[Έργο ζωγραφικής του Θάνου Ανεστόπουλου (1967-2016)
`
[ου γαρ η αυτοζωή ο της ζωής
αίτιος εν νεκροίς ελογίσθη*]
και πάλι σε σένα
μια ζωή θα σου
χρωστάω λόγια
που δεν είπαμε
πλάσμα πληγή και φως χάριτος παίζει στα ζάρια
τη τρέλα του με ένα μικρό σημείωμα στη τσέπη
σκαρφαλωμένος σε μια ταράτσα πολυκατοικίας
έτοιμος να απογειωθεί σαν χελιδόνι που φεύγει
πάνω απ’ το δάσος με τις κεραίες τηλεοράσεων
αργόσχολοι μαζεμένοι στο πεζοδρόμιο φωνάζουν
το δαιμόνιο πλήθος αδίστακτο – μη το καθυστερείς
πήδα επιτέλους βρε μαλάκα και μας τα έπρηξες
για να σε κλάψουν έτοιμοι σαν το έσχατο λάθος
όταν θα έχει πια γκρεμιστεί το εγώ σου με θόρυβο
πίνοντας καπνίζοντας και χαχανίζοντας η έρημος
σκληρό αγώνισμα να μου πεις η δημόσια έκθεση
να βαδίζεις άκρη σε άκρη το περβάζι στη κηδεία
του επίγειου τρόμου με μια αλάθητη σιγουριά
πως μαζί με εσένα θα πεθαίνει και η τέχνη σου
να ελέγχεις τη παραμικρή κίνηση με πανέτοιμο
το μυικό σου σύστημα συν ελάχιστο παραπάτημα
ίσον αναπότρεπτο πέσιμο επί το αχανές άγνωστο
κι αυτό να ορίζεται κατά κανόνα ως το άθροισμα
που στη πράξη σε καλεί επίτελους γι ανάπαυση
με τι μαγικά μπορείς να υπάρχεις σε εκατό τόσες
αριθμημένες σελίδες και να ακούγεσαι τόσο ροκ
σαν το διάφανο του κρίνου ο άσκοπος μαρασμός
μεθυσμένο ταξίδι στο τράνταγμα της έκστασης
απ΄την έρημο ως τον κόσμο ζώντας το τέλος
ουαί ημών η αδυναμία να παραμείνουμε αθώοι
γιατί δεν πρέπει να σεβόμαστε μόνο τους ήδη
πεθαμένους αλλά αυτούς που ορίζουν θάνατο
και κρατιούνται στη ζωή πιστοί στο δόγμα σου
πως τάχα μπορούμε να ζήσουμε όσο θέλουμε
`
[* «των αγίων και της των λειψάνων
αυτώ τιμής» του Ιωάννη Δαμασκηνού
θεολόγου και ποιητή
μονή Ιβύρων, 1786]