ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΞΕΓΝΟΙΑΣΤΗ ΖΩΗ 2
Κοιμήσου λίγο,
φάε λίγο,
πιες λίγο,
γάμα λίγο,
γαμήσου λίγου,
άσ’ τους να σε γαμήσουν και λίγο,
ερωτεύσου λίγο,
αγάπα λίγο.
Παν μέτρον άριστον,
παν μέτρον άρρωστον,
ζωή με μέτρο δεν είναι ζωή.
Σε τι την μετράμε δάσκαλε την ζωή;
σε τι μετράμε μαμά την αγάπη;
σε τι να μετρήσω μωρό μου την καύλα;
Μου μετράνε το ύψος,
μου μετράνε το βάρος,
μου μετράνε την περιφέρεια,
μου πήρανε μάλλον ήδη τα μέτρα και δεν κατάλαβα ακόμα.
ΓΡΑΝΑΖΙ
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το γρανάζι έχει σχήμα κυκλικό.
Ένας κύκλος μέσα στον κύκλο τους, στον κύκλο της οικονομικής θεωρίας,
στον κύκλο της ιστορίας, που γράφουν οι νικητές,
εμείς πάντα ηττημένοι.
Ο φονικός μηχανισμός λειτουργεί μόνο όσο το γρανάζι έχει στο κέντρο του τρύπα,
ώστε τα σιδερένια του χέρια να πιάνονται από εκεί και να κατευθύνουν την δική του λειτουργία.
Λειτουργεί μόνο όσο υπάρχει μέσα μας αυτή η τρύπα, κάποιο ανεκπλήρωτο κενό.
ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΤΙΚΟ
Αναγνωρίζουμε ο ένας τον άλλο,
γνωριζόμαστε,
κοιτιόμαστε για λίγο και ερωτευόμαστε,
τόσο απλά,
ξανά και ξανά,
κρεμόμαστε ο ένας από τον άλλο, σαν τελευταία πέτρα από τον γκρεμό,
όπως οι δυο μας, έτσι και με άλλους,
εύκολα,τόσο απλά, χαριζόμαστε,
γδυνόμαστε για λίγο και πουλιόμαστε,
κάθε μέρα, με άλλους,
κλαίμε για άλλους,
πονάμε για άλλους,
σκεφτόμαστε τους άλλους,
κοιτάμε τους άλλους,
μα ποτέ δεν τους ακούμε.
Για αυτό και κανείς δεν θα ακούσει τον καημό κάποιου για εμάς, να μας τον πει, ποτέ,
που αυτό το ρημάδι ίσως μπορούσε λίγο να μας ανακουφίσει.
ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Με κούρασαν οι έρωτες, αυτή η αγωνία, αυτό το σφίξιμο στο στομάχι,
όχι δεν είναι πεταλούδες, τερμίτες είναι, που φτάνουν ως την καρδιά και την τρώνε σιγά σιγά, λες και είναι από ξύλο.
Έγινε όντως ξύλινη για να αντέξει,
σαν την γλώσσα μου, όταν προσπαθώ να κρυφτώ στην αρχή.
Πάντα κρύβομαι στην αρχή,
τι θα πω, τι θα κάνω, αν μου πει εκείνο ή μου κάνει το άλλο, πονοκέφαλος,
σαν να μην χωράει πέρα από εκείνη το κεφάλι μου,
σαν να μην χωράει πέρα από εκείνη η μέρα μου.
Θέλω παραπάνω χρόνο,
2 χρόνους, έναν για εκείνη και έναν για όλα τα άλλα.
Δεν υπάρχει χρόνος, μια εφεύρεση είναι για να συνεννοούμαστε
και ο έρωτας, μέσα σε αυτόν υπάρχει, για να ταλαιπωρούμαστε.
Και κάθε φορά χειρότερα
και μη χειρότερα που λένε.
ΣΑΛΟΝΙ ΜΕ ΘΕΑ
Οι μέρες μου είναι ανυπόφορες,
τα βράδια μου χειρότερα.
Είναι από τις φορές που εξαναγκάζομαι να γράψω,
δεν θέλω να γράψω, δεν έχω κάτι να πω.
Γράφω για να μην ουρλιάξω τόσο που να νομίζουν οι γείτονες πως κάποιος με σφάζει,
για να μην τους ταράξω,
μα δυστυχώς αν τύχει και διαβάσουν και αυτό πάλι θα ταραχτούν.
Δεν ξέρω γιατί δεν ουρλιάζω να τους ταράξω, έτσι και αλλιώς τους σιχαίνομαι,
δεν τους ξέρω μα με αηδιάζουν, οι γείτονες μου.
Οι νοικοκύρηδες,
με το σπιτάκι τους, τα παιδάκια τους, τον παππού στην πολυθρόνα, το αυτοκινητάκι τους, με το πορτπαγκάζ γεμάτο ψώνια από το σουπερ μάρκετ,
δείχνουν τόσο καθαροί και όμως μου προκαλεί εμετό το άρωμα τους.
Δείχνουν τόσο υγιείς,
ξυπνάνε πρωί, τρώνε γάλα με δημητριακά, εκείνα που δείχνουν κάθε πρωί στην τηλεόραση, εκείνα με τα περισσότερα μέταλλα και ιχνοστοιχεία και το χρώμα τους είναι καλό
και όμως όταν τους πετυχαίνω στο ασανσέρ πάω πάντα από την σκάλα,
φοβάμαι πως θα με κολλήσουν αυτό που έχουν.
Δεν θέλω να αλλάξω, δεν θέλω να τους μοιάσω,
δεν θέλω τελικά να προλάβω να γεράσω, χάρισμά τους η σύνταξή μου,
θέλω να πεθάνω τώρα,
πληρώνω με την σύνταξη μου να πεθάνω έτσι όπως είμαι τώρα,
έτσι όπως είμαι αυτή την εβδομάδα, που κάνω μπάνιο μια φορά στις τέσσερις μέρες, που έχω να κόψω τα νύχια μου περίπου ένα μήνα, που τον παίζω τρεις φορές την μέρα, που δεν πίνω αλκοόλ παρά μόνο χυμούς και μαγειρεύω όλη την μέρα με ένα τσιγάρο στο χέρι ή το στόμα, που κοιμάμαι αργά και ξυπνάω στον ύπνο μου και τελικά σηκώνομαι νωρίς γιατί με πονάει το κρεβάτι, στην μέση και τον αυχένα και τις πατούσες.
Δεν θέλω να μοιάσω στον μαλάκα τον γείτονα,
δεν θέλω να δουλεύω σε γραφείο, δεν θέλω να κάνω την ίδια διαδρομή κάθε μέρα, δεν θέλω να ακούω ειδήσεις ράδιο και να μυρίζει το αμάξι μου αποσμητικό χώρου, το άρωμα της γυναίκας μου, το άφτερσέιφ μου και μωρομάντηλα για το μωρό που χέστηκε, και σκατίλα,
δεν θέλω να μυρίζω σκατίλα.
Χέζω τρεις φορές την μέρα για να το αποφύγω, για να τα αποβάλω από μέσα μου.
Τα σκατά μέσα τους τα κρατάνε μόνο οι ετοιμοθάνατοι,
προτιμώ να μυρίζω πουτσίλα, όπως μυρίζω τώρα και όπως μυρίζω κάθε φορά που κάνω έρωτα. Νιώθω πιο ζωντανός από ποτέ και πραγματικά δεν φταίει μόνο η ψωλή μου σε αυτό,
φταίει που πάω κόντρα σε όλα τους τα κόλπα,
που απόψε φώναξα ”αν το ξανακάνεις αυτό θα έρθω να σου σπάω τα μούτρα, με τα ίδια μου τα χέρια μπάσταρδε!” στον γείτονα όταν χτύπησε το παιδί του, γιατί δεν έπαιζε ήσυχα,
φταίει που δεν πάω πια εκκλησία και όποτε βλέπω παπά πιάνω ακόμα τα αρχίδια μου,
που δεν με αφορά και πολύ η ύπαρξη του Θεού,
φταίει που δεν είδα ποτέ σωτήρα στο πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού και δεν του έδωσα δεύτερη ευκαιρία,
φταίει που δεν συγχωρώ εύκολα τους φίλους μου και για αυτό δεν έχω, πολλούς τουλάχιστον.
Φταίει που έχω την υπομονή το γραπτό αυτό να φτάσει στον παραλήπτη του όταν πρέπει.
Μεγάλη τέχνη να αντιλαμβάνεσαι πότε είναι η κατάλληλη στιγμή.
Τον μισώ τον γείτονα, μα του είμαι ευγνώμων,
γιατί με έκανε να μάθω να κάνω υπομονή,
μεγάλος δάσκαλος της πουτάνας ο γιος.