Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Γιώργος Κεντρωτής, “Οκτώ Τανγκό για επτά Γυναίκες και για τις γυναίκες του Τανγκό”

$
0
0

ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΜΑΛΕΝΑΣ

        Malena tiene pena de bandoneón
              Homero Manzi

Γλυκόνειρα μεστώσαν * νερά και συνιστώσες
μαγδαληνών χασμάτων * και ξέχωροι χοροί·
με ξόβεργες ορμήσαν * των τακουνιών οι τόσες
ντοπιολαλιές ν’ αρθρώσουν * σιωπή ευρύχωρη.

Το τάνγκο, de profundis * εκφώνημα μιάς μάζας
παθών παρεστιγμένων,  * τονίζει ηδυπαθώς
τη βιάση που τυλίγει * σε μιά λωρίδα γάζας
τη λίγη στόχασή μας * να γίνεσαι παθός.

Με φεγγαρίσια νέον * μπαντονεόν διαβάζει
τα βήματα του ζεύγους * που ’ναι σπουργίτια απτά·
και σέρνουν οι σεντάδες * καθέτως το μαράζι
σε τρίγωνα ορθογώνια * και αενάως συναπτά.

Τα οχτάρια καρτεράνε * στη μέση μεινεσμένα·
κι αν έσβησε, όμως λάμπει * σπιθαμιαίος σπινθήρ·
στις βάρκες των ματιών μου * θα τραγουδά η Μαλένα
κρατώντας λαγουδέρα * hasta el día del morir…

ΤΑΝΓΚΟΣΟΝΕΤΤΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΑ ΔΕΒΒΩΡΑ ΜΙΡΑΔΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΒΕΓΙΑΝΕΔΑ

Λαιμό είχε σαν λειμώνα γαρυφάλλων·
να τον δαγκώσεις ήθελες, να δώσεις
στις φλέβες του θηλειές βρυγμών, και μάλλον
οσμώσεις μυστικές, που εντός σου ενόσεις,

να ενώσεις με κυλίνδρων εκκενώσεις
επάνω σ’ ένα κάλλος πάντα θάλλον:
με σύμπασες τις βρώσεις και τις πόσεις
που τρέφουν των ορμών το περιβάλλον.

Γυμνή στην κλίνη σαν μεγάλο ανθάκι
υμνεί, καλλύνει μι’ απαλήν αιώρα
που εντείνει ή λύνει ερώτων γαϊτανάκι,

και γιαταγάνια απλώνει ηλεκτροφόρα.
Σ’ το λέει κι αλλούθε ο Λόρκα – στο στιχάκι:
Esta luz, este fuego que devora.

Η ΡΟΒΕΡΤΑ ΧΟΡΕΥΕΙ ΤΑΝΓΚΟ
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΧΟΡΕΥΕΙ

        Inmóvil en la luz, pero danzante
              OCTAVIO PAZ

Σαν καθαρτήριο πυρ μες στο μυστήριο
ταξίδι των παλμών τού τάνγκο απλώνει η
Ροβέρτα το κορμί της, κι είν’ αμόνι,
όπου σφυρηλατείται το ελιξήριο
τής μέσα μας χαράς με το δραστήριο
παιχνίδι των ποδιών που ανανεώνει
στιγμή με τη στιγμή ό,τι φαρμακώνει
των ματαιώσεων το δηλητήριο.

Και σαν σιγήσουν των ρυθμών τα σκεύη,
μαυρειδερό είναι φως πια· μα την κοιτάς
και ακίνητη θαρρείς αυτή χορεύει
ακόμα, σάρκινη και οστέινη σβούρα
που (με τα λόγια του Οκτάβιο Πας)
vuelve a ser agua y tierra oscura.

ΚΙ ΕΔΩ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΒΙΡΑ ΚΙΡΟΓΑ
ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΕΙ ΤΑΝΓΚΟ
ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΩΓΗ ΕΝΟΣ ΓΑΛΛΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ

        Les valeurs du quotidien silencieux
             ROLAND BARTHES

Συγκρότηση μνημών τη σπρώχνει στο προσκήνιο·
την στήνουν εκβλαστήσεις του ασυνειδήτου,
και πλαστικά διαβήματα φωνής αρρήτου
για διάδημα τής φέρνουνε μιά στρώση μίνιο.

Τις ενορμητικές των φρένων καταιγίδες
τρενάρουν ψυχικές λαλιές και ταλαντεύσεις,
μιάς κι ενυπόστατο επιποθείς ν’ αγρεύσεις
διανόημα σε λιβιδινικές κοιτίδες.

Και μόλις έχει απορρυθμίσει τις σακάδες,
το fact (ως όλως ξένον) γίνεται factitious
σε σύγκρουση ή και συμπαιγνία με ολκούς σκυλίσιους
μες στων σβησμένων υλακών τις συμπληγάδες.

Των ενορμήσεων τα ουρακάν με φίνα
σαρώνουν πόδια την τροχιά της στην ορχήστρα
και μπουσουλάν οι κλονισμοί κροτώντας σείστρα
των αξιών που αρθρώνουν τη βουβή ρουτίνα.

ΤΑΝΓΚΟΣΟΝΕΤΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΡΑΣΟΝ
Μ’ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ ΤΟΥ ΓΚΟΝΓΚΟΡΑ,
ΧΡΥΣΟΥ ΗΓΕΜΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Βεγγαλικά σαρκώδη αντί για χείλη
και μέγγενες στοχαστικές στα μάτια
της Κορασόν, και παν καβάλα σε άτια
να βρουν φυλάκια ανάλογα στο δείλι.

Μιά στήλη φιλντισένια γι’ αντιστύλι
ροπών με εικοσιτέσσερα καράτια
χρυσής χαράς τα ορχηστρικά κομμάτια
που σπάζει η Κορασόν για να μας στείλει.

Στο σπήλαιο που το ροδαλό βουίζει
ποτάμι, επείγεται ένας χειμαρρώδης
ρυθμός μπαντονεόν και υπερχειλίζει

en tierra, en humo, en polvo, en sombra, en nada:
το τίποτα αν διαλέξεις, η γαιώδης
καρδιά στο τάνγκο ξαναγρεύει ικμάδα.

ΕΝΑ ΤΑΝΓΚΟΣΟΝΕΤΤΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΝΗ ΚΟΝΣΟΥΕΛΟ ΡΙΝΚΟΝ,
ΜΟΥΣΑ ΕΥΦΑΝΤΑΣΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Στις χαύνες κόγχες της τσιμπάνε
πουλιά, που αντί φτερά ανεμίζουν
φωλιές, κι οι φύλακες νομίζουν
το βάθος των θαυμάτων θά ’ναι

σε λάκκους-θύλακους, και σπάνε
τα αιρετικά ρητά, ως σαλπίζουν
ατέρμονα ό,τι γαλβανίζουν
με αρμόνικες που φτερακάνε.

Κυλινδρικές μες στο καμίνι
μασάει φωτιές η Κονσουέλο
που ’χει αναμμένο και καλλύνει

με ασετυλίνες το μπορντέλο
προβάροντας στου νου την κλίνη
το τυρκουάζ της Δάφνης βέλο.

ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΑΜΕΛΙΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΜΕΛΙΕΣ

Μηνίσκος ρόδων χαίνει στην αύρα της φιγούρας
και πτητική μι’ αρμύρα στην πλώρη του ματιού·
νωπό πιό ’κεί μαχαίρι σαν έντρομο δαιμόνιο
το κάλλος μουσηγέτης με γόβες ξιφουλκεί.
Τα δόντια της καμέλιες στυγνοί μελισσοκόμοι
τρυγάνε τ’ άσπρα θάμβη στοιχείων ανοιχτών
κι οι νύχτες αδηφάγες τσακίζονται στα βράχια
που χάσαν τις στροφές τους στου τάνγκο το Θαβώρ.

Καπνώδες το λιμάνι λυμαίνεται το μαύρο·
μη με λησμόνει κρώζει ο εύφλεκτος αητός·
την ύλη των ερώτων με της ανθύλης γκέμια
αλλόφρων τιθασσεύει ο τρυφερός σπασμός.
Τις στρόφιγκες φορτίζουν του πάθους πιρουέττες
κι αδειάζουν περιστέρια των πόθων σουβενίρ·
ηλιόλουστος ο κρίνος τα μύρα σοβατίζει
που σπέρνει η δόνια Αμέλια στ’ αμόνια των βιολιών.

Και μες στους ίσιους θόλους διαπρύσιος κήρυξ βγαίνει
ανωφερής ο σύσκιος της λάμας αδελφός
που λάμνει κι όλο λάμπει λες κι είναι πάλι νά ’μπει
να σκιάξει το πηγάδι να πλημμυρίσει φως.
Μες στην κυψέλη θέλει το θάλλος ν’ αγορεύσει
με αργόρευστη φινέτσα μπαντονεόν παστέλ
να βάλει την Αμέλια στο μέλος του Πιασσόλα
να γίνει μιά και δύο γαρδέλι του Γαρδέλ.

ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ

Τις μέσες σπάζουν, λες ελαστικοί καθρέφτες,
και λάθρα γίνονται είδωλα θρυμματισμένα
στα χέρια των αντρών τους που ’ν’ μικρά γεράκια
και ξεφυσάνε ορμές στο πάλκο του αλμασέν.

Τα πόδια τους κλωτσούν τους εκκρεμείς ανέμους
και τρίγωνα ορθογώνια υψώνονται με κρέμες
πυθαγορείου θεωρήματος, κι είν’ σάρκες
δυνάμει αγγέλων υποτείνουσες παλμούς.

Δονούν τα οχτάρια του χορού σαν τα λοστάρια
που κρύβονται σε τσέρκια μέσα εν συμπτύξει
σαν μιά μιλόνγκα που πάει να χιμίξει πέρα,
πιο πέρα απ’ όσο ήδη πάνε τα αιλουροειδή.

Στο τέλος θα μονιάσει στα πλεκτά τους σκέλη
το φίδι που εναβρύνεται άγρυπνο στο τάνγκο
και στην αργή υγρασία φιλάργυρο θα βιώσει
πώς στίλβουν οι αύρες των αβρών τους θησαυρών.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles