Τὸ πρόβλημα ἄνθρωπος
Πὲς μου ἄν γίνεται,
ἄν τὸ θέλεις, νὰ φτάσουμε
κάπου μαζί, ψηλότερα ἀπ ‘ὅλους
να εἶμαστε μόνο ἐσύ κι ἐγῶ,
καὶ νὰ πᾶμε πρίν μᾶς βροῦνε
και μᾶς κατηγορίσουν ὡς ἀνθρώπους
και μᾶς κυνηγίσουν ὡς ἀνθρώπους
παράλογο να εἶμαστε, παράλογο νὰ ζοῦμε,
φοβισμένοι κι ἀπείθαρχοι να εἶμαστε,
λυτοὶ κι ἄλυτοι, δωσμένοι στὸ σκοτάδι.
Πὲς μου ἄν φτιάχνεται,
ἄν τὸ μπορείς, νὰ σχεδιάσουμε
κάτι μαζί, ἕνα σύννεφο ταξιδιάρικο ἄς ποῦμε
ἀλλιώτικο ἀπ ‘τἆλλα εὐρύχωρο στὸ φῶς
και ἀπρόσιτο στ ‘ἄδικα τὰ μάτια
νὰ τὸ πάρουμε, νὰ γίνουμε
τῶν ἀνέμων οἱ σύντροφοι
ἕλα λοιπόν, ἀλλὰ γρήγορα
πρὶν προφτάσουνε οἱ ἄνθρωποι,
αὐτοί οἱ κλέφτες τῶν ὀνείρων
και μᾶς τὸ πάρουν κι ἐμεῖς
ποῦ θὰ βροῦμε ἄλλη διέξοδο
στὸ πρόβλημα ἄνθρωπος, τι θ’ ἀπογίνουμε
καὶ πῶς θὰ βροῦμε τους ἀνθρώπους
τοὺς δωσμένους στο φῶς.
(Ἀπό την συλλογή μου «Ματαιοπονία», Ἐκδόσεις ΗΡΑ Ἐκδοτική Βόλος 2012)
Ἐκ Σμύρνης
Τοὺς κοιτοῦσαμε στὰ μάτια, καὶ λέγαμε,
ὄχι δεν ἀνήκουν ἐδῶ, ἔχουν πιὸ καθαρό
τὸ βλέμμα καὶ τὸ πνεύμα, ἀτόφια καθαρό
καὶ πηγαῖο που ἀπὸ μέσα τους ἀνέβλυζε
φῶς και Ἑλλάδα,
τότε εἶναι που ἐμεῖς τοὺς ζητοῦσαμε,
τοὺς παρακαλοῦσαμε μὲ τὸ φόβο τοῦ νέου
μας ἐαυτοῦ νὰ μᾶς δώσουν λίγο ὄνειρο,
ἐπειδή τὸ δικὸ μας ξεθώριασε,
ἄλλωστε στις ἀποσκεύες τους μόνο ἀπ’ αὐτό
εἶχαν μαζὶ μὲ μιὰ χωμάτινη μνήμη
ἀπὸ τὴν γῆ τους, μόνον αὐτὴ που μὲ βία
πῆραν σαν ἔτσι θέλοντας νὰ φυλλάξουν
λίγη θύμηση, λίγη θέληση και μια ἐλπίδα,
νὰ ξαναγυρίσουν.
Ξέραμε ὅτι στὸ γένος μιλοῦσαμε το ἴδιο,
ἴδια καρδιὰ νὰ χτυπᾶ στὰ στήθη μας,
ὅμως ἐκεῖνοι τὸ φώναζαν πίο δυνατά,
τὸ πίστευαν καὶ σήκωναν πίο ψηλά,
ἀκόμη καὶ τῶρα ποῦ ξεριζώθηκαν,
τὴν σημαῖα μας.
Δακρύσαμε, ὅταν εἶδαμε το αἷμα στὰ χέρια
καὶ τὰ πόδια ἀπὸ τοὺς νεκρούς ἀδερφούς
μας, αὐτούς ποῦ ἀφήσανε ἄταφους νὰ
κολυμπάνε στη ζωντανὴ θάλασσα καὶ στοὺς
κόκκινους δρόμους, τους εἶδαμε νὰ κρατᾶνε
στην ἀγκαλιὰ τους τὰ κομμένα μέλη ἀπὸ
τὰ σπίτια τους ἐκεῖ στὴν Μικρά Ἀσία
στὴν Σμύρνη, αὐτὴ ποῦ ξεχάσαμε,
αὐτὴ ποῦ ‘γίνε μια ὁπτασία ποῦ θρυνεῖ.
Καταλάβαμε στὸ τέλος ὅτι κρατοῦσε
ὁ καθένας ἀπὸ μια ἁγιοσύνη που τους ἔκανε
μάρτυρες και ἥρωες ποῦ προδόθηκαν για
ἄλλη μιὰ φορὰ στοῦ ἀνθρώπου τ’ ἄδικα σχέδια,
στοῦ τύραννου ποῦ φοροῦσε
τὴν προβιὰ τοῦ προβάτου,
ἐνῶ ἦταν λύκος ποῦ ξέφυγε ἀπὸ τὸ σπαθὶ
τῆς δικαιοσύνης μας,
ὄχι πιά μᾶς εἶπανε, ὁ καιρὸς γυρνᾶ,
και οὐδεῖς δὲν θὰ μείνει, χωρὶς τὴν δικαῖα
τοῦ πληρωμή, για τὸ τότε, τὸ τῶρα.
(Ἀπό την συλλογή μου «Ματαιπονία» Ἑκδόσεις ΗΡΑ Ἑκδοτική, Βόλος 2012)
Φώτα πορείας
Νύχτωσες απροσδόκητα
φώτα πορείας στο απρόβλεπτο
σήμερα, κορυφογραμμές στο
αδιάκοπο κύμα του ορίζοντα,
σκιερά του χτες βλέμματα
και λόγια καρφωμένα
παλιάς θερινής ευχής,
μυστική ομολογία
χαράγματα μνήμες το ξημέρωμα
στους στυλοβάτες της στοιχειωμένης αγάπης
τα ξεβαμμένα όνειρα,
μοναδική μου ανάγκη πλέον
να κοιτάς ψηλά,
να χαμογελάς δυνατά,
για να ξέρω, ότι υπάρχεις.
(Ἀπό την συλλογή μου «Πάλη για ἥλιο», Πρότυπες Ἑκδόσεις Πηγή, Θεσσαλονίκη 2016)
Το πιόνι
Ας παίξουμε, διαλέγω τα λευκά
τα σημάδια είναι φανερά,
στην διάθεση τους τρομερά
στην αγνότητα σου πολεμόχαρα
δυνατά,
διαλέγεις τα μαύρα
της καταπίεσης η αντιμαχόμενη
εναντίωση, της νύχτας η άσπλαχνη
νηνεμία, ακριβώς πριν την καταιγίδα,
παίξε, πριν σε παίξουν,
ας παίξουμε, θέλεις να ‘σαι το πιόνι
ή αυτός που κινεί το πιόνι,
διαλέγω να ‘μαι το πιόνι
με την κίνηση του απείθαρχου
στρατηγήματος,
διαλέγεις να ‘σαι η κίνηση
της ελεύθερης συνείδησης,
πρόσεξε, ό, τι πεις, ό, τι κάνεις,
έχει επιπτώσεις,
αν χάσεις, τα χάνεις όλα,
αν μ’ αφήσεις, πεθαίνω,
παίξε μαζί μου, παίξε για σένα,
παίξε εσύ πρώτος,
παίξε με καρδιά,
ειδάλλως θα σε παίξουνε οι άλλοι
και η παρτίδα έχει έπαθλο
εσένα, ό, τι έχτισες για σένα.
(Ἀπό την συλλογή μου «Πάλη για ἥλιο», Πρότυπες Ἑκδόσεις Πηγή, Θεσσαλονίκη 2016).
Ὁνείρεμα
Μια μέρα θα ἐγερθοῦμε
ὁλότελα ἀδέσμευτη,
σαν ἀπομπολέσουμε σάρκα καὶ χώμα,
ἵσως και να ‘χοῦμε πεθάνει
και να ‘χοῦμε ἀπαρνηθεῖ
ἐγκόσμια πλάνη,
κι ὑλικό κόσμο,
ἵσως πάλι να ‘ναι σαν σε
ἐφιαλτικό ὁνείρεμα ἑτοῦτη ἡ φανέρωση,
λίγο πριν χαράξει, λίγο πριν
ἀνατείλει γνώση ἀληθεῖς,
ὅτι δεν γεννηθήκαμε πλαστό κόσμο,
πῶς για ἀλλοῦ ξεκινήσαμε
κι ἀλλοῦ πᾶμε,
δοκιμάσια ψυχῆς ἑτοῦτος ὁ αἰών.