ήμουν εγώ
το αδύναμο αεράκι στα φτερά της
κι η απελπισία στην καθάρια του ματιά.
Κι αν με ρωτήσετε
Εσύ πού ήσουν όταν πολεμούσαμε τον χρόνο
θα απαντήσω
πως αιώνια μονομαχούσα τον καιρό,
κι αν με ρωτήσετε
Εσύ γιατί πάλεψες και πότε
θα σας πω πως μια ζωή
πάλευα με τις νεράιδες της θάλασσας
και όλα τα στοιχειά των πόλεων
φορώντας πάντοτε τα δεκανίκια του θεού
και παιανίζοντας τους ύμνους των δαιμόνων
να ανταμώσω τις λέξεις
να τους δώσω λόγο κι ελευθερία
μήπως και έτσι
κουνήσω ένα λιθαράκι απ’ τα θεμέλια του κόσμου
και ακουστώ σαν επιμένων θόρυβος στις συνειδήσεις,
μήπως και έτσι
αγγίξω το άθικτο ανείπωτο και φυλαχτώ στην κιβωτό των ονείρων.
ΝΥΧΤΑ
Τις άλλες νύχτες είχαμε τουλάχιστον φεγγάρι.
Έφεγγε αρκετά
ώστε να διαβάζουμε τη γλώσσα μας στις αρχαίες επιγραφές.
Έφεγγε αρκετά
ώστε να μπορούμε να διαβάσουμε τους ποιητές.
Τις προηγούμενες νύχτες είχαμε τουλάχιστον φεγγάρι.
Μπορούσαμε να δούμε που κείτονται οι νεκροί μας
και που η κληρονομιά μας
μπορούσαμε να δούμε τις ελιές τριγύρω και τη θάλασσα,
το μόνο έχει μας.
Εκείνες τις νύχτες είχαμε τουλάχιστον φεγγάρι.
Βλέπαμε τα βουνά, τα νησιά και τις ακτές μας
βλέπαμε γιατί παλέψαμε, βλέπαμε το πεπρωμένο μας,
τους θεούς μας,
βλέπαμε ο ένας τον άλλο κι εντέλει όλους μας μαζί.
Διακρίναμε το καλό από το κακό, το λίγο απ’ το κανένα,
το άξιο απ’ το σαθρό.
Βλέπαμε τους ήρωες και τους εχθρούς στα σκοτεινά.
Είχαμε τουλάχιστον ένα φεγγάρι,
να μας δείχνει που θα ανατείλει η μέρα.
Βρίσκαμε κάπου να πιαστούμε.
Τούτη η καταραμένη νύχτα μας έφτασε φτωχή.
Απωλέσαμε το φως.
Ηττηθήκαμε.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Φυσά τόσο γλυκά…
και φεύγει το μυαλό
ταξιδεύει, χάνεται
αλλού αυτό κι αλλού το σώμα.
Μέρη ζεστά,
στη φωλιά των αναμνήσεων,
πρόσωπα χαμένα
-είτε έτσι είτε αλλιώς-
μέρες και νύχτες ανήμερες.
Αυτά τα μάτια, αυτή η αγκαλιά…
Να μου τα έφερνε πίσω ο καιρός
ή να με πήγαινεν εμένα
στις ημέρες που δε με άγχωναν οι νύχτες…