`
Από τις αποκαλύψεις της περσινης χρονιάς στον ποιητικό λόγο, η Πελαγία Φυτοπούλου έρχεται να μας τιμήσει με ποιήματα δυνατά που ωρίμαζαν για χρόνια στη ψυχή και το συναίσθημά της. Ποιήματα κραυγές πληγωμένου θηρίου, ακροβατούν ανάμεσα στην οργή και την ευαισθησία. Περιγραφική ως το μεδούλι, εξομολογητική σαν παιδί, ανασύρει από το βαθύ πηγάδι της ψυχής, το πιο ξεχασμένο κομμάτι μας, το θαμμένο. Η ίδια, ηθοποιός και τραγωδός, δημιουργεί σύγχρονους ήρωες. Τους απ-ελευθερώνει από σωφρονιστήρια ανηλίκων από αποτυχημένους δολοφόνους, από παιδικά τραύματα και από ανεκπλήρωτους έρωτες. Τους ξεγυμνώνει, τους αγκαλιάζει, και τους σαρκάζει και στο τέλος γίνεται η ίδια ο ήρωας. Η ποιητική της συλλογή ”ΚΟΥΚΟΣ” που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2016 από τις εκδόσεις ”θράκα”, έφτασε στα χέρια μου λίαν συντόμως στη μακρινή Ιθάκη όπου ζω και με συνεπήρε. Η συγκίνησή μου αναπάντεχη καθώς η οικειότητα της ποίησής της ήταν μεγάλη για τις λίγες φορές που τη συνάντησα. Καταιγιστική, ανυπότακτη και αναρχική. Όπως και η γραφή της. Μια σύγχρονη τραγωδός του ποιητικού γίγνεσθαι. Μια σύγχρονη «Αντιγόνη ».
`
Γιώργος Δάγλας
`
*****************************************************
ΜΙΜΟΖΑ
χθες
ήπια πολύ
νιώθω πως κάτι
λείπει από μένα
αφαιρέθηκε
δεν είμαι σίγουρος
μετρώ τα δάχτυλά μου
τα βρίσκω δώδεκα
όντως ήπια πολύ
δεν ανησυχώ
αφήνω το σφυγμό μου
στη διάθεση του Μπρεχτ
χαλαρώνω
για λίγο
ψάχνω την ουλή
μια οποιαδήποτε ουλή
να τη, σκωληκοειδίτιδα
περιτονίτιδα
γελάω
θυμάμαι πόσο αστεία
ήταν η μάνα
όταν μιλούσε
στο γιατρό:
κι αλήθεια ντοτόρε μου
μπορεί ένα μικρό
σκουλήκι να κάνει
τόση ζημιά;
συνεχίζω
ψάχνω
γιατί σας το λέω
κάτι μου πήρανε
χθες
το νεφρό
αυτό είναι, το βρήκα
το νεφρό βολεύει
δεν είμαι σίγουρος
ήπια πολύ
επιστρέφω σπίτι
το παράθυρο είναι κλειστό
η μιμόζα
ολόλευκη
το κλειδί
στο χαλάκι
ανοίγω την πόρτα
απέναντι ο
καθρέφτης
με βλέπω
είμαι εγώ
χωρίς κεφάλι
ο λαιμός μου
σε στύση
ξερνοβολά επαίτες
ευτυχείτε
ο Γκοντό έφτασε στα σύνορα
`
*
ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ
Εδώ στον ουρανό έχουμε απ’ όλα
Κανένα παράπονο
Οι καλόγριες πετάνε
Κανείς δεν κλειδώνει την ομορφιά
Ζούμε χωρίς κεφάλι
Οι αυτοκτονίες λιγόστεψαν
Πεθαίνουμε κανονικά
Με υποχρέωσαν να κάνω διαθήκη
Σου άφησα μια κλωστή απ’ το γέλιο μου
Με απέσυραν βιαστικά
`
*
ΑΝΑΡΧΙΑ
«εμένα, μάνα, η ποίησή μου είναι ξυπόλητη»
«ω, Πελαγιανή, πώς θα κοιμηθείς απόψε με πρησμένα πόδια;»
Η μάνα πάντα ανησυχούσε για μένα
Ειδικά όταν οι πλείστοι επεδίωκαν να μαλακώσουν
τη σφυροδρέπανη επιδερμίδα μου
Βρήκε λύση
Ανταλλάξαμε φέρετρα
Τώρα όλοι θαυμάζουν τη γυναίκα με τα όμορφα πόδια
Ο πελάτης ήταν σαφής
Στο στήθος του πεταμένο ένα κελί
Κανείς δεν πίστευε ότι χωράω μέσα
Δήλωσε ευτυχής
Σ’ ένα μονάχα έπεσε έξω
Όταν χτυπάς τα πόδια μου
Χοροπηδούν στο χρόνο και σε γυρνάει πίσω
Άτυχος άντρας, έπεσε πάνω στο Μάη του ’68
Έπαψε να με θέλει νοικοκυρά
Γευματίζουμε έξω, πληρώνει τις μετρητοίς
«τι θα πάρετε;»
«ο κύριος μια σαρανταποδαρούσα καλοψημένη
`
*
ΤΟ ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ
ο πιστολέρο ξέρει
απ’ το δεύτερο φονικό
θα τον ερωτευθεί η μάνα του
στο μαξιλάρι του γράφει
«κι αν βλέπεις τα δάκρυά μας
δεν είναι που έφυγες είναι
που μας αγάπησες πολύ»
στο μαξιλάρι της γράφει
«σπρώξτε τις αγορές τα γίδια
τα βοσκάω και μόνη μου»
ο πιστολέρο εκτελεί
την πρώτη φορά τα κάνει πάνω του
τη δεύτερη αφαιρεί το πορτοφόλι του πεθαμένου
εκεί μέσα πάντα βρίσκεις μια μάνα