Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Γιώργος Καρτάκης, «Αλάργο!»

$
0
0

`

-Πήγαινε μωρή να φέρεις νερό!

Ετούτη τη στριγκλιά την είχε η Κατίνα ακούσει πολλές φορές. Ήταν η μάνα της που μούγκριζε με τελειωμένη φωνή λίγο πριν την συντέλεια, θαρρείς, του κόσμου. Ανασηκωμένη στο κρεβάτι, η άρρωστη, αποξεχασμένη στη μαυρίλα και τις σκέψεις την πρόσταζε να πάρει το λαγήνι να πάει στη βρύση για νερό. Εκείνο το καλοκαίρι την είχε όμως ακούσει περισσότερες φορές αυτή την παραγγελιά. Θέλεις γιατί έκανε ζέστη πολλή, θέλεις γιατί είχε γεννηθεί και η μπέμπα, η μικρή αδερφή της, η Κατίνα δεν πρόφταινε να πηγαινοέρχεται με το άδειο λαγήνι στην κατηφόρα, κοψομεσιασμένη στην ανηφόρα, κουβαλώντας απ΄τη βρύση νερό.

Τα βάσανα στο σπίτι ήταν πολλά κι όσο περνούσε ο καιρός, κατά πως έδειχνε, πλήθαιναν με μια μάνα μισή, λεχώνα, που να συνεφέρει δεν έλεγε από τη γέννα, κι ένα μωρό γκρινιάρικο, ένα τόσο δα απολειφάδι να κλαίει χωμένο στα παχιά χασεδένια σεντόνια της κούνιας που κάθε τόσο ήθελαν πλύσιμο, κατουρημένα και ταγκιά. Μύριζε η κάμαρη κατρουλιό, έμπαινε η βάβω της μαυροντυμένη με δυο τσεμπέρια απανωτά κατακαλόκαιρο και θύμιαζε κάθε τόσο μουρμουρίζοντας ξόρκια να φύγει το κακό, να ζήσει και τούτο το άτυχο, να πάρει επιτέλους βάρος, κι η κόρη της - η λεχώνα - να δώσει ο Θεός να σηκωθεί από το στρώμα να κάμει καμιά δουλειά.
Μα ό, τι κι αν του΄λεγε του Αιώνιου, ό, τι κι αν του΄ταζε, και αν ακόμα τον φοβέριζε πως θα φύγει, πως θα΄περνε των αματιών της, γιατί τέτοια ζωή - τόσο πρικιά - δεν την βαστούσε άλλο, όσο κι αν έκαιγε για ελόγου του λιβάνια, ο κουνενές στο γιατάκι του έμενε ολογάλανος από την αδυναμία, σαν αγγελοσκιασμένος. Διάφεγγαν οι φλέβες του μπλάβες, κολλημένες από τον ιδρώτα απόμεναν στην κορφή της καύκας του δυο τρεις τρίχες μαύρες κι ολόσγουρες. Βαριανάσαινε. Ήχος βαρύς δύσκολος έμπαινε κι έβγαινε απ΄τα φραγμένα ρουθούνια του. Έφερνε εκείνο το νανώδη αντίχειρα στο στόμα και τον πιπίλιζε και, λες και ένιωθε πως δεν ήταν της μάνας του το βυζί, έμπηγε τότε το κλάμα ακάματο. Χάλαγε ο κόσμος. Έσερνε μια φωνή η λεχώνα που την ξυπνούσε το μικρό απ΄το λήθαργο, ένα συρτό, μέσα απ΄τα φυλλοκάρδια της βαθύ «αχ!», ανακάθιζε στο κρεβάτι, πέταγε το βυζί απ΄τη νυχτικιά και το΄χωνε στο στόμα του βρέφους. Το΄σφιγγε, το ζούλαγε με λύσσα, μα αυτό γάλα δεν έτρεχε. Κι όπως η απελπισία εφούντωνε μέσα της και την έπνιγε, κρύος ιδρώτας την έλουζε κι έστηνε το μοιρολόι για τα καλά. Με μιας αρχίνιζε τότε να κλαίει και το παιδί δυνατότερα κι όλο το σπίτι στεκόταν στο πόδι. Έμπαινε η βάβω, «σώπα μωρή», έλεγε στην κόρη της και έπαιρνε το βυσταζάρι απ΄τα χέρια της να του δώσει με το μπουκάλι ρυζόνερο.

Έστεκε η Κατίνα παράμερα βουβή. Ακολουθούσε με τα μάτια τη σκηνή χωρίς να βγάνει άχνα ως να κοπάσει η φουρτούνα και να γύρει η μάνα στο πλάι ν΄αποκοιμηθεί ή να καμώνεται πως κοιμάται παραδομένη στ΄άδικο ριζικό της. Στο βάθος, στη μέσα, τη σκοτεινή γωνιά του δωματίου, νανάριζε η βάβω το μικρό φασκιωμένο. «Σςς!» του΄λεγε με χαμηλή φωνή και το πάλευε στον κόρφο της ελαφρά πέρα δώθε. Αχ, και τι τραγούδι άλλο να του έστεκε του καψερού; Τι τραγούδι; Έκλεινε εκείνο τ΄αποκαμωμένα ματάκια του ζαβλακωμένο απ΄το κούνημα, τα άνοιγε πάλι για μια μόνο στιγμή βασιλεμένα, έκανε να κλάψει κι άρχιζε και πάλι η βάβω το «Σςς!» επιτακτικά και μ΄ένα «ωω - ωω!» και κινήσεις κοφτές το παράδινε πάλι στον ύπνο.
Έστεκε η Κατίνα και κοίταζε. Δεν υπήρχε γωνιά να κρυφτεί. Κι όπως στο μισοσκόταδο έσβηναν οι μορφές σε μι΄άλλη νύχτα, μα το ίδιο πηχτή σαν τη γνήσια του κόσμου, ανέβαινε στα μάτια της ένας κόμπος ζεστός και υγρός κι ένιωθε να συσπά το λαρύγγι. «Σςς!», έκανε του εαυτού της, «θα ξυπνήσει το μωρό, θα σκιαχτεί η μάνα».
Έδωσε μια κι βγήκε απ΄το δωμάτιο. Με του χεριού την ανάποδη σκούπισε τη μαρτυριά μιας παιδικής συγκίνησης. Κατάπιε. Πάνω απ΄το νεροχύτη έστεκε το άδειο λαγήνι απάνω στο χοντρό πανί που το προφύλαε να μη ραγίσει. Ανάδινε εκείνο το σημείο υγρασία. Μούχλα και υγρασία. Μια βαθειά μυρωδιά, κακή, δροσερή όμως στην κάψα του καλοκαιριού, μια υπόσχεση πως κάπου έτρεχε γλυκό νερό να μας δροσολογήσει. Άρπαξε το λαγήνι και κατηφόρισε για τη βρύση πριν πέσει το βράδυ.

Έφτασε η Κατίνα στη βρύση. Το βράδυ δεν ήταν κανείς. Οι νερουλούδες – γυναίκες και κορίτσια – πήγαιναν από νωρίς να πλύνουν και να πάρουν νερό. Αλλά καλύτερα. Καλύτερα που δεν ήταν καμιά.
Πόση ώρα θέλει να γεμίσει ένα λαγήνι στο τρεχούμενο νερό; Ένα λεπτό; Μισό; Μισό. Λιγότερο. Εκεί το παράτησε η Κατίνα κάτω απ΄τη βρύση να ξεχειλίζει κι άφησε να χασομερά ψαχουλεύοντας τους κορμούς στα πλατάνια. Κορμό δεν έβλεπε, τους σκέπαζε κισσός. Πλόκαμοι χοντροί, μεστοί από τα χρόνια, σα νεύρα ενωμένα, όπως χέρια πλεγμένα γερά δένανε γύρους τα δέντρα. Όπως ακόμα ένα στρώμα απάνω στο ξύλο του κορμού. Έν΄ άλλο στρώμα με ρίζες που πλέκονταν χιλιάδες μαζί μέχρι του δέντρου την κορφή. Να στηρίξουνε τι; Μόνο πράσινα φύλλα!
Χαμηλά τα φύλλα ήταν μεγάλα, μεγαλύτερα, πιο παχιά, πιο σκληρά και άχαρα. Εκείνης της άρεσαν τ΄άλλα, τα άγγουρα, τα μικρότερα. Έψαχνε τ΄ ωραιότερο φύλλο. Το τέλειο. Νάτο! Εκείνο! Ύστερα, μόλις το έβρισκε, έβλεπε ένα άλλο καλύτερο, με σύμμετρο σχήμα, με πιο όμορφο χρώμα. Αχ, τέλεια ήταν τα φύλλα του κισσού! Δεν είχαν ψεγάδι. Ομοιόμορφα. Εκατοντάδες ίδια φύλλα. Καταπράσινα. Βαθιοπράσινα. Δροσερά να κινιούνται ελαφρά στο παραμικρό αεράκι. Μια χαρά που τη γέμιζε! Ήθελε να τα δαγκώσει, μα δεν έκανε. Θα ήταν στυφά, φαρμάκι. Τρώει κανείς κισσό; Ούτε τα ζωντανά δεν τον τρώνε, που πάει να πει πως δηλητηριάζει.
Ήθελε να είχαν στον κήπο κισσό, μα ο κισσός φυτρώνει σε ποταμιές μόνο, όπου είναι νερά, ζητά υγρασία. Χρειάζεται δέντρα ν΄ανεβεί και θα την περνούσαν και για λοξή. Ποιος φυτεύει στον κήπο κισσό; Η μάνα της φυτεύει εκείνες τις ντάλιες. Ένα απαίσιο πράγμα σαν λαμπερό πλαστικό, σαν νερουλό ξινόχορτο. Ένα λουλούδι που ούτε να το αγγίξεις δεν ήθελες. Χωρίς μυρωδιά, υδροκέφαλο, γέρνει βαρύ. Βέβαια, ο κισσός δεν έχει λουλούδια, μα πότε καμώθηκε ο κισσός ανθοφορία; Είναι απλά ο κισσός. Η μάνα της ήταν περήφανη για τις κίτρινες ντάλιες της, καμάρωνε στη γειτονιά και τις πότιζε.

