Σπαράγματα από ένα σονέτο
Mισεύγω από την Κύπρο δίχως λύση
τόσες φορές τόσους αιώνες ίδιος δρόμος.
Με τόση λύπη φορτωμένος έρχομαι στη Δύση
απ’ την Ανατολή. Σαρακηνών ο νόμος
μ’ έδιωξε στα χίλια τετρακόσια. Σε πλοίο
της Γαληνοτάτης μπήκα στα χίλια εξακόσια
απ’ τους Οθωμανούς διωγμένος. Σε κρύο
σε ζέστη, σε βροχή ταξίδεψα για τρεις αιώνες
κι έφτασα στο Παρίσι σ’ ένα Boeing.
Καλοκαίρι του εβδομήντα τέσσερα.
Σαν θάνατος ο χωρισμός. Έρωτας
που φεύγει και ζεις σαν σώμα
πεθαμένο. Ωσάν δεκατετράστιχο
με δίχως ρίμα. Σονέτο σκοτωμένο.
*
Μήδεια
Σ’ αγάπησα γιατ’ ήσουν ξένος, σε μίσησα
σαν έγινες δικός. Σ’ αγάπησα γιατ’ ήσουν
ο πιο ωραίος ξένος που έφτασε ποτέ
στον τόπο μου κι ήμουν η πιο ωραία
ξένη που είδες σαν έφτασες σε ξένη χώρα.
Tώρα κινούμαι μες στο ρυθμό του φονικού.
Tο μόνο πάθος μου το πάθος της εκδίκησης.
Ξέρω πόσο γλυκιά η ηδονή της προδοσίας.
Γιατί με πρόδωσες, εμέ!, που πρόδωσα
δικούς και φίλους, πρόδωσα την πατρίδα μου
για να συρθώ στα πόδια σου σαν σκλάβα.
Μα τώρα δεν είμαι πια η όμορφη. Δεν είμαι
η ξένη σκλάβα. Είμαι μια μάγισσα κακών
νερών, έργων φαρμακερών και σκοτεινών
ερώτων. Είμαι η φόνισσα της φύτρας μου.
Η φαρμακούσα παρά το φαρμάκι.
*
Κακός χειμώνας φέτος
Κακός χειμώνας φέτος.
Οι αρκούδες δεν κοιμήθηκαν.
Τα φίδια δεν κοιμήθηκαν.
Πώς θα ξυπνήσουμε στην Άνοιξη.
*
Mια νύχτα βροχερή στη Pώμη
Ήρθε απόψε που η μνήμη γύρεψε
να γαληνέψει, ήρθε απόψε η αστραπή
μιας νύχτας βροχερής στη Ρώμη.
Νύχτα Νοεμβρίου με βροντές και φέγγος
ξαφνικό. Όχι το ίδιο φως το σύνηθες
της ίδιας νύχτας, το φως της μέρας
και της νύχτας που μοιάζει με το φως
μιας άλλης μέρας και μιας άλλης νύχτας.
Όχι! Νύχτα μοναδική στη Ρώμη
που σ’ είχα δική μου ώς το πρωί
και σ’ έχασα και πια δεν σε ξανάδα
και πια δεν προσπαθήσαμε να ξαναϊδωθούμε.
Ωσάν να υπήρχε φόβος η επανάληψη
ν’ αλλάξει αυτό το φως.Ωσάν να υπήρχε
φόβος ν’ ατονήσει αυτό πουτώρα
ως ήταν μένει.
*
Φόρο τιμής
Aς ήσουνα εκεί, ας είχες έρθει όπως
ήρθα. Xωρίς προσυνεννόηση καμιά.
Δεν θα σε συναντούσα. Θα σ’ έβλεπα
μονάχα, θ’ ανταλλάσσαμε ματιές
γεμάτες νόημα, όμως αυτό συνάντηση
δεν θά ’ταν. Η συνάντησή μας ήταν
για μια φορά.Μοναδική.
Το ξέραμε αυτό.
Γι’ αυτό στο νέο μας βλέμμα υπήρχε
το στοιχείο της ώριμης παραίτησης
της φύλαξης εκείνης της συνάντησης
της πρώτης και μοναδικής.
Ήρθες όμως γνωρίζοντας πως θά ’μαι
εκεί. Όπως κι εγώ που ήρθα ξέροντας
πως θά ’σαι εκεί.Το οφείλαμε
σ’ αυτό που μας συνέβη. Έπρεπε
να είμαστε εκεί.
Αποτίαμε φόρο τιμής.
*
Πρωινός καφές στη Βαρκελώνη
Βαρκελώνη και βροχή, Απρίλης είναι
μα μοιάζει με Νοέμβριο.Όλα μουντά
και σκοτεινά σ’ ένα μικρό καφέ
σε πάροδο της Ramlaκαι μπήκε
ξαφνικά, αγρίμι αλαφιασμένο.
Πλησίασε στο μπαρ και ζήτησε καφέ
τον πιο φτηνό να πάρει για το δρόμο,
έβγαζε κάτι κέρματα μικρά απ’ τις τσέπες
μετρούσε φορτωμένη άγχος, ήταν
σαφές κάποια της λείπανε, λίγα
από κείνα τα μικρά που αν τα δεις
στο δρόμο δεν θα σκύψεις να τα πάρεις.
Μα η σερβιτόρα που εννόησε, έσπρωξε
με τέχνη προς το μέρος της τα κέρματα,
της πρόσφερε μ’ ένα ζεστό χαμόγελο
το χάρτινο ποτήρι του καφέ, για μια στιγμή
κοιτάχτηκαν, στο βλέμμα τους υπήρχε
εκείνο το λαθραίο αίσθημα που έχουν
αυτοί που συναντιούνται χωρίς
προσυνεννόηση, όλως τυχαίως
κάπου, κερδίζοντας για μια στιγμή
τη χάρη φευγαλέας αίσθησης ερωτισμού.
*
H μούσα του απογεύματος
Σαν τίτλος δίχως κείμενο ήρθες
την ώρα που έφευγε το φως
κι έπηζε το σκοτάδι.Είπες
να σε θωρώ κι ώς τη θωριά να μένω
μα ήσουν γυμνή και τρόμαξα, ευτύς
ο νους μου εστάθη, κι άκουσα
μέσα μου βαθιά το μυστικό
που κρύβονταν τόσο φανερωμένο.
Ήρθες την ώρα πού ’φευγε το φως
άνθη νυχτός κρατούσες.Σαν ίσκιος
πίσω από φωνές ξένων παραθεμάτων
μιλούσες πιο πολύ την ώρα που σιωπούσες
το δειν σου ακίνητο νερό κι ύστερα
θολωμένο, νόμιζα πως κατέβαιναν πουλιά.
Ήρθες σαν νά ’σουν κείμενο, φράσεις
σε εισαγωγικά, παράλληλα χωρία
λες κι αποστήθησες τα λόγια της αγάπης.
Ύστερα κάτι ψιθύρησες για ένα φιλί,
για κάποιαν αμαρτία. Mα φεύγοντας
παρέμειναν σαν απειλή τ’ αποσιωπητικά…
Σε θέση υστερογράφου.
*
Pseudo-Φραντζέσκα
Γυναίκα από χαρτί μια παρωδία
Φραντζέσκας με πάθος στις αναφορές
τα λόγια σου τα ταύτισα ως το πρωί
δουλεύοντας σε λεξικά παραθεμάτων.
Τα ταύτισα, εγώ που γύρευα τα λόγια σου
ανόθευτα, το κείμενο κορμί γυμνό
χωρίς παραπομπές, σχόλια και σημειώσεις,
το κείμενο το σώμα σου στα χέρια μου
γυμνό να το κρατήσω, να το φιλήσω
αχόρταγα παντού, το δέρμα σου
τη σάρκα σου ―όχι κι εδώ χαρτιά βιβλία…
Mα ήταν η ώρα ανοιχτή κ’ έπεσες κ’ εγκρεμίστης.
*
Ο ποιητής κι η πέτρα
Ψάχνοντας απ’ το πρωί μια λέξη τεσσάρων
συλλαβών και νά ’ναι παροξύτονη.
Μόνο μ’ αυτή θα έκλεινε το ποίημα, καθώς
χαλούσε ο ρυθμός σε κάποιο στίχο.
Όπως ξερολιθιά που δεν μπορεί
να κλείσει ή τοίχος πέτρινος
αν δεν βρεθεί η τελευταία
πέτρα που εφαρμόζει στη δομή,
να κλείσει αρμονικά το κτίσμα.
Έψαχνε απ’ το πρωί, τη βρήκε τα μεσάνυχτα.
Δεν ήταν κόπος, ταξίδι μες τα λεξικά
της ηδονής ψάχνοντας για τις λέξεις
που είχαν αυτές τις συλλαβές,
αυτό τον τόνο. Μα έπρεπε να έχουν
και το χρώμα, τον ήχο, την υφή
που αναζητούσε για να υπηρετηθεί
το αίσθημα. Nα γίνει λέξη σώμα
με το κτίσμα.
*
Στον Καστανότοπο της Γρανάδας
Ήρθανε τάπας στο ΒodegasCastañeda
κρύα κι ύστερα ζεστά, κρασάκι κόκκινο
Ριβιέρα κι ύστερα Ροχά κι έλεγε ο φίλος
έλεγε πώς νά’χω ύπνο, μας πιάσανε
στον ύπνο! ―και τώρα πάει, μας έχουνε
στο στόμα τους και βγάζουν άχτι
(αιώνων άχτι και φαρμάκι!) ―τον κοίταζα
τον άκουγα που θλίβονταν για της πατρίδας
τον διασυρμό μα ’γώ σκεφτόμουν πόσο
αλλιώτικα θα ήσαν όλα, πόσο αλλιώτικη
θα ήσουν πόλη, αν ήσουνα εσύ εδώ,
αν δεν πνιγόσουν μες το φόβο νέας
αρχής ―φοβάμαι είχες πει, φοβάμαι
αυτό που μας συμβαίνει.Ωσάν να καίει
μέσα μου ανέσβηστον καμίνιν,
σκοτίζεται ο νους και ζω σαν πεθαμένη.
*
Πόλη σφαγείο
Nοέμβρης γκρίζος, η πόλη ανεμική
τα βήματά της σέρνοντας με κοίταζε
με τόση περιφρόνηση, ανέστιος, παρείσακτος
με κάτι ξεφτισμένα όνειρα, σ’ αγέλη μέσα
τριγυρνώντας αδέσποτων σκυλιών.
Σκυλιών που έρχονται τη νύχτα αργά
το καθεστώς της Κατοχής και τα δεσμά
των Τούρκων αψηφώντας. Σκυλιά της Κύπρου,
μοιάζουν άγρια κι ωστόσο φοβισμένα
ο τρόμος κατοικεί μέσα στα μάτια τους
ζητούν τη λύτρωση που δεν γνωρίζουν
σύνορο και πράσινη γραμμή, με το λουρί
που έκοψαν το σύρμα που παρέμεινε
βαθιά μέσα στη σάρκα, τους ρίχνω
λίγα κόκκαλα βγάζω νερό στο δρόμο
σε πήλινα κουτιά και μαστραπάδες.
Ύστερα τα χαϊδεύω, τα φροντίζω,
είναι οιδικοί μου άνθρωποι, μαζί τους
περπατώντας σε πόλη ακυρωμένη
κυνηγημένος από τύψεις ανελέητες
για πρόσφυγες κι αγνοουμένους
σε βλέπω πόλη και σε σκιάζομαι
γεμάτος όνειρα κι οράματα και μνήμες
γυναικών που είχα ή που πόθησα
και δεν απέκτησα, με τυραννούν
μες στα χαρτιά μισοπλασμένες,
λοξός, μονάχος κι έρημος και γύρω μου
μια πόλη παραδόπιστη, πόλη μπορντέλο
ψεύτικα ποιήματα εκδίδοντας να δίνει
τα κλειδιά σε συγγραφείς ρουφιάνους
επαίτες δημιουργικής ζητείας, πόλη
φρικιό, φριχτό σφαγείο χάχανο
τρομαχτικό λεπίδι μ’ έκοψε στα δυό.
_____
Δεκατρία ποιήματα από τη νέα ποιητική συλλογή του Μιχάλη Πιερή, Μουσών και πόλεων
(αφηγήσεις, λυρικά, σάτιρες) που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ίκαρος