`
Για εσένα που αναζητείς ακόμα το όνομα σου μέσα σου
`
Ήταν μια Πρωτοχρονιά διαφορετική από όλες τις άλλες, τέτοια που ούτε οι αρκετά μεγαλύτεροι του, πόσο μάλλον οι νεότεροι, δεν ενθυμούντο προηγούμενη. Ποια άλλη Πρωτοχρονιά η μετεωρολογική υπηρεσία είχε εκδώσει προειδοποιητικό δελτίο για τόσα - και σε τέτοιο έντονο βαθμό - ακραία καιρικά φαινόμενα; Δριμύτατο κρύο, σφοδροί άνεμοι και υψηλή χιονόπτωση που στα ελάχιστα διαλείμματα της θα υπήρχε καταρρακτώδης βροχή, αν όχι καταιγίδα. Καθένα μόνο του ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστο για την περιοχή του κόσμου όπου είχε γεννηθεί και ζούσε, ακόμα περισσότερο όλα μαζί συγκεντρωμένα, για οποιαδήποτε χρονική στιγμή και όχι μόνο για την Πρωτοχρονιά. Αλλά αυτή η συγκυρία ήταν επόμενο να προκαλέσει αίσθηση και ποικίλες αντιδράσεις.
Οι δεισιδαίμονες είχαν αρχίσει ήδη να μιλούν, για μιαν ακόμα φορά, για «τα ύστερα του κόσμου». Ο ίδιος, πάντα ψύχραιμος και αρκετά ενημερωμένος ώστε να ξέρει ότι η κλιματική αλλαγή δεν είχε αφήσει πλέον ανεπηρέαστη και την τελευταία γωνιά του πλανήτη, προφανώς δεν το έβλεπε έτσι. Του είχε κάνει όμως εντύπωση το πόσο αισθητή είχε αποφασίσει να κάνει την παρουσία της η φύση – έστω και με έναν καθόλου ευχάριστο τρόπο – σε μια γιορτή η οποία, αν το καλοσκεφτόταν κανείς, ήταν ίσως η πιο κενή περιεχομένου από όσες είχε καθιερώσει ποτέ η ανθρωπότητα. Και η εντύπωση που του είχε προκαλέσει αυτό το γεγονός ήταν τόσο μεγάλη ώστε τον ώθησε να πάρει και αυτός μια απόφαση.
Ήδη δυο ημέρες πριν, όταν η πρόγνωση της μετεωρολογικής υπηρεσίας μετατράπηκε σε βεβαιότητα και εκδόθηκε η οριστική πια προειδοποίηση, επικοινώνησε με τους τρεις – τέσσερις φίλους ή γνωστούς που τον είχαν προσκαλέσει για το καθιερωμένο «πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν». Αρνήθηκε την πρόσκληση του ενός μετά τον άλλο με την ίδια τυπική και ευγενική δικαιολογία, «μια υποχρέωση κάπου αλλού». Ακόμα και αν ήθελε να τους πει τον αληθινό λόγο που δεν αποδεχόταν την πρόσκληση τους θα ήταν αδύνατο γιατί πολύ απλά δεν θα τον πίστευαν.
Αλλά και αν τον πίστευαν, ποιος άραγε θα καταλάβαινε ότι την μοναδική Πρωτοχρονιά που θα ζούσε στην ζωή του στην οποία την παράσταση από τους – έστω και εκβιαστικά – χαρούμενους ανθρώπους που γιόρταζαν «την έλευση του νέου έτους» θα έκλεβε η φύση προτιμούσε να την περάσει μαζί της; Μαζί, δίπλα μάλλον στην φύση που εκείνη την νύχτα θα έδειχνε την αδάμαστη δύναμη της, την μία και μοναδική αληθινή φυσική δύναμη. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να θέλει κάτι τέτοιο και μάλιστα περιμένοντας την Πρωτοχρονιά; Μόνον ένας τρελός, έτσι δεν είναι;
Ναι, πολύ ωραία θα μπορούσε να είναι τρελός, σκέφτηκε για όχι πρώτη φορά στην ζωή του καθώς έβαζε μπροστά την μηχανή του αυτοκινήτου για να ζεσταθεί λίγο ώστε να μπορέσει να ξεκινήσει. Απόδειξη ότι δεν ήταν σίγουρος γιατί το έκανε, για να αναμετρηθεί με την τεράστια δύναμη της φύσης ή για να αντλήσει λίγη από αυτή; ‘Η μήπως και για τα δύο ταυτόχρονα; Μια ερώτηση που, κατά βάθος το ήξερε, δεν θα κατάφερνε να απαντήσει ποτέ…
Η ένδειξη της θερμοκρασίας του κινητήρα στο ταμπλό έγινε επιτέλους κανονική, άναψε τα φώτα πορείας στην υψηλότερη σκάλα, ξεπάρκαρε και ξεκίνησε. Λίγο μετά τις δέκα το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς αλλά, αντίθετα με κάθε προηγούμενο χρόνο, σε όλο το αρκετά μεγάλο μήκος του ευθύ δρόμου δεν φαίνονταν προβολείς ούτε ενός άλλου αυτοκινήτου, όπως επίσης και στον καθρέφτη του. Καθόλου παράξενο όταν παντού υπήρχε ήδη ένα λευκό χαλί πάχους τουλάχιστον δέκα εκατοστών και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει, ακατάπαυστα και τόσο πυκνό ώστε οι καθαριστήρες που δούλευαν στο φουλ πάνω στο θερμαινόμενο παρμπρίζ με το ζόρι κατόρθωναν να δημιουργούν ένα άνοιγμα το οποίο του επέτρεπε να βλέπει καθαρά για μια στιγμή πριν να γινόταν και αυτό πάλι θολό όπως το υπόλοιπο τζάμι.
Δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει καθώς θυμήθηκε τον συνάδελφο που το μεσημέρι πριν σχολάσουν έλεγε ότι αντί και για ταξί ακόμα εκείνο το βράδυ θα έπρεπε να κυκλοφορούν εκχιονιστικά μηχανήματα. Ήταν και για τον ίδιο μια πρωτόγνωρη εμπειρία να οδηγεί στους δρόμους της πόλης όπου είχε ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του με τις ειδικές αλυσίδες στους τροχούς. Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού του την απολάμβανε μάλιστα καθώς ήξερε πως ήταν πολύ απίθανο να την ζούσε ξανά. Σε ένα περισσότερο και από δεύτερο επίπεδο σκέψης όμως γιατί όλη η προσοχή και η αντίληψη του ήταν επικεντρωμένη στην οδήγηση. Έπρεπε να υπενθυμίζει συνέχεια στον εαυτό του να μην περάσει το όριο ταχύτητας το πολύ των δέκα πέντε χιλιομέτρων γιατί διαφορετικά ο κίνδυνος να βγει το αυτοκίνητο από τον δρόμο ή και να ανατραπεί θα γινόταν σίγουρα πραγματικότητα.
Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που είχε ξεκινήσει τόσο νωρίς για μια διαδρομή τόσο σύντομη ώστε οποιαδήποτε άλλη φορά, ακόμα και με κυκλοφοριακή συμφόρηση, χρειαζόταν μάξιμουμ μισή ώρα. Αν βέβαια κάποιος γνώριζε το πως σκόπευε να περάσει την στιγμή της αλλαγής του χρόνου και γιατί πιθανότατα θα απορούσε βλέποντας το αυτοκίνητο του να ακολουθεί την συγκεκριμένη διαδρομή. Γιατί, αφού ήθελε να βρεθεί τόσο κοντά στην φύση και μάλιστα στην πιο έντονη χειμερινή έκφραση της, το λογικό θα ήταν να κατευθυνθεί σε ένα από τα κοντινά βουνά που περιτριγύριζαν την πόλη. Με τις αλυσίδες στα λάστιχα και με αρκετή υπομονή θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και στην κορυφή ενός – δύο από αυτά τα οποία διέθεταν έναν χωματόδρομο που πήγαινε εκεί. Αυτός όμως οδηγούσε προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.
Από την στιγμή ήδη που είχε αποφασίσει πως θα περνούσε την Πρωτοχρονιά είχε επιλέξει, σχεδόν αυτόματα, και το μέρος στο οποίο θα το έκανε. Ένα υπερυψωμένο σημείο, κάτι σαν μικρό λόφο, αλλά ευτυχώς όχι με τόσο μεγάλη κλίση και αρκετά ομαλό ώστε να επιτρέπει την πρόσβαση αυτοκινήτου, στο παραλιακό μέτωπο της πόλης. Πήγαινε τρεις τέσσερις – φορές κάθε καλοκαίρι εκεί, πάντα μόνος του, όταν ήθελε να ηρεμήσει ή απλά να διώξει λίγο έστω από το άγχος που του προκαλούσε κάτι το οποίο τον απασχολούσε έντονα. Έβγαινε από το αυτοκίνητο και τις πιο πολλές φορές καθόταν στην άκρη του πλατώματος, εκεί που δεν υπήρχε ούτε καν το λίγο χώμα που σκέπαζε το βραχώδες πέτρωμα, ασφαλής αν και τα πόδια του ήταν στο κενό, με το ήρεμο συνήθως κύμα να σκάει μερικά μέτρα πιο κάτω τους. Καθόταν εκεί για μισή ώρα, κάποιες φορές και λίγο περισσότερο, απλά κοιτάζοντας την θάλασσα και ακούγοντας τον σιγανό παφλασμό του κύματος. Ήταν κάτι που έκανε από πολύ μικρός όταν ένιωθε την ανάγκη και το μπορούσε, ο δικός του τρόπος χαλάρωσης και διανοητικής, κάποτε ακόμα και σωματικής ξεκούρασης.
Όταν όμως έφτασε εκεί, γύρω στις έντεκα και τέταρτο πια, ούτε καν του είχε περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι θα έκανε το ίδιο. Και μόνο το σχεδόν πολικό κρύο και η ορμή του χιονιού που έπεφτε το απαγόρευαν, ακόμα και αν δεν λυσσομανούσε απειλητικά ο αέρας με σχεδόν δέκα μποφόρ. Έσβησε την μηχανή αλλά όχι φυσικά και το air condition και τους υαλοκαθαριστήρες, αμφότερα εξακολουθούσαν να δουλεύουν στο μέγιστο δυνατό. Και έμεινε εκεί, στην ζεστασιά που του εξασφάλιζε ο κλιματισμός, κοιτάζοντας κατευθείαν εμπρός, όσο τον άφηναν οι αστραπιαίες διακοπές της θολότητας του παρμπρίζ στο σημείο της θέσης του οδηγού.
Από το στερεοφωνικό του αυτοκινήτου ακουγόταν σε δυνατή αλλά όχι ενοχλητική ένταση το περιεχόμενο του stick που είχε ετοιμάσει ειδικά για την περίσταση. Του είχε φορτώσει μόνο τραγούδια του Frank Sinatra και του Nat King Cole, όχι όμως τα χριστουγεννιάτικα τους που χωρίς αμφιβολία θα ακούγονταν εκείνη την στιγμή σε πάρα πολλά σημεία της υφηλίου αλλά αρκετά από τα υπόλοιπα, τα μεταφορικά και κυριολεκτικά διαχρονικά. Γιατί; Απλά επειδή του φαινόταν ότι μόνον οι φωνές αυτών των δύο εκλεκτών κυρίων ταίριαζαν τόσο πολύ με την συγκεκριμένη νύχτα, τον συγκεκριμένο καιρό, την συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Τραγούδια σαν το «Orange Colored Sky» του Nat το οποίο πολύ ωραία θα μπορούσε να πιστέψει ότι είχε γραφτεί για εκείνη ειδικά τη νύχτα παρότι η χιονόπτωση ήταν τόσο πυκνή ώστε, από το ελάχιστο που μπορούσε να τον διακρίνει, έκανε τον ουρανό να δείχνει σα να ήταν σκεπασμένος με την πιο βαριά συννεφιά.
Τόσο το θέαμα όσο και η συνολική αίσθηση όμως που του προκαλούσε το μέρος δεν είχαν την παραμικρή σχέση με αυτή την οποία είχε όταν βρισκόταν εκεί τα καλοκαίρια. Ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός ώστε έκανε το κύμα να σηκώνεται αγριεμένο, σχεδόν απειλητικό, τουλάχιστον δύο μέτρα πάνω από την άκρη του βράχου όπου συνήθιζε να κάθεται. Ταυτόχρονα χοντρές νιφάδες βομβάρδιζαν επιθετικά, ανηλεώς την κορυφή του ενώ όμως και αυτό, εισβάλλοντας αρκετά μέτρα στην ξηρά, σάρωνε τόσο πολύ το χιόνι ώστε έκανε να φαίνεται η επιφάνεια του βράχου. Για κλάσματα του δευτερολέπτου φυσικά γιατί οι νιφάδες δεν σταματούσαν να πέφτουν, τόσο πολλές και πυκνές και σε ακανόνιστες, τρελές τροχιές, σα να περιφρονούσαν την κινητήρια δύναμη τους, αυτήν της βαρύτητας, ώστε το στρώμα του άρχιζε να σχηματίζεται και πάλι σχεδόν αμέσως.
Αν και φαινόταν όμως ότι όλη η νύχτα θα πήγαινε έτσι κατά τις δώδεκα παρά τέταρτο ξαφνικά, εντελώς απότομα, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Διαισθάνθηκε με κάποιο τρόπο την αλλαγή πριν ακόμα την διαπίστωσε με τα μάτια του. Το μοναδικό στοιχείο της ήταν ο άνεμος αλλά ήταν πολύ σημαντικό και για τα υπόλοιπα. Η ένταση του άρχισε να μειώνεται σταδιακά αλλά και ταχύτατα και μέσα σε πέντε λεπτά μπορεί να είχε φτάσει και στο μισό ακόμα αυτής που είχε μέχρι τότε. Τα αποτελέσματα αυτής της μείωσης έγιναν αμέσως ορατά. Το κύμα άρχισε να χαμηλώνει και μετά από άλλα πέντε λεπτά δεν φαινόταν πια πάνω από την άκρη του βράχου, είχε επιστρέψει στην συνηθισμένη του θέση, στην ρίζα του. Αντίστοιχα και οι νιφάδες του χιονιού, πάντα το ίδιο πυκνές και πολλές, έπεφταν πια σχεδόν κατακόρυφα, μόνο με ένα μικρό στροβίλισμα λίγο πριν αγγίξουν το έδαφος ή χαθούν κάτω από την άκρη του βράχου, απολύτως υπάκουες πλέον στο νόμο της βαρύτητας που τις όριζε.
Μάντεψε ότι και η θερμοκρασία θα είχε αλλάξει και έκανε το μόνο που μπορούσε για να το διαπιστώσει. Άνοιξε την πόρτα και όταν δυο λεπτά αργότερα το εσωτερικό του αυτοκινήτου δεν είχε μετατραπεί σε ψυγείο, κάτι που λίγο πριν δεν θα μπορούσε να αποτρέψει ούτε το air condition το οποίο φυσικά εξακολουθούσε να λειτουργεί στο μάξιμουμ, αποδείχθηκε ότι είχε δίκαιο. Χωρίς δισταγμό βγήκε από το αυτοκίνητο και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Το κρύο βέβαια ήταν ακόμα περισσότερο και από τσουχτερό αλλά τουλάχιστον ήταν πια ανεκτό, μπορούσε κανείς να σταθεί και πολύ περισσότερο να προχωρήσει χωρίς να παγώνει όλο και περισσότερο κάθε λεπτό που περνούσε. Σήκωσε λοιπόν μόνο το γιακά του εφοδιασμένου με fleece μπουφάν του δίχως όμως ούτε καν να σκεφτεί να βάλει την κουκούλα. Αντίθετα με την βροχή, ειδικά την έντονη, που πάντα τον εκνεύριζε δεν τον ενοχλούσε ποτέ το να μην προφύλασσε το κεφάλι του από το έστω και πυκνό χιόνι. Τουναντίον του άρεσε, ακόμα και το να βλέπει τις λευκές νιφάδες στα μαλλιά του πριν αρχίσουν να λιώνουν με τον αργό ρυθμό τους.
Περπάτησε, στην αρχή αργά και μετά όλο και πιο γρήγορα, προς την άκρη του βράχου. Το θέαμα το οποίο αντίκρισε όταν έφτασε εκεί διέφερε τρομερά από αυτό που έβλεπε από το ίδιο σημείο τα καλοκαίρια. Μπορεί να μην ήταν γαλήνιο όπως τότε αλλά ήταν τόσο όμορφο όσο ελάχιστα άλλα που είχε δει στην ζωή του και ταυτόχρονα, με έναν παράδοξο τρόπο, συναρπαστικό. Οι νιφάδες έπεφταν προς την θάλασσα το ίδιο κατακόρυφα όπως και στην ξηρά και η ταλάντωση τους γύρω από τον άξονα τους ήταν ακόμα μικρότερη από πριν καθώς ο αέρας είχε ελαττωθεί και άλλο. Αυτό είχε βέβαια σαν συνέπεια και η επιφάνεια της θάλασσας να είναι πια σχεδόν εντελώς ήρεμη, μόνο με έναν ανεπαίσθητο κυματισμό. Οι νιφάδες που έπεφταν ανεμπόδιστες πια δεν την βομβάρδιζαν όπως πριν, απλά την άγγιζαν σα να την θώπευαν ή ίσως και να την φιλούσαν. Αυτό βέβαια συνέβαινε για απειροελάχιστο χρόνο. Γιατί η επαφή του στερεοποιημένου νερού που έδειχνε λευκό ενώ φυσικά ήταν άχρουν όπως είναι πάντα το νερό με εκείνο της θάλασσας το οποίο δείχνει γαλάζιο την ημέρα και μαύρο τη νύχτα ενώ προφανώς επίσης είναι άχρουν και διαφανές έκανε – καθώς είχε και πολύ σοβαρό λόγο να υποθέτει ότι μετά την πτώση του ανέμου η θερμοκρασία της θάλασσας ήταν αρκετά υψηλότερη από της ατμόσφαιρας - το πρώτο να υγροποιείται ακαριαία και να απορροφάται εντός του απέραντου δεύτερου.
Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει, σκέφτηκε αυθόρμητα και, για πρώτη φορά, το συμπλήρωσε ενστικτωδώς με το ύδωρ ει και εις ύδωρ μετέλθει. Το νερό, η υγροποιημένη μορφή της ύλης, τόσο σημαντικότερη από την στερεά με την οποία συνηθίζουμε να την ταυτίζουμε και από την οποία προέρχεται τόσο η στερεά όσο και η πιο άπιαστη, η αέρια. Το ύδωρ που ρέει εντός και εκτός των πάντων, ορατό τε και αόρατο αλλά πάντοτε παρόν. Το νερό από το οποία ξεκινούν τα πάντα και επιστρέφουν σε αυτό. Ακόμα και η ίδια η ζωή, για να καταλυθεί και στη συνέχεια να αναγεννηθεί, ξανά και ξανά, μέσα του.
Προσπαθώντας να δει καλύτερα το μαγευτικό σμίξιμο των υδάτων ασυνείδητα πάτησε στις μύτες των ποδιών του για να ανασηκωθεί λίγο. Αν και είχε προνοήσει να φοράει τα κατάλληλα παπούτσια το χιόνι που έπεφτε πάνω στην τραχιά επιφάνεια του βράχου η οποία δεν μπορούσε να το απορροφήσει είχε αρχίσει ήδη να μετατρέπεται κατά μεγάλο μέρος σε πάγο και αισθάνθηκε ότι γλιστρούσε. Ισως όμως και να ήταν η ιδέα του ή ο φόβος γιατί στεκόταν πολύ κοντά στην άκρη του βράχου. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τον ώθησε να κάνει μισό βήμα πίσω, εκεί που δεν είχε προλάβει ακόμα να δημιουργηθεί πάγος. Το λεπτότερο από πριν στρώμα χιονιού υποχώρησε κάτω από το βάρος του και ένιωσε ότι τα πόδια του πάτησαν περισσότερο ακόμα και από σταθερά, απολύτως στέρεα πάνω στον βράχο. Μετά το νερό και η γη έκανε αισθητή την παρουσία της, στην πιο στερεή και σκληρή μάλιστα μορφή της.
Ακολουθώντας έναν συνειρμό που μάλλον δεν συνελάμβανε καν έστρεψε τα μάτια του προς τα επάνω, εκεί που συνήθως κοιτάζουμε, ακόμα και νοερά, όταν θέλουμε κάπως να δώσουμε εικόνα στο αόρατο τρίτο στοιχείο, τον αέρα. Η χιονόπτωση δεν είχε πάψει να είναι ούτε στο ελάχιστο πυκνή αλλά η – για τα δεδομένα της εποχής του έτους και ιδιαίτερα εκείνης της νύχτας – σχεδόν νηνεμία που επικρατούσε έκανε τις νιφάδες να μην μοιάζουν πια με βαριά σύννεφα. Ήταν απλά πολύ και πυκνό χιόνι που έπεφτε και πλέον από πάνω του διακρινόταν ο ουρανός, σε αρκετά σημεία του και έναστρος.
Οπως και πολλές άλλες φορές το βλέμμα του αναζήτησε ένα συγκεκριμένο άστρο και μόλις το εντόπισε καρφώθηκε σε αυτό. Ανέκαθεν και χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί ήταν το αγαπημένο του, ένα από τα λαμπρότερα στον ουρανό όταν ήταν ορατό από την περιοχή του κόσμου όπου ζούσε, ο α του Ωρίωνα, ο Μπετελγκέζ. Ένα χαμόγελο πέρασε από το πρόσωπο του μέσα στο σκοτάδι καθώς σκέφτηκε ότι επί χιλιετίες θεολόγοι, αστρονόμοι αλλά και αστρολόγοι, ακόμα και φιλόσοφοι συζητούσαν και διαφωνούσαν για το ποιο ουράνιο σώμα ή τι είδους ήταν το ανάλογο φαινόμενο που αναφέρεται ως το «αστέρι» που οδήγησε τρεις «Μάγους» σε μια φάτνη την πρώτη νύχτα Χριστουγέννων στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Κάποιοι κατέφευγαν στην πιο εύκολη και προφανή λύση του αινίγματος, ότι δεν ήταν άλλο από το αρχαιότερο ίσως επιβεβαιωμένο σημείο προσανατολισμού, τον Πολικό Αστέρα.
Οχι ότι θα ρωτούσαν φυσικά ποτέ εκείνον αλλά, αν το έκαναν, θα τους έλεγε ότι θα μπορούσε, μάλλον ήταν σίγουρα ο Μπετελγκέζ. Επειδή έτσι του φαινόταν καλύτερο, επειδή ο Μπετελγκέζ του άρεσε περισσότερο από όλα τα άστρα καθώς ήταν για αυτόν το πιο λαμπερό από όλα. Αρα και η μεγαλύτερη και σημαντικότερη πηγή φωτός, μετά φυσικά από τον ήλιο του πλανητικού του συστήματος. Το ουράνιο φως, η πλέον ορατή μορφή ενέργειας, με άλλα λόγια αυτό - και κατά προέκταση η πηγή του την οποία αγαπούσε περισσότερο, ο Μπετελγκέζ – που αποτελούσε κατά μιαν έννοια την φιλοσοφική λίθο του σύμπαντος. Ή και την κοσμική λυδία λίθο, μέσο διακρίβωσης και μέτρο σύγκρισης για οποιονδήποτε και οτιδήποτε δεν ανήκει στο σκότος αλλά στο φως και μόνο σε αυτό.
Η άκρη του ματιού του έπιασε τις λάμψεις από τα πυροτεχνήματα και στα αυτιά του έφτασαν μακρινοί θόρυβοι και κρότοι από τους κανονιοβολισμούς από την πόλη, κάπου πίσω του. Κατάλαβε ότι είχαν φτάσε μεσάνυχτα, η στιγμή της αλλαγής του χρόνου αλλά αυτό, όπως και κάθε προηγούμενη φορά, δεν σήμαινε απολύτως τίποτα για εκείνον. Το μόνο που ίσως του έκανε ήταν να καταστήσει ακόμα πιο έντονη μια αναζήτηση που είχε κυριεύσει όλο του το είναι δίχως να συνειδητοποιεί το μέγεθος της. Ώσπου ένα πρόσωπο πέρασε από το μυαλό του και αμέσως ένιωσε μια ζέστη στην καρδιά του που αστραπιαία μετατράπηκε σε φλόγα η οποία τον πύρωνε έσωθεν. Να λοιπόν και το τέταρτο στοιχείο, η φωτιά, τα πάντα ήταν πλέον στη θέση τους ολοκληρώνοντας το σύνολο.
Αισθάνθηκε μια ηρεμία, πολύ πιο ουσιαστική και βαθιά από αυτήν που ένιωθε όταν κοιτούσε τη θάλασσα από το ίδιο σημείο τα καλοκαίρια, να διαχέεται παντού μέσα του, τόση ώστε ακόμα και οι μύες του σώματος του χαλάρωσαν παρά το κρύο το οποίο δεν είχε βέβαια ελαττωθεί περισσότερο από την στιγμή που είχε βγει από το αυτοκίνητο. Με αργές κινήσεις άναψε τσιγάρο και απόλαυσε την πρώτη ρουφηξιά καπνού μετά από αρκετή ώρα με το βλέμμα του στραμμένο και πάλι στον Μπετελγκέζ, στην πραγματικότητα όμως αυτή τη φορά κοιτάζοντας πολύ πιο πέρα και μακριά από αυτόν. Είχε βιώσει και άλλες τέτοιες στιγμές συνειδητοποίησης του τι υπάρχει, τι όχι και ποια ήταν η δική του θέση μέσα σε αυτό αλλά καμία τόσο διαυγή όσο αυτή. Εκείνη τη στιγμή, ελάχιστα μετά την αρχή ενός «καινούριου χρόνου», καθώς στεκόταν μόνος του, καπνίζοντας πάνω σε ένα βράχο μέσα στην ησυχία της νύχτας και την παγωνιά, δεν είχε απλά πλήρη αυτογνωσία αλλά και την εμπειρία της πλέον απόλυτης ενσυνείδησης. Ένα αληθινό stream of consciousness, όπως θα έλεγαν και οι σύγχρονοι Αγγλοσάξονες λόγιοι.
Ναι, οι αλχημιστές του Μεσαίωνα είχαν κατά βάση δίκαιο. Το σύμπαν αποτελείται καταρχήν από τα τέσσερα στοιχεία, όπως είχαν πει, μαζί όμως με ένα πέμπτο, εκείνο που μερικοί από αυτούς δαπάνησαν την ζωή τους αναζητώντας το μάταια - ίσως γιατί το έψαχναν στην εντελώς λάθος κατεύθυνση – το οποίο είναι και το σημαντικότερο όλων. Το σχεδόν μυθικό αυτό πέμπτο στοιχείο δεν είναι άλλο από τον χρόνο, τον συνεκτικό κρίκο ανάμεσα στην γη, το νερό, τον αέρα και την φωτιά που ταυτόχρονα τα κρατάει στη θέση τους ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη του συνόλου. Τον χρόνο, αυτό το θαυμαστό άναρχο και ατελεύτητο συνεχές που οι άνθρωποι επιμένουν ηλιθιωδώς να κατατεμαχίζουν τεχνητά σε κομματάκια που τους δίνουν ονόματα όπως Πρωτοχρονιά, Σαββατοκύριακο ή ακόμα και «διακοπές» (τίνος άραγε, της ροής του ή αυτής της ζωής τους;). Πιστεύοντας ίσως έτσι, ακόμα πιο ηλιθιωδώς, ότι μπορούν να νικήσουν, έστω και προσωρινά, ένα στοιχείο της φύσης, το πλέον πανίσχυρο όλων.
Γιατί, σε ένα άλλο επίπεδο και με μια πιο ενδελεχή εξέταση, το σύμπαν δεν είναι παρά ένας ωκεανός από χρόνο. Του χρόνου που εντέλει ορίζει ακόμα και τον χώρο, ας μην ξεχνάμε ότι τις συμπαντικές αποστάσεις δεν τις μετράμε με οποιοδήποτε πολλαπλάσιο του μέτρου αλλά με έτη φωτός. Ενας ωκεανός χρόνου ασύλληπτης έκτασης που μέσα του πλέουν θραύσματα ύλης σε διάφορες μορφές. Ενας ωκεανός χρόνου που όμως τον διασχίζει κατά μήκος, πλάτος και εγκάρσια, προς όλες τις δυνατές κατευθύνσεις, σαν ιδιότυπο θαλάσσιο ρεύμα, ένα Gulf Stream του σύμπαντος, το μοναδικό πράγμα που διαθέτει τόση δύναμη ώστε να μπορεί, αν όχι να νικήσει, να τιθασεύσει έστω αυτή του χρόνου, δηλαδή η ενέργεια.
Τι κάνει η πλειοψηφία της ανθρωπότητας μέσα σε αυτό το χρονοχωρικό σύμπαν; Παγιδεύεται σε μιαν άνιση μάχη με τον χρόνο, αν και γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι εκ των προτέρων χαμένη, δεν είναι τυχαίο ότι τον αποκαλεί πανδαμάτορα/ Κυριότερο, αν όχι μοναδικό, όπλο της σε αυτή την μάχη θεωρεί το να γραπώνεται απεγνωσμένα στην ύλη, προσπαθώντας ίσως έτσι υποσυνείδητα να υπερνικήσει, έστω να υπερβεί προσωρινά, την εγγενή φθαρτότητα της δικής της ύλης, αυτής από την οποία αποτελείται. Έτσι βέβαια χάνει την μοναδική της δυνατότητα να βγει όχι αλώβητη, αυτό είναι ανέφικτο, αλλά έστω με τις μικρότερες δυνατές απώλειες από την αναπόφευκτη σύγκρουση της με το βασικό δομικό στοιχείο του σύμπαντος, τον χρόνο. Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος για αυτό από το να αφεθεί οικειοθελώς να την παρασύρει το ενεργειακό ρεύμα, να ενώσει την ενέργεια της με την δική του μέχρι που να ταυτιστεί, να γίνει ένα μαζί του. Μόνον έτσι θα μπορέσει κάποτε, έστω την ύστατη στιγμή, να φτάσει στον ποθητό προορισμό της αυτοπραγμάτωσης.
Και ο ίδιος; Το κατάφερνε μήπως αυτό; Δεν το ήξερε και πιθανότατα δεν θα το μάθαινε ποτέ, ίσως κάποτε κάποιοι άλλοι να αποφαίνονταν στη θέση του. Για το μόνο που ήταν σίγουρος ήταν ότι γνώριζε πολύ καλά ποιος ή μάλλον τι ήταν και που βρισκόταν. Ήταν ένας κόκκος συμπαντικής σκόνης όπως αναρίθμητοι άλλοι πάνω σε ένα σβόλο χώματος που απλά ήταν λίγο πιο πράσινος και γαλάζιος από τόσους άλλους όμοιους του οι οποίοι ήταν χαμένοι μέσα στην απεραντοσύνη του χρονοχωρικού στερεώματος.
Πόση εξωφρενική ασημαντότητα αλήθεια…Πώς την αντιπαρέρχεσαι, πώς δεν αφήνεις την ματαιότητα να σε κυριεύσει; Εκείνος τουλάχιστον μόνον ένα τρόπο είχε καταφέρει να βρει στην διάρκεια της ζωής του, το να συνειδητοποιήσει και να αποδεχθεί αυτή την ασημαντότητα όσο το δυνατόν περισσότερο. Έτσι είχε καταφέρει να κατανοήσει ότι δεν μπορείς να υπερβείς το κενό παρά μόνο πληρώνοντας το και την έλλειψη παντός νοήματος με το να προσδώσεις νοηματοδότηση. Και αυτό αντίστοιχα δεν μπορείς να το κάνεις παρά πυκνώνοντας κατά μιαν έννοια τον χρόνο, συμπυκνώνοντας μέσα στο ελάχιστο τμήμα του το οποίο σου αναλογεί όσο το δυνατόν περισσότερη από την γνώση και την σοφία τις οποίες εμπεριέχει η απεραντοσύνη του αλλά και όσο γίνεται πιο πολλές από τις δυνητικά άπειρες νέες εμπειρίες και βιώματα που φέρει στο αέναο πέρασμα του.
Δεν υπάρχει όμως άλλωστε και καμία άλλη επιλογή. Πώς αλλιώς να λειτουργήσεις μέσα σε ένα δυσαρμονικό σύμπαν που όμως, παρά την μη τονικότητα του, την έμπρακτη άρνηση και όχι την έλλειψη της δηλαδή, καταφέρνει να παίζει τις πιο όμορφες και λεπταίσθητες, τρυφερές ακόμα και εντός της σκληρότητας τους μελωδίες; Ένα σύμπαν που όσο αυξάνεται η εντροπία του άλλο τόσο γίνεται ορατή, απτή σχεδόν και επιτακτική η νομοτέλεια για οτιδήποτε συμβαίνει σε αυτό; Ένα σύμπαν που διακατέχεται από μια μόνιμη φίλια αντιπαλότητα, σα να σε παρακινεί μάλλον παρά να σε προκαλεί να το δαμάσεις; Ένα σύμπαν που πίσω και από τις πλέον τυχαίες, ακόμα και χαοτικές εκφάνσεις και εκφράσεις του ολοφάνερα υπάρχει μια μελετημένη κανονικότητα άλλου τύπου, τέτοια που δεν αντιλαμβάνεσαι καν; Δεν μπορείς παρά να ακολουθήσεις τις αρχές μάλλον παρά τους νόμους του. Είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις αφού είσαι τμήμα του, έστω τόσο μικρό και ασήμαντο. Διαφορετικά πρέπει να δεχθείς ότι δεν είσαι. Και αν δεν είσαι μέρος του σύμπαντος…τότε λυπάμαι αλλά αυτοκαταργείσαι φίλε!
Και επειδή δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να αυτοκαταργηθεί δεν είχε διανοηθεί ποτέ να παρακούσει τις αρχές και τις επιταγές του σύμπαντος. Μια από αυτές ήταν ότι εκτός από τον ωκεανό του συμπαντικού χρόνου υπάρχουν και συγκριμένες υποδιαιρέσεις του, ψήγματα μικροχρόνου που αφορούν ένα ή περισσότερα υποκείμενα του τα οποία εντός αυτών πρέπει να προβούν σε συγκεκριμένες πράξεις, ακόμα και αν δεν κατανοούν, εκείνη τη στιγμή ή και ποτέ, τους λόγους για αυτό. Στον δεδομένο μικροχρόνο λοιπόν ήταν σαν κάτι να του είπε πως οτιδήποτε είχε να κάνει εκείνο το βράδυ πάνω στον βράχο είχε τελειώσει και είχε φτάσει η στιγμή να γυρίσει στο αυτοκίνητο για να επιστρέψει στη συνέχεια στην πόλη, να βρεθεί ξανά ανάμεσα στους υπολοίπους του είδους του.
Αυτό έκανε και, παρότι δεν είχε κανένα πρόβλημα όση ώρα στεκόταν εκτεθειμένος πάνω στον βράχο, δεν μπόρεσε να αρνηθεί ότι αισθάνθηκε μα ανακούφιση μόλις έκλεισε την πόρτα και τον αγκάλιασε η γλυκιά θαλπωρή πλέον που είχε απλώσει στο εσωτερικό του αυτοκινήτου το air condition το οποίο εξακολουθούσε να εκτελεί πιστά την αποστολή του. Ο Frankie τραγουδούσε εκείνη την στην στιγμή fly me to the moon, let me play among the stars. Ίσως και να ήταν αυτό που τον έκανε αντί να βάλει μπροστά την μηχανή, τουλάχιστον για να αρχίσει να ζεσταίνεται, με μια ξαφνική κίνηση να πιάσει το τηλέφωνο του.
Κάποιος που δεν ήξερε πως λειτουργούσε θα το θεωρούσε μάλλον στιγμιαία παρόρμηση αλλά εκείνος γνώριζε πολύ καλά ότι οι πυξίδες του χρονοχωρικού σύμπαντος δεν μπορούσαν φυσικά να είναι ίδιες με αυτές της γης με τον μαγνητικό βορρά τους. Δεν έχουν καν βορρά, πόσο μάλλον μαγνητικό αλλά δείχνουν άλλα σημεία για να διευκολύνουν τον προσανατολισμό όσων από τους ναυτιλλομένους του συμπαντικού ωκεανού δεν θέλουν να αποκλίνουν ποτέ από την ρότα τους. Πολλά και διαφορετικά κατά περίπτωση σημεία που κάποιες φορές μπορεί να είναι ακόμα και πηγές ζωτικής ενέργειας όπως μια ανθρώπινη φωνή. Η φωνή της…
`
********************************************************
Ο Θάνος Μαντζάνας είναι κριτικός μουσικής στην Αυγή, στο μουσικό της ένθετο Κόκκινη Καρφίτσα, στο musicpaper.gr και στο περιοδικό Ήχος Εικόνα. Επίσης κατά καιρούς έχουν δημοσιευθεί κείμενα του που αφορούν στην κριτική λογοτεχνίας και σε θέματα αισθητικής στο κυριακάτικο ένθετο της Αυγής «Αναγνώσεις». Είναι ο ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής της δημιουργικής κολεκτίβας Δις-Αρμονία η οποία διερευνά έμπρακτα την σχέση ορχηστρικής μουσικής και πεζογραφίας. Από το 2111 ασχολείται όλο και περισσότερο με την πεζογραφία με την μορφή διηγημάτων και νουβελών ενώ ετοιμάζει και το πρώτο του μυθιστόρημα.