Τη νύχτα ο κόσμος βράζει. Το χώμα αναδίνει τη ζέστη της μέρας. Η Κατίνα στριμώχνεται στο πλάι του κρεβατιού, κολλά στο ντουβάρι, στριφογυρίζει δεξιά και αριστερά να τυλιχτεί το σεντόνι, φέρνει την ούγια ως απάνω απ΄το κεφάλι αφήνοντας μόνο μια χαραμάδα ν΄αναπνέει. Μια κρυάδα ευχάριστη περνά απ΄τον ασβεστωμένο τοίχο στο κορμί της. Θωρακισμένη κλείνει τα μάτια και ανοίγει την πόρτα σ΄ένα άλλο τοπίο…

Είναι νύχτα κι εκεί. Όλοι κοιμούνται. Ανοίγει τα μάτια και σηκώνεται. Ξυπόλυτη. Φορεί ένα άσπρο, λινό νυχτικό. Περνά στις μύτες δίπλα απ΄το κρεβάτι των γονιών της. Η αναπνοή τους ρυθμική. Ζουν. Πλάι στο κρεβάτι τους είναι η καρέκλα που αφήνουν τη νύχτα τα ρούχα τους. Ανάμεσα τους είναι κι η μάλλινη ζώστρα που ο πατέρας σφίγγει τη μέση του, όταν σκάβει, να τον κρατά. Τη σέρνει αργά από το σωρό και την περνά γύρω από το λαιμό της. Σιμώνει στο κρεβατάκι της μπέμπας. Το μωρό την περιμένει άγρυπνο κι ανίκανο να σηκωθεί ή να φωνάξει. Τα μάτια της αδερφής της στρόγγυλα, κατάμαυρα, σαν βόλοι μαύροι, γυαλίζουν στο σκοτάδι. Μόλις σκύβει από πάνω της, το κορμί του μικρού συσπάται, μια εισπνοή κοφτή διαπερνά το βρέφος βαθειά, ένα αχνό χαμόγελο φωτίζει τα χαρακτηριστικά του, ενώ η Κατίνα φέρνει το χέρι στο στόμα προτρέποντάς το να κάμουν ησυχία. Η αδερφή της υπακούει. Τη νιώθει. Μοιάζει να την περίμενε. Σηκώνει τότε η Κατίνα το παιδί στην αγκαλιά και βγαίνει αλαφροπάτητη απ΄την κάμαρα. Τραβά στο μακρύ διάδρομο. Λίγο ακόμα και θα τα έχουν καταφέρει! Σε λίγο δεν θα μπορούν να τις ακούσουν πια. Πλησιάζει στην εξώπορτα. Αφήνει το μωρό καταγής κι ανασηκώνει την παλιά πόρτα στους μεντεσέδες να μην τρίξει στο άνοιγμα. Η πόρτα υποχωρεί και ανοίγει. Σηκώνει πάλι το μωρό, βγαίνει στον εξώστη. Είναι νύχτα βαθειά. Ακουμπά το μωρό στο χώμα και κλείνει πίσω της την πόρτα. Αναζητά με τα μάτια τη γωνιά της βεράντας: Ναι, είναι εκεί! Ο χοντρός κορμός του κισσού που΄χε φυτέψει αποβραδίς σκεπάζει τη βεράντα και την περιμένει.
Περνά τη μάλλινη ζώνη σταυρωτά στο πανωκόρμι, δένει τις άκρες σ΄ένα κόμπο σφιχτό και βάζει την αδερφή της στο πάνινο τυλιχτάρι. Ύστερα αρχίζει ν΄ανεβαίνει, να σκαρφαλώνει με τα χέρια στο κλήμα δίνοντας ώθηση με τα πόδια προς τα πάνω. Τι καλά που τα καταφέρνει! Λες και πάντα μπορούσε, λες κι είναι μαθημένη. Ανεβαίνει. Ανεβαίνει ψηλά, σίγουρα, πίσω της δεν κοιτάζει. Δεν πρέπει να κοιτάξει κάτω. Μπορεί να ζαλιστεί, να λιγοψυχήσει, να κιοτέψει, να μετανιώσει.

Είχαν περάσει πια τον πρώτο ουρανό κι είχε αρχίσει να φέγγει. Ρόδιζε η ανατολή κι άνοιγε ο ορίζοντας σαν πρώιμο μοσχοτριαντάφυλλο. Το κλήμα του κισσού έμοιαζε να ξεκορφίζει κι άλλο. Ανέβαινε η Κατίνα γαντζωμένη, με πείσμα, το βρέφος κοιμότανε ήσυχο, βαθειά αναπαμένο, χουχουλιασμένο στον κόρφο της. Κι ύστερα, ξαφνικά, άγγιξε το σύννεφο. Ένα μπαμπάκι παχύ, χάσικο. Η Κατίνα ακούμπησε απάνω του αποσταμένη. Εκείνο δεν υποχώρησε. Φαινόταν να΄ναι στερεό, ικανό να βαστάξει το βάρος της. Πάτησε το ένα πόδι της επιφυλακτικά και είδε πως τη σήκωνε. Ξαναδοκίμασε. Το πέλμα βούλιαζε μια στάλα στον άσπρο ατμό, μα δεν κατακάθιζε. Πάτησε και τα δυο πόδια της τότε σίγουρη. Το σύννεφο ήταν γερό.
Κίνησε μπρος δυο βήματα. Ήταν στα σύννεφα! Βρισκότανε στον ουρανό, σ΄ένα άλλο κόσμο άγνωστο, λαμπρό, παραδεισένιο. Μπροστά της απλωνότανε βουνά χλωρά, καταπράσινα. Κοιλάδες βυθισμένες ακόμα στο γκρίζο, το αυγινό τους μαγνάδι. Νερά!

Όπου κι αν έριχνε το βλέμμα, πέφταν νερά, άχνιζαν, ρυάκια έκοβαν εμπρός της τον κάμπο, ίδια φλέβες ανοιχτές στραφτάλιζαν στον πρώτο της ημέρας τον ήλιο. Θαμπωμένη έβαλε η Κατίνα την αδερφή της απάνω στο σύννεφο. Το βρέφος, χωρίς να ενοχληθεί, συνέχισε να κοιμάται γαληνεμένο. Η Κατίνα κάθισε δίπλα της. Ένιωσε την κούραση γλυκά να την αλώνει. Έκλεισε τα μάτια. Δεν άργησε να αποκοιμηθεί.

«Σήκω μωρή να φέρεις νερό!» της φάνηκε ν΄άκουσε απ΄το βάθος του ύπνου της, μα δεν την ένοιαξε, όνειρο θα ήταν. Με τόσα νερά, έφτανε μόνο να γείρει κανείς το κεφάλι και να πιεί, ούτε να σκύψει καν το κορμί δεν ήταν ανάγκη. Δεν μπορεί να΄ταν αλήθεια η φωνή, όνειρο ήταν.
Η Κατίνα άλλαξε πλευρό, σταύρωσε τα χέρια μπροστά και δίπλωσε τα γόνατα να βολευτεί στη γλυκάδα του ύπνου: «Πιές!»

*
(Αλάργο: μακριά)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles