Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Λάμπρος Πολυβίου, Επιλογή ποιημάτων

$
0
0

Βραδιάζει

Βραδιάζει κι
είναι η ώρα που
σε ονομάζω άστρο,
που μετράω όλα τ’ άλλα
και σταματάω μονάχα
στο δικό σου,
να μην πέσεις φοβάμαι
και μείνω με
εκπληρωμένη ευχή
χωρίς εσένα…

Βλέμμα Ανεμίζον

Διαπράττων αμαρτίες που κόσμησαν
γέφυρες στολισμένες
με κλειδαριές,
υπόσχονταν υποτακτικές
ανταλλαγές αδυναμίας,
σε κόσμο που σε θέλει πάντοτε
δυνατό.
Κι έτσι σταμάτησε ο παθών να είναι
αθώος, την πρώτη μέρα
της παρθένας ακατανίκητης αγάπης.
Δι’ ευχών των θεών της ελπίδας,
γιατί σ’ έχασα απ’ της προσευχής μου
την κατακλείδα και
σε πραγματώνω πλέον με
τη σάρκα.
Οίνος ευφραίνει θλίψιν,
κι ως μια θεόρατη κατάνυξη,
σου υποκλίνομαι.
Και μένω εκεί.
Σκυφτή αγάπη που δεν άργησε
μια μέρα.
Ήρθε, μα εσύ αγάπη μου,
ως είθισται,
κοίταζες μόνο ψηλά…

Η Ευτυχία της Τετάρτης

Τετάρτες βράδια ερχότανε
ξέρεις, εκείνα τα βροχερά
τ’ ανύποπτα,
που έσφυζαν με υποχρεώσεις,
άξιες σαρκασμού
μα εγώ τα χαιρόμουν.
Βιάσου, είπες,
και κατεβήκαμε εκεί,
Λάζου Εξάρχη χωρίς ομπρέλα,
ζωντανοί νιώθοντας
-τι μεστή λαχτάρα-
Εσύ μπροστά,
εγώ πίσω,
προσπαθώντας να σε φτάσω μια ζωή.
Κοντοστάθηκα κι απόρησα,
τι ποιόν έχει η ευτυχία,
και περπατήσαμε χέρι-χέρι,
δειλά χαμογελώντας.

Μα εσύ δεν είχες ιδέα,
της ελευθέρωσής μου η στιγμή,
πως κείτονταν ανάμεσα
στα δάκτυλά μας.
Δικιά σου πλέον,
του θανάτου μου η μέρα
είχε τότε οριστεί.
Έμενε μόνο να ξαναγεννιόμουν,
νέα δάκτυλα φέροντας,
της μοναξιάς η πεμπτουσία
να μου χαρίζονταν,
για να ’παιρνα ομπρέλα
απ’ το σπίτι,
για μένα μόνο δυστυχώς…

Μαζί Ξεχωριστά

Άντρες που βιάζονται,
έτσι έβλεπες τουλάχιστον
και γυναίκες δήθεν
πως το πάνε αργά.
Ήταν μάλλον αργά κι ο τρόπος
που ξενοδινόσουν,
περιττά λόγια για το τίποτα.
Ένας κουφός που θέλει
να μιλήσει και να ακουστεί,
ωτίτιδες,
κόγχες κόκκινες
και προκλητά ραιβόκρανα,
με αντιβίωση
που επίτηδες σε ταλαιπωρεί,
γιατί ο βιολογικός πόνος
αξίζει περισσότερο
βεβαίως,
απ’ το κρασί που σου
φάνηκε πολύ ξηρό
για τον βρώμικό σου
ουρανίσκο.

Αγάπησες και το ‘χεις πει
κάπου δεκαπέντε φορές μέσα
σε μια πρόταση με δύο
υποκείμενα,
στον τρόπο που χαμογελάς και
στον τρόπο που φτύνεις
όταν σου απευθύνουν
ξαφνικά το λόγο.
Μισά τα Χριστούγεννα που
καθόσουν
ακόμη και τώρα
κι άλλα τόσα
που στεκόσουν στις μύτες
για να προσκυνήσεις,
με κλειστά τα βλέφαρα
κι ανοιχτό φερμουάρ
στο σακάκι, ζεσταινόσουν.
Μεγάλη ιδέα για ένα τιποτένιο
μυαλό, κι η βενζίνη
τελείωσε πριν μια βδομάδα,
βλέπεις οδηγάω όταν σε
σκέφτομαι κι όταν ακούω
τραγούδια που με
πληγώνουν.
Μιλάω έτσι όταν γδύνεσαι
ή όταν μου λείπεις,
συγγνώμη που δεν γερνάμε
μαζί, είναι το μόνο
που δεν σου αξίζει.
Μην κλαις αγάπη μου,
φύλαξε δάκρυα για τη μέρα
που θα το καταλάβεις.
Μαζί θα το καταλάβουμε.
Μαζί ξεχωριστά…

(Γενικώς Χρεωστούμενα, εκδ. Το Κεντρί, 2016)

Μια Βροχερή Ελευθερία

Αδειανές γωνίες ενός μακρινού
παρελθόντος.
Κάθε μια κι από ένα ξέσπασμα βροχής.
Αντικαταθλιπτικά και βοές
σε τόπους παλινδρομούντες.
Χέρια που δίστασαν να σε φωλιάσουν
κι άλλα τόσα που έδειξαν
τον σταυρωμένο σου εγωισμό.
Κλέψε με πάθος εμένα,
μια δικιά μου ματιά
και κάνε με φως αβέβαιο, αδίστακτο
κι ημιτελές.
Τσάκισέ με κι άσε με να πετάξω
όπως πρώτα.

Σάπιες ιστορίες,
ψαλιδισμένες όπως πρέπει
κι όπως τύχει.
Μάτια που παλιμπαιδίζουν
φτου ξελευθερία λες
και κλαις.
Γιατί δεν γουστάρεις που ’σαι
ένας αδειανός, ελεύθερος καρδιάς.
Τολμώ να σ’ ονειρεύομαι όμως.
Κι αυτό κάτι είναι…

Η Απελπισία

Θα μπορούσα μαρτυρικώς να ξεψυχώ,
μακριά σου όπως άλλοτε.
Λένε πως κάθε πληγή και μια σφοδρή
απάτη.
Σχεδόν αυτούσια η Καρδιά,
με απώλειες καθ΄ οδόν
για μια ολοκλήρωση ανάγκης και μόνο.
Ξοδεύω κορυφές για να σε φτάσω,
κι όπως βλέπεις,
βήμα δεν κάνω χωρίς εσένα.
Κοιτώντας σε, λυτρώνομαι.
Σ΄ ερωτεύομαι και σε μισώ,
τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Σαν αδαής περιφέρομαι σε ανοικτίρμονες
δρόμους,
άδικα φώτα τροχαίας,
κοιτάω πάντα προς τα πίσω,
και φοβάμαι, στο λέω.

Γυάλινα δικά μου χρέη,
μια ζωή και πέντε για να σε ξεπληρώσω,
μα ανυποτάκτως υποχωρώ χαμογελώντας.
Βαρέθηκα που σ’ ερωτεύομαι σαν παιδί
και που σ’ αγαπάω σαν ενήλικας.
Ελπίζοντας βαριανασαίνω
σε μια οξύμωρη διαδρομή,
το ίδιο -αν θες- κάνε απέναντί μου.
Οι ξοφλημένες καρδιές θα κρύβουν πάντα
ξοφλημένους ανθρώπους.
Και ρε γαμώτο είχες δίκαιο.
Ξοφλήσαμε παρέα αγάπη μου…

(Οι θύμησες, εκδ.Το Κεντρί, 2015)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Λάμπρος Πολυβίου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1988. Είναι απόφοιτος του τμήματος της Ιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τώρα ειδικεύεται στην Ψυχιατρική. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Το Κεντρί: Οι θύμησες, 2015 και Γενικώς Χρεωστούμενα, 2016

(Την ανθολογία νέων Κυπρίων ποιητών <30 επιμελείται η Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Latest Images

Trending Articles