Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Αλμανάκ Ποιείν: Τα σταλθέντα ποιητικά βιβλία του 2016 (γράφει ο Δημήτριος Μουζάκης)

$
0
0

Χρονιάρες μέρες βρίσκομαι, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, σε οικογειακά και φιλικά σπίτια, όπου, βέβαια, απαραίτητη γαρ της γιορτινής ατμόσφαιρας, παίζει μουσική. Τι μουσική, όμως; Βέρτηδες, Οικονομόπουλοι, Γονίδηδες και λοιποί ξυρίζουν συχνά τα αυτιά μου, μιας και η δημοφιλής μουσική του τόπου μας είναι αυτή. Όταν έχω διάθεση, ρωτώ τους γύρω μου αν, στ’ αλήθεια, τους αρέσει αυτό που ακούν, αν γελούν, αν κλαίνε, αν νιώθουν μ’ αυτό. Μου απαντούν καταφατικά και ενοχλούνται, ωσάν μια υφέρπουσα υπεροψία στο μεδούλι της ερώτησής μου να τους θίγει.

Δε θέλω, όμως, να τους θίξω. Ρωτώ με γνήσια απορία, γιατί αδυνατώ να καταλάβω πώς αυτή η κατ’ εμέ ηχορρύπανση μπορεί να τους συγκινεί. Δεν έχω, όμως, λόγο να αμφισβητήσω την ειλικρίνειά τους. Τους συγκινεί, πάει και τέλειωσε.

Το πώς φθάνει κανείς στη συγκίνηση με όλη της τη νευροφυσιολογία (τις υπερωρίες των ορθωτήρων των τριχών μυών, την άνοδο της θερμοκρασίας, την υπερχείλιση των δακρύων) είναι ένα ζήτημα πολύπλοκο, του οποίου μόνο την επιφάνεια μπορούμε εδώ να ερεθίσουμε. Και τούτο θα αποπειραθούμε.

Κατ’ αρχάς υπάρχει ένα ζήτημα κατασκευαστικό. Αρέσκομαι να υπενθυμίζω κατ’ επανάληψη στους μαθητές και τους φοιτητές μου ότι οι περισσότερες ιδιότητες, στα διάφορά τους επίπεδα (η επιθετικότητα, η ευφυΐα, η γλωσσική ικανότητα, η ροπή προς τον αθλητισμό, το ύψος, το βάρος), προκύπτουν ως προϊόντα συνεργασίας του γονοτύπου με το περιβάλλον. Για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής ας αφήσουμε το περιβάλλον κατά μέρος και ας ασχοληθούμε με το γονότυπο. Μπορεί η γονιδιακή ιδιοσυστασία να σχετίζεται με το γούστο (το μουσικό, το εικαστικό, το λογοτεχνικό) και την προσωπική χροιά της εκδηλούμενης αισθητικής αντίληψης; Δίχως να έχουν προσδιοριστεί γονίδια του κυβισμού ή του υπερρεαλισμού, απαντώ με σχετική βεβαιότητα: οπωσδήποτε! Το γονιδίωμα είναι ο μοριακός σκληρός δίσκος που φέρει τις πληροφορίες για όλα τα χαρακτηριστικά του οργανισμού. Τα νευρωνικά κυκλώματα που αποκρίνονται στην τέχνη «χτίζονται» στη βάση των οδηγιών του γονιδιώματος. Είναι, λοιπόν, δυνατό ο γονότυπος να μην έχει σχέση με την αισθητική μας αντίληψη όπως αυτή τελικώς εκδηλώνεται; Νομίζω πως όχι.

Τι σημαίνει στην πράξη αυτό; Μακράν του γενετικού ντετερμινισμού, όπως υπάρχουν «τάσεις» γενετικής βάσεως σε διάφορα επίπεδα (το ψυχολογικό, όπως το διερευνά η εξελικτική-evolutionary-ψυχολογία, σημειώνω τον Αγγλικό όρο για να διακρίνω τον κλάδο αυτό της επιστήμης από την αναπτυξιακή –developmental–ψυχολογία, που από ορισμένους αποδίδεται ως εξελικτική στην Ελληνική, το παθοφυσιολογικό–η κληρονομικότητα ως προς το δυναμικό εκδηλώσεως ασθενειών–, το μορφολογικό κ.ο.κ.), έτσι και στην αισθητική αντίληψη, ο μοριακός σκληρός δίσκος θα διαδραματίσει το ρόλο του. Έτσι, χάριν παραδείγματος, κάποιες «μουσικές» μπορεί να είναι φιλικότερες σε κάποια ώτα σε σχέση με κάποια άλλα για λόγους «κατασκευαστικούς».

Την άποψη αυτή τη σχημάτισα στην παιδική μου ηλικία, όταν αγνοούσα παντελώς τα περί κληρονομικότητας, αλλά έβλεπα τον εαυτό μου να μην ανέχεται, να ασφυκτιά, να φρίττει στο άκουσμα του μπουζουκιού, που τόσο άρεσε στη μητέρα μου, την αδελφή μου και τον παππού μου. Ένιωθα βέβαιος ότι εγώ δεν το ανέχομαι για λόγους «κατασκευαστικούς». Αν πόνταρα κάπου τα χρήματά μου, θα ήταν στην εξήγηση ότι το μπουζούκι και η λαϊκή, σε μεγάλο βαθμό,μουσική μού προκαλούν ναυτία επειδή έτσι είμαι, έτσι γεννήθηκα, και σε τούτο μικρό ρόλο διαδραμάτισε το περιβάλλον (ο ρόλος του μάλλον τέλειωσε στο ότι είχε, απλώς, να μου προσφέρει και άλλα ακούσματα).

Από την κατασκευή του, το γονότυπό του, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Κι αν τα παραπάνω είναι αληθή, το γονιδίωμα είναι συγκαθοριστικό και της αισθητικής αντίληψης, όπως αυτή τελικώς θα εκδηλωθεί. Τα γονίδια, λοιπόν, τα κληρονομεί κανείς, τον καθορίζουν σε κάποιο βαθμό, κι αυτό το βαθμό καθορισμού ουδείς μπορεί να τον αποφύγει. Μόνο να τον υποστεί.

Όπως, όμως, ήδη αναφέραμε, ο φαινότυπος είναι προϊόν αλληλεπιδράσεως του γονοτύπου με το περιβάλλον˙ και, σε αντίθεση με το μοιραίο χαρακτήρα της κληρονόμησης, το περιβάλλον είναι επιδεκτικό πολύ μεγαλύτερων παρεμβάσεων –προς το παρόν–σε σχέση με το γονιδίωμα. Να το ξεκαθαρίσω τούτο: η κοπτορραπτική στα γονίδια είναι ζήτημα πολύπλοκο (με ηθικές συνιστώσες), η παρέμβαση, όμως, στις περιβαλλοντικές συνθήκες είναι κατά πολύ αρχαιότερη της γενετικής μηχανικής, παρούσα και εμπεδωμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής.

Θέμα μέγιστης σημασίας και, ταυτόχρονα, απτόμενη των περιβαλλοντικών παρεμβάσεων, είναι η εκπαίδευση. Ειδικά στα θέματα της τέχνης όπου ομορφιές (και συγκινήσεις, με όλη τους τη νευροφυσιολογία) αποκαλύπτονται κατόπιν ωδίνων, τριβής, σπουδής και επώδυνης εξοικείωσης, η εκπαίδευση είναι καθοριστικότατη της τελικώς εκδηλούμενης αισθητικής αντίληψης, ανεξαρτήτως των όποιων συγκαθοριστικών επιδράσεων του γονιδιώματος.

Ας επιστρέψουμε στην κυνομουσική για να δέσουμε το μίγμα. Επί της όποιας γενετικής βάσης της επιτυχίας της, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι πως όποια κι αν είναι αυτή, δεν μπορούμε να την αποφύγουμε. Δεν μπορώ, όμως, να μην υπογραμμίσω ότι, μεταξύ άλλων, ένας βασικότατος λόγος αποτυχίας μουσικών που δεν είναι κυνοειδείςστη χώρα μας είναι ένα ευμεγέθες έλλειμμα εκπαίδευσης. Ο νέος στην Ελλάδα δεν μπορεί να διασκεδάσει, να ξεφαντώσει αν προτιμάτε, με τον Michael Jackson˙ θέλει Βέρτη. Δεν μπορεί να ερωτευτεί με μια μπαλλάντα του Sam Smith˙ θέλει Οικονομόπουλο. Δε θα ακούσει ποτέ την ενάτη του Beethoven˙ αλλού είναι η θέωση. Κι όταν πρόκειται να χορέψει, πάνω απ’ το τάνγκο, το βαλς, το τικ αν προτιμάτε, θα ’ναι τα τσιφτετέλια.

Ο ίδιος νέος δεν αντέχει τη λογοτεχνία, την ποίηση, ακόμη και το σινεμά το ψιλοβαριέται. Αυτά είναι για τους τρελούς, τους ομοφυλόφιλους, τους ζωντανούς νεκρούς, που δεν ξέρουν να πάνε στις πίστες, να πιούνε μέχρι κίρρωσης και να γουστάρουν με το πάθος τ’ αληθινό του νέου άσματος της Νατάσας Θεοδωρίδου.

Θα μπορούσε, κάποιος, να ρωτήσει… τι είδους αυτοσκοπός αναδύεται από αυτά τα γραφόμενα, που θέλει στο πυρ του αφανισμού τους Βέρτηδες, στα ραδιόφωνα τους κλασσικούς συνθέτες, στις ηδονές την καθημερινότητας την ανάγνωση της λογοτεχνίας και το σινεμά; Δεν πρόκειται περί αυτοσκοπού. Πρόκειται περί υποθέσως: αν κάποιος, υποθέτω, ζυμωθεί με το μουσικό αποτέλεσμα μιας συμφωνικής ορχήστρας, ζυμωθεί με τη λογοτεχνία, ζυμωθεί με τη φωνή του Παβαρότι, τότε θα μετατοπισθεί και η αισθητική του αντίληψη, σε σχέση με κάποιον που παραδίδεται στη μόδα και στα προϊόντα μαζικής καταναλώσεως αγύμναστος, ανέτοιμος, ευάλωτος στα σκουπίδια. Και συνεχίζω την υπόθεση: η σφαιρική εκπαίδευση παρουσιάζει δυναμικό εξαφάνισης πολλών από αυτά που σήμερα σα φελλοί επιπλέουν, και μαζί τους τη διακίνηση χρήματος περί αυτών.

Η εκπαίδευση είναι καίριο ζήτημα και για τους ίδιους τους καλλιτέχνες και λογοτέχνες, αλλά και τους κριτικούς τέχνης. Όταν παράγεις μα κι όταν κρίνεις έργα δεν μπορείς, βεβαίως, να γλιτώσεις από τις όποιες καταβολές εκπορεύονται του γονοτύπου σου. Δεν μπορείς, ίσως, να γλιτώσεις σε ένα βαθμό και από περιβαλλοντικές επιδράσεις που έχεις δεχτεί, τα γούστα των γονέων σου, τις τάσεις της μόδας, παραστάσεις της παιδικής σου ηλικίας…. μπορείς, όμως, να γυμνάσεις τον εαυτό σου προκειμένου να επιτύχεις την αυτονοήτως απαραίτητη επάρκεια. Αν δε ζυμωθείς με την ποίηση, τον κινηματογράφο, τη μουσική, όλες τις τέχνες, υπονομεύεις και το δημιουργικό σου δυναμικό (αν υπάρχει τέτοιο) και την κρίση σου.

Φυσικά, η εκπαίδευση και το ταλέντο δεν οδηγούν τους ανθρώπους σε κάποιο ποθητό τελικό σημείο. Υπάρχουν επαρκέστατοι κριτικοί και λογοτέχνες που αντιλαμβάνονται ως ποίηση μόνο την έμμετρη και ομοιοκατάληκτη. Κριτικοί και λογοτέχνες που απεχθάνονται τον Μπουκόβσκι «επειδή γράφει για περιττώματα». Κριτικοί και λογοτέχνες που κρίνουν γραπτά με βάση αυθαίρετους κανόνες επί των οποίων θεμελίωσαν τη στάση τους.

Εδώ θα διαχωρίσω –και συνάμα, ξεκαθαρίσω– τη θέση μου. Ως γραφιάς και αξιολογητής της ποίησης, καρφί δε μου καίγεται αν το ποίημα έχει ρίμα, μέτρο, λέξεις όπως το «γαμήσι» και το «χέσιμο», παράλογη εικονοπλασία ή σκοτεινό νόημα. Προσπαθώ σε δύο επίπεδα: να είμαι επαρκής αναγνώστης και να μελετώ κατά το δυνατόν περισσότερο, να εκφράζομαι, δε, στη βάση της αρέσκειας και της απαρέσκειας.

Η στήλη τούτη, καρπός αυτής της λογικής, επαίρεται φέτος διότι βρίσκεται στη θέση να επαινέσει για μια ακόμη φορά τον παραγνωρισμένο Νίκο Σκούτα για το σταθερά υψηλό επίπεδο των βιβλίων του. Αυστηρός κριτής του εαυτού του, ο Σκούτας δεν απασχολεί σελίδες για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του. Λιτός στην έκφραση, ουσιώδης, με ενδιαφέρουσα σκέψη και διεισδυτικές ιδέες, επανέρχεται το 2016 με το «Μικρό Άπειρο» κι επιτυγχάνει ξανά. Συστήνω ανεπιφύλακτα τη δουλειά του και λυπάμαι για την περιορισμένη της αναγνώριση, δεδομένου ότι πρόκειται για μια από τις ωραιότερες σύγχρονες φωνές που έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου.

Δείγμα γραφής:

Προσέγγιση ασθενούς

Δε σου πρέπουν
οι περπατημένες.

Ασπιρίνες
φλέβες και θηλιές
πέτρες στο λαιμό
σφαίρα στον κρόταφο
υγραέριο γέφυρες
πρίζες, προσπεράσεις
ανθρώπινες βόμβες
λούσιμο με βενζίνη
άνοιγμα μιας κυψέλης.

Φυλάκισε πρώτα
χίλιες πεταλούδες
και γράψε
στα φτερά τους
την αιτία.

Όπως

«Τα θέλεις όπως τα θέλεις»
έλεγε για τις γκρίνιες
τα κλάματα
και τη δυσαρέσκεια
που είχα στα μάτια
η μητέρα.

Πόσα χρόνια έχω
να το ακούσω αυτό.
Τώρα με κοιτάζει
αδιάφορα
αν και καταλαβαίνει
ότι είμαι ο ίδιος.

Να είναι που τα «θέλω»
λιγοστεύουν ή
να έχει απογοητευτεί
από εκείνο
το «όπως;»

Πλυντήριο

Τόσα μαλακτικά
για τα ρούχα

ούτε ένα
για τις ψυχές.

Στα μανταλάκια
κρέμονται
υποψίες σαρκός.

Το μαύρο ποίημα

Από ρόδινο γαλάζιο
ξεκίνησε
και οι πιτσιλιές
από το αίμα του
έγιναν αστέρια.

Δισεκατομμύρια
σβημένοι στίχοι
πλανώνται στο σύμπαν.

Αυτό είναι η ποίηση.

Το φως των άστρων
που έχουν σβήσει
προ πολλού

που μας υπενθυμίζει

ότι δεν ξεμπερδεύουμε
έυκολα με τους έρωτες.

Και ότι ίσως έχουμε ήδη
πεθάνει.

Στη μέση του πουθενά

Κάθε νύχτα
ανεβαίνει στα κεραμίδια
και τα τακτοποιεί
να μη βρέχεται
το διπλό κρεβάτι.

Αφήνει
μόνο μια τρύπα
για να περνά
ο καπνός του τσιγάρου
και οι αναθυμιάσεις
των οργασμών.

Μοιάζει με γάτο
που σκούζει
μα δεν είναι.

Και η βροχή
πέφτει
σαν να
αυτοκτονεί.

Από τα σταλθέντα, απήλαυσα και το βιβλίο της Μαίρης Αλέξη «Αλάτι». Με επίκεντρο έναν έρωτα που χάθηκε, η Αλέξη, σε μιαν ατμόσφαιρα ανάμεσα στο βιολί του Λειβαδίτη και το χείμαρρο της Mansour, παράγει ένα αξιοπρόσεκτο από τους πρώτους στίχους συνθετικό ποίημα. Ρέων λόγος, δυνατά συναισθήματα, δυνατές σκέψεις, γοητευτική πολυπλοκότητα ξετυλίγεται αβίαστα, πραγματική χιονοστιβάδα. Σε ένα εγχείρημα που ευκόλως θα μπορούσε να αποτύχει και να κουράσει, η ποιήτρια με κράτησε ως τον τελευταίο στίχο της με το ενδιαφέρον μου αμείωτο. Τη συγχαίρω.

Δείγμα γραφής:

Νεκρική ανορεξία

Ένα πιάτο στο τραπέζι. Δύο ποτήρια γεμάτα,
μια πατέλα με φρούτα
εγώ, εσύ, η πραγματικότητα.

Νεκρή φύση.

Πεινάς, τρέχουν τα σάλια σου. Κόβεις το τραπέζι, τις καρέκλες, τα χέρια μου,
τα μαδέρια που στρώσαμε να προσποιηθούν στέρεο πάτωμα,
προσεχτικά με μαχαίρι και πιρούνι, μη λερώσεις τον τέλειο πίνακα που
φτιάξαμε,
λες κι έχει σημασία –
δεν έχει
όπως και νά ’ναι, σου θυμίζω πέρασε η ώρα
και σου λέω να προλάβεις,
να προλάβεις να με γαμήσεις γιατί τα μεσάνυχτα
θα γίνω κολοκύθα – ψέματα, θα γίνω αυτό το πιάτο φαΐ
που ποτέ δεν άγγιξες, που έκοψες κομματάκια κομματάκια κομματάκια,
έμεινες να το κοιτάζεις μέχρι ο πόθος σου να σου προκαλέσει αηδία,
σηκώθηκες από το τραπέζι κι έκανες γύρους γύρους την αυλή, μες τα
μεσάνυχτα,
να κοροϊδέψεις την πείνα σου
και την πραγματικότητα και τη νεκρή σου φύση:
το πεθαμένο σου χώμα, τον πεθαμένο σου ουρανό και το μυαλό σου, που έλιωσε
με τα κομμάτια στο πιάτο που δεν άγγιξες.

Οι λοιπές συλλογές δε μάλαξαν την καρδιά μου. Οφείλω, όμως, μια κάποια αναφορά σε ορισμένες από αυτές. Επαρκής γραφιάς, ο Πάτροκλος Λεβεντόπουλος δε με εντυπωσίασε με τη συλλογή του, η δε επανερχόμενη αναφορά του στα λογοτεχνικά κυκλώματα και τους μηχανισμούς αποδώσεως βραβείων με απώθησε. Σταθερά φλύαρος, νομίζω ότι δεν ελέγχει τα εκφραστικά του μέσα, ωστόσο τα ποιήματά του διακρίνονται για την υποβλητική τους ατμόσφαιρα, την έξυπνη ειρωνεία τους και την ενδιαφέρουσα χρήση της γλώσσας. Ο Ψάρρας, με τα δημοτικά της επόμενης μέρας, πραγματοποίησε μια ενδιαφέρουσα απόπειρα με ωραίες στιγμές, οι οποίες, όμως, χάνονται σ’ ένα λιποβαρές σύνολο. Η Ευσταθία Δήμου με τα Σονέτα της, σε μια άψογη των εκδόσεων Gutenbergτης μικράς Αγγλίας και ιδιαίτερης πατρίδας μου έκδοση, παρουσίασε κάποιες καλές στιγμές, όχι όμως αρκετές ώστε να κλείσω την ανάγνωση της συλλογής της ικανοποιημένος.

Ευχαριστώ άπαντες ποιητές και ποιήτριες για την αποστολή και την εμπιστοσύνη τους. Εύχομαι σε όλους καλή χρονιά και υγεία για όλο τον κόσμο. Κλείνω παραθέτοντας τον πλήρη κατάλογο των συλλογών που έλαβα, προκειμένου να είμαι ελέγξιμος και επιδεικτικός της λατρείας του Popper.

1. Ανδρέας Τσιάκος, Ο Λαιμός Του Δήμιου, StrawDogs
2. Γιώργος Γκανέλης, Εκτός Εαυτού, Στοχαστής
3. Σοφία Σακκελαρίου, Ζωογραφίες, Μελάνι
4. Πάτροκλος Λεβεντόπουλος, Κακίες Και Ακακίες, Γαβριηλίδης
5. Ελευθερία Σταυράκη, Ιθαγένεια, Απόπειρα
6. Ευσταθία Δήμου, Σονέτα, Gutenberg
7. Ιωάννης Ψάρρας, Τα Δημοτικά Της Επόμενης Μέρας, Θράκα
8. Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου, Μοναχοπαίδι, Βακχικόν
9. Μαρία Ανδρεαδέλλημ Το Τ€λος Της Θλίψης, Ιδιωτική Έκδοση
10. Αντρέας Πολυκάρπου, Απρόσωπα Φαγιούμ, Βακχικόν
11. Αθηνά Ανδρουλάκη, Οι Μύλοι Της Θάλασσας, Γαβριηλίδης
12. Θεοδόσης Κοντάκης, Τελευταία Εποχή, Θράκα
13. Στέλιος Ροΐδης, Η Σοκολάτα Και Το Κερί, StrawDogs
14. Λεωνίδας Γαλάζης, Ληξιπρόθεσμες Επαγγελίες, Φαρφουλάς
15. Μιχάλης Κ. Βακρινός, Νους νεκρός εν τη γενέσει του, Διάνυσμα
16. Λεωνίδας Χ. Μπόμπας, Παραμονή, Φολόη
17. Ανδρέας Χρίστου Πούλλος, Ποιητικό Κολάζ ή Παραλλαγές Πάνω Σε Ένα Θέμα ΙΙΙ, Ιδιωτική Έκδοση
18. Μαίρη Αλέξη, Αλάτι, Πολύτροπον
19. Νίκος Σκούτας, Μικρό Άπειρο, Κέδρος


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221