1. Γιώργος Χριστοδουλίδης, Πληγείσες Περιοχές/Γυμνές Ιστορίες, εκδόσεις Μελάνι, 2016
Να αναγνωρίζουμε τα δυνατά και τ’ αδύνατα σημεία του εαυτού μας, αποτελεί για τους περισσότερους τον ορισμό της “αυτογνωσίας”. Η αυτογνωσία είναι το ζητούμενο σε κάθε ψυχοθεραπευτική πρακτική, επομένως και του ποιητικού υποκειμένου. Πάμπολλοι ποιητές στις μέρες μας αγνοούν παντελώς από ποια θέση εκφέρουν το λόγο και σε ποιόν απευθύνονται, κι αυτό αυτομάτως τους υποβιβάζει στην συμπαθητική τάξη των ανοήτων. Η αυτογνωσία, φυσικά “δεν εξασφαλίζει από μόνη της υψηλό ποιητικό αποτέλεσμα”, για να παραφράσουμε τα λόγια του Παναγιώτη Νικολαΐδη εδώ στο “ποιείν” για τον Γιώργο Χριστοδουλίδη (Μόσχα, 1968), “αλλά πραγματώνεται επιτυχώς σε αισθητικά λειτουργική ποίηση πρωτίστως χάριν της ισχυρής, δύναμης του στίχου”. Και συνεχίζει για την έκτη ποιητική συλλογή του Γ. Χριστοδουλίδη “η δύναμη του στίχου του οφείλεται πρωτίστως στον επιτυχή, τις περισσότερες φορές, ποιητικά συγκερασμό μιας συγκρατημένης συγκίνησης με ένα διανοητικό-στοχαστικό στοιχείο, προϊόν ανήσυχου προβληματισμού και άγρυπνης σκέψης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητικός ρεαλισμός του Χριστοδουλίδη, αποδεικνύεται στις καλύτερές του στιγμές σε εξαιρετικό όπλο της γραφής, καθώς τον προφυλάσσει από τις παγίδες του ποιητικού ναρκισσισμού, ενώ παράλληλα του επιτρέπει να ψηλαφεί τραγικά βιώματα με την έσχατη λεκτική απλότητα. Με αυτό τον τρόπο, τα ιδιωτικά βιώματα του ποιητή δεν παραμένουν ασφυκτικά κλειστά στον χώρο των φευγαλέων εντυπώσεων του καθημερινού βίου, αλλά ανοίγονται προς μια βαθύτερη υπαρξιακή και πολιτισμική νοηματοδότηση”:
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ
ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
Τα μεσημέρια στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας
μας κυνηγούσε ένας ξαναμμένος αστυνομικός
με σορτσάκι
και ο περιβολάρης.
Ο πρώτος σκυλόβριζε που παίζαμε μπάλα
και του χαλούσαμε τον ύπνο
έπαιρνε μια ξύλινη βέργα και κατέβαινε
να μας σπάσει στο ξύλο.
Ο δεύτερος ουρλιάζοντας ακατανόητα
ένα αγρίμι
νόμιζε ότι θα μας τσακώσει
την ώρα που του κόβαμε τα μέσπιλα απ’ τα δέντρα.
Όμως εμείς ήμασταν πιο ξαναμμένοι από αυτούς.
Και πιο σβέλτοι.
Μου πήρε πάντως χρόνια
να υποψιαστώ
ότι ίσως πιο πολύ από μας
μισούσανε το γέλιο μας
κι ότι
η εξουσία και η ιδιοκτησία
δεν αγαπάνε τα παιδιά.
2. Γιάννης Στρούμπας, «Γραφείον ενικού τουρισμού», εκδ. Καλλιγράφος, Αθήνα 2016
Η τέταρτη συλλογή του ακρίτα Γιάννη Στρούμπα (Κομοτηνή, 1973), διεκδικεί ίσως τον τίτλο του πιο σαρκαστικού βιβλίου της χρονιάς. Τα υλικά του είναι ο αυτοσαρκασμός, η ειρωνεία, η σκωπτική διάθεση, το χιούμορ και ο πολιτικός σχολιασμός. Μια άκρως πολιτική -και ίσως, ακριβώς γι αυτό το λόγο- οξυδερκής ποίηση, που δεν είχε το αντίστοιχό της στη χρονιά που μας πέρασε. Καταγγελτικός χωρίς να χρησιμοποιεί την “ντουντούκα” άλλων πολιτικών ποιητών, δείχνει να έχει ως σκοπό την υψηλότερη φιλοδοξία του ποιητή: να αποτυπώσει την εποχή του. Κι αυτό το επιτυγχάνει χωρίς στόμφο, με μετρημένους στίχους και μια θαυμαστή απλότητα:
ΜΕ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
– Γλυκά καρπούζια Χρυσουπόλεως
με το μαχαίρι·
όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω.
Ναι·
Γλυκά καρπούζια Χρυσουπόλεως
οκτώ η ώρα πρωινιάτικα.
Πάλι μας έσφαξες
με το μαχαίρι,
μάστορα.
Πάνω στον ύπνο τον γλυκό.
3. Ελένη Κοσμά, «Φιλιά στη γη», εκδ. Πόλις, 2016
Η πρώτη ποιητική συλλογή είναι πάντα ένα στοίχημα όγκου: όσο πιο μικρή, τόσο και καλύτερη. Ο ποιητής πρέπει να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων τα 4/5 των στίχων του. Εμφανίζοντας το 1/5 της παραγωγής του, αφενός μας δίνει αμέσως το στίγμα του, αφετέρου κρατάει φύλλο για τις επόμενες κινήσεις του. Η Ελένη Κοσμά (Θεσσαλονίκη, 1984), μας ξάφνιασε με τα 14 ποιήματά της (ή αν θέλετε με τα 14 χαικού και τα 13 ποιήματα): ακόμη κι εμείς που δεν υπηρετούμε την έμμετρη ποίηση, αντιληφθήκαμε πως εδώ συμβαίνει κάτι όμορφο και δυνατό. “Ο θαυμασμό μας για το ακριβό ποιητικό όραμα της ποιήτριας” (όπως έγραψε η Πόλυ Χατζημανωλάκη στην Αυγή), είναι αυθόρμητος και ειλικρινής. Η ποίηση της ευγένειας επιστρέφει για να μας πάρει αγκαλιά:
ΙΙ.
Όσο κοιμάσαι
τρεμοπαίζουν μέσα μου
τα βλέφαρά σου.
*
Σε είδα χθες, ήρθες σε όνειρο βαθύ
που κάτι θύμιζε από θάνατο και φως,
ήσουν μακριά κι ο άλλος σου εαυτός
με πήρε τρυφερά από το χέρι· αυτή
η εικόνα έχει μέσα μου θαφτεί.
Σε άλλον ύπνο πέφτω ή σε πηγάδι
όμοια βαθύ· και σκοτεινό σαν χάδι·
αλλά έχουμε κι οι δύο πια χαθεί.
Στο σπίτι όπου ξυπνώ έχει στηθεί
παράσταση με σένα και με μένα·
και έχουνε οι ρόλοι αντιστραφεί:
εγώ κοιτάζω αλλού κι εσύ εμένα.
Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων
που τους σπαράζει η ερημία των τόπων.
4. William Shakespeare, “Τα Σονέτα», Gutenberg, 2016 (εισαγωγή-μετάφραση Λένιας Ζαφειροπούλου)
“Μια πραγματικά γενναία δουλειά την οποία συμπληρώνει και μια εξαιρετική εισαγωγή”, όπως χαιρετίζει την έκδοση σε σχόλιό του ο Θεοδόσης Βολκώφ, εδώ στο “ποιείν”. Τα σονέτα τα είχα αγοράσει στο Στράτφορντ-Απόν-Έιβον την άνοιξη του 1971, σε ηλικία δεκαεξίμισι χρονών, κατά τη διάρκεια μιας μαθητικής εκδρομής (με τον Μιχάλη Σοφιάδη, καθηγητή Αγγλικών στη Λάρισα). Ήταν ένα μικρό βιβλιαράκι με θαλασσί σκληρό εξώφυλλο. Είναι αλήθεια πως δεν κατάφερα να τα διαβάσω στο πρωτότυπο, αν και τα άνοιγα συχνά-πυκνά, κι ούτε αισθάνθηκα να με προσεγγίζουν οι διάφορες μεταφράσεις τους στα ιταλικά και τα ελληνικά. Είναι η πρώτη φορά λοιπόν, που τα ένοιωσα δικά μου χάριν στον δεκαπεντασύλλαβο της Λένιας Ζαφειροπούλου:
116.
Τον γάμο των πιστών ψυχών αιτία μη μου δώσεις
Να εμποδίσω: Η αγάπη δεν ήταν αγάπη
Αν έσπευσε ν’ αλλοιωθεί στις πρώτες αλλοιώσεις,
Ή αν με την πρώτη εκτροπή αμέσως εξετράπη.
Ω, όχι! σημάδι στη στεριά είναι που δεν κουνιέται
Ακράδαντη κι ακλόνητη την τρικυμία ατενίζει
Είν’ άστρο για την κάθε βάρκα που περιπλανιέται
Όλοι γνωρίζουν το ύψος της, αλλ’ όχι πόσο αξίζει.
Ο έρως δεν είν’ τρελός του Χρόνου: μες στην επήρεια ας λειώνουν
Του στρογγυλού του δρεπανιού τα μάγουλα, τα χείλη.
Τον έρωτα ώρες και βδομάδες δεν τον αλλοιώνουν
Θ’ αντέξει μέχρι το στερνό του κόσμου μας το δείλι.
Αν είναι πλάνη όλ’ αυτά και κάποιος τ’ αποδείξει,
Ποτέ δεν έγραψα κι ουδείς έχει ποτέ αγαπήσει.
4+1 Raul Gomez Jattin, “ο ποιητής της μοναξιάς”, μτφρ.-επίμετρο:Γιάννης Σουλιώτης, Οδός Πανός, 2016
Η έκπληξη της χρονιάς: ένας “αλήτης” ποιητής μεγέθους Γεσένιν. Ένας “καταραμένος” ποιητής ανώτερος του Κόρσο. Μετά τις σποραδικές μεταφράσεις της Έλενας Σταγκουράκη (16 ποιήματα στο poeticanet) και του Ρήγα Κούπα (2 ποιήματα στην ανθολογία Η Έλξη των Ομωνύμων – Ανθολογία Ομο-ερωτικών Ποιημάτων, Οδυσσέας, 2005), ο Γιάννης Σουλιώτης μας χάρισε ένα φωτοβόλο βιβλίο ποίησης, μια πηγή φωτός υπεράνω προσωπικών αδιεξόδων και φιλοδοξιών που μας δείχνει πιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε στη γραφή μας. Βιβλίο που μας διδάσκει πως να παλέψουμε τα συναισθήματά μας χωρίς να πέφτουμε σε συναισθηματισμούς και ναρκισσισμούς. Βοήθημα για όλους εμάς τους γραφιάδες που αναρωτιόμαστε για την ταυτότητά μας:
Πορτρέτο
Αν θέλεις να μάθεις για τον Ραούλ
Που κατοικεί σε τούτες τις φυλακές
Διάβασε αυτούς τους σκληρούς στίχους
Γεννημένους από την ερήμωση
Ποιήματα πικρά
Ποιήματα απλά κι ονειροπόλα
Μεγαλωμένα όπως μεγαλώνει το γρασίδι
Ανάμεσα στα πεζοδρόμια των δρόμων.