ΚΑΠΤΑΙΝ ΜΠΛΟΥΜ
Στα σκοτεινά κάθεται
ο Κάπταιν Μπλουμ
Κλαίει, γελάει στο ένα του μάτι
η θάλασσα γυρνάει
Καρφώνει το γάντζο του στον τοίχο
Πέφτει στο πάτωμα το καράβι
που έπλεε στα πράσινα νερά
Τη ζωή του τριγυρνάν οι ποντικοί
που γλίτωσαν απ’ τη φουρτούνα
«Δεν ήταν η στεριά για έρωτες»
φωνάζουν τα οινο-πνεύματα
Η γοργόνα στο μπράτσο
ονειρεύεται την καταιγίδα
Τους κοφτερούς αγέρηδες
που πάλεψαν με τα μαλλιά του
για να ’ρθει κοντά της
Μοναχός στα σκοτεινά
κάθεται ο Κάπταιν Μπλουμ
Κοιτάζει τα χρυσόψαρα στη γυάλα
πετάει το μάτι του στη γάτα
Θυμάται τα πανιά
που φούσκωναν στα στήθια του
και ξεφυσάει
`
*
ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΓΚΡΙΣΙΝΟ
Αυτό το θλιβερό νησί
δεν με χωρά πια
Τις νύχτες η θάλασσα
μοιάζει τόσο τρομαχτικά ήρεμη
που το παραμικρό τίναγμα
μ’ αναστατώνει
Όλα ξαφνικά φαίνονται μικρά
κι εγώ ένα πελώριο άχρηστο σώμα
χωρίς σκοπό, χωρίς λόγο
να υπάρχει
Μη νομίζετε πως δεν φοβάμαι
Υπήρξε κάποτε ένας Κύκλωπας
που έφτιαξε τον πρώτο άνθρωπο
Ήταν αυτός που τον ξεγέλασε
κι ένιωσε τότε την ανάγκη να φωνάξει
δυνατά το αληθινό του όνομα
- Μη φεύγεις, ούρλιαζε
Μείνε
και του πετούσε τεράστιες κοτρόνες
στα τυφλά τρεκλίζοντας
ενώ το πλοίο απομακρυνόταν
κι εκείνος θα ’μενε για πάντα
στο σκοτάδι
Πέρασαν αιώνες από τότε
κι έγινα εγώ ο Κανένας
κι όχι ο παντοδύναμος
γίγαντας Γκρισίνο
που κατοικεί σ’ αυτό
το έρημο νησί
κι ούτε ένας άνθρωπος
στο μακρινό ορίζοντα
για να μου δώσει πίσω
τ’ όνομά μου
`
*
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Σ’ αυτήν τη γερασμένη γη
που κάποτε ήταν μια θλιμμένη γυναίκα
οι άντρες ονειρεύτηκαν
να γίνουνε θεοί
Ένας άνθρωπος κατεβαίνει απ’ το τρένο
και ξέρει πως το ταξίδι τελείωσε
Τα σκυλιά μυρίζουνε τα πόδια του
κι ύστερα χάνεται στους δρόμους
Τα μάτια ενός ζητιάνου
μετράνε πια τον κόσμο
Η μητέρα ανοίγει το λάκκο
μ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο
Πάντα θυμάται την έξαψη
πάνω στη ράχη του ταύρου
που κι αυτός ένιωθε μισός
καθώς κάλπαζε στο πουθενά
Κανείς δεν έφτασε
εκεί που ήθελε
Ποιος να εκδικηθεί
ποιον;
`
*
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Υπάρχει μια ανάγκη στο δρόμο
του πράσινου δελφινιού
Υπάρχει εκείνο το χαμόγελο
που κάποιος κάρφωσε στο στόμα
Φωτιά ανάβει την ανάσα μου
- μεσάνυχτα περίπου -
κι οι λέξεις και τα πράγματα
ένα θλιμμένο αγόρι
που έχασε τα παιχνίδια του
Όμως ένα γλυκό κορίτσι
με κοιτά ξανά
Χωρίς να πει τίποτα
ένας αέρας φυσάει στον ύπνο της
και η ψυχή μου τρέμει
μπρος σ’ έναν απέραντο ουρανό
που ’ναι δικός μου
να μετρήσω
`
*
Ο ΑΓΙΟΣ
Σταυρώνω τα χέρια μου σαν άγιος
Στα μπαλκόνια τα κρεμασμένα χαλιά
τινάζουν βήματα μυστικά
Λένε πως η ζωή ήταν
πάντα μια φυγή στα μάτια
Στη λεωφόρο Νίκης
αγναντεύω το χρόνο
Η ομίχλη σκεπάζει
την ψυχή της θάλασσας
καθώς δρομείς επίμονοι
πασχίζουν να ξεφύγουν
απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό
Κάτι σημαίνουν τα χαμένα χρόνια
όταν βαδίζεις μακριά τους
Θυμάμαι μόνο τους αγαπημένους
και το μίσος στα πρόσωπά τους
Απέναντί μου, δίπλα μου κοιτώ
αυτούς που απομείναμε
Μη φοβάστε, λέμε ο ένας στον άλλο
Ταξιδεύω στη λιγοστή αγάπη
Σταυρώνω τα χέρια μου
σαν άγιος
- Κώστα, Κώστα, μου φωνάζουν
Κοίτα τι σκοτεινός κι υπέροχος
είναι απόψε ο ουρανός
`
*********************************************************
Μα πού έγραφε ο Καβάφης; Στα καταγώγια της Αλεξάνδρειας. Ο Καρούζος; Στα λαϊκά καφενεία της οδού Ζήνωνος. Ο Θωμάς ο Γκόρπας; Σε κάτι ξεχασμένα ουζερί δίπλα σε μεθυσμένους.
Μια χαραμάδα ψάχνει ο ποιητής. Να μπει στην ψυχή του άλλου. Να βρει τα κλειδιά. Τις λέξεις. Μπορεί η ποίηση να μην είναι βιωματική; Πώς θα νιώθεται; Πώς θα μπει μέσα μας ο ποιητής;
Ναι. Όλα αυτά ήταν ένας πρόλογος. Πώς αλλιώς θα διαβάσουμε τα ποιήματα του Κώστα Παπαθανασίου; Μια λεπτομέρεια ήταν… Όλα τα άλλα μάς τα λέει ο ποιητής. Φτασμένος ο Παπαθανασίου, με μια κατασταλαγμένη γραφή, έχει κατακτήσει το προσωπικό του ύφος, γενναίος πια, αθόρυβος κι αγαπημένος, άμεσος και λυτρωτικός. Έτσι μας δίνεται στο τρίτο του βιβλίο, με τίτλο «ΧΩΡΙΣ ΛΕΞΙΚΟ», που κυκλοφόρησε την άνοιξη φέτος από τις εκδόσεις «θράκα».Τα ποιήματά του έρχονται από μακριά. Κι αυτό το μακρινό είναι ταυτόχρονα τόσο κοντινό, γιατί είναι τοπίο ψυχής. Μια φευγαλέα εικόνα που μας σημάδεψε. Το δάκρυ του περαστικού, που δεν πρόσεξε κανείς, τα λόγια που δεν ειπωθήκαν και θάφτηκαν κάτω από τόνους πόνου. Μια ποίηση βαθιά εσωτερική, που αναδύεται στο χαρτί, με ένα λιτό μεγαλείο και μας προσφέρεται απλά και γενναιόδωρα. Από τους ποιητές που αγαπάς χωρίς όρια και ενδοιασμούς. Ψυχή και σκιά της άλλης Θεσσαλονίκης, του άλλου μας εαυτού.
`
Γιώργος Δάγλας
********************************************************
Ο Κώστας Παπαθανασίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1969, όπου ζει και εργάζεται. Υπήρξε για πολλά χρόνια τακτικός συνεργάτης του περιοδικού “Jazz & Τζαζ” κι έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Πέτρινα πουλιά” (Οδός Πανός, 2006) και “Εκμαγεία” (Σαιξπηρικόν, 2011). Βιβλιοκριτικές και δοκίμιά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (”Οδός Πανός”, “Ποιητική”, “Σίσυφος”, “Δέκατα” κ.ά.), καθώς και στη “Βιβλιοθήκη” της Ελευθεροτυπίας.