Image may be NSFW.
Clik here to view.
Μαρία Κεραμίδα-Αγνουσιώτη
ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ;
Στο ίδιο παγκάκι. Στη μνήμη, ακουμπισμένο πλάτη, ένα ζευγάρι.
Η μεγαλύτερη ξεπροβάλλει πάνω από την άλλη.
Ανδρας – Γυναίκα - Ζευγάρι – Ενα !
Ενα! μου έλεγες συνεχώς πως θα μείνουμε. Δεν είχες καμία αμφιβολία, καμία δεύτερη σκέψη δεν φιλοξενούνταν στην άκρη του μυαλού σου. Αντιστεκόμουν…μα με μάλωνες κάθε που αναφερόμουν σε προηγούμενες ιστορίες ανθρώπων -
Ανδρας - Γυναίκα – Ενα.
-Εμείς θα γίνουμε η εξαίρεση του κανόνα, απαντούσες .
Μου ζητούσες να σκέπτομαι λιγότερο και να αισθάνομαι περισσότερο.
Καλοκαίρι στο ίδιο παγκάκι στη θάλασσα δίπλα στον πρώην μικρό ταρσανά. Φωνές χαρούμενες συγγενών, φίλων.
Φίλοι! μου ζήτησες να μείνουμε, όλα τα άλλα ήταν ένα λάθος… Αδύναμα χρόνια(!) έτσι τα περιέγραψες. Φεύγοντας παραδέχτηκες πως έπρεπε να επιστρέψω στις δικές μου αρχές . - Να σκέπτομαι περισσότερο και να αισθάνομαι λιγότερο.
Επτά χρόνια κάθε τέτοια μέρα επιστρέφω, να περιεργαστώ το δικό μας παγκάκι, στο καλοκαιρινό θέρετρο που πήρε τη θέση του παλιού ταρσανά.
Σήμερα δεν μοιάζει άδειο. Μια μόνη φιγούρα, λίγο πιο κοντή από εσένα, ξεπροβάλλει.
Ισως περιμένει το ταίρι του…
Ισως περιμένεις εμένα…
Ανδρας – Γυναίκα –
Ενα ;
Αριστούλα Δάλλη, Δύο ποιήματα
Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Μη ψάχνεις
της μοναξιάs σου το υφάδι
σε γνώριμους ρυθμούς
σε λόγια
σε μακρόσυρτους λυγμούς
για το χαμένο Παρθενώνα
τη μυστική κερκόπορτα
στο Δαίδαλο της μνήμης
ο μίτος χάνεται
σε σκοτεινές
ανήλιαγες στοέs
πέτρινες δίδυμες αδελφές
χωρίς πυρσούς
μήτε αναγνωρίσιμες γωνιές
μόνο ηχώ αντιλαλεί
που, πότε, ποιος
Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ
Σε λίγο μία νέα μέρα ξημερώνει
μπορεί τίποτε να μην είναι ίδιο
το χθες, το αύριο, το τώρα
άφατος λόγος στις μυστικές πτυχές του χρόνου
το όνειρο ελπίδα κρατά
ίσως τ΄ αστέρια γίνουν ήλιοι στο κοίταγμα της μέρας
στο φωτεινό βλέμμα μιας στιγμής
Μαρία Δούμπα
ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΛΟΥΝΑ-ΠΑΡΚ
Πλωτό ορμητικό ποτάμι το αίμα, Αχέροντας εμβρύων, σε εκμαυλίζει με την υγρή θαλπωρή του, σε ναρκώνει και αφήνεσαι με την αδυναμία σου πιάτο καρυδότσουφλο, όταν πορφυρή αμίλητη Αχερουσία με τις σαγήνες της στα σεντόνια σου χύνεται. Μωβ ίριδα ή ορχιδέα λίκνο νανουρίζει τον μικρό Diego που πριν γεννηθεί αναλήφθηκε;; {Μα εσύ δεν είχες ούτε καν σκυλάδικο γαρύφαλλο στα νοσοκομειακά σεντόνια της ρομφαίας φρίκης και πίστης σου κι ο μικρός σου Παναγιώτης γραπώθηκε με τα νυχάκια του στη μήτρα σου κάνοντας σκοινιά τα μαλλάκια του στην φουρτούνα}
Frida Frida… Εσταυρωμένη Πιετά … ο αγέννητος δραπέτης σου με αιμάτινες κλωστές ομφάλιες αγκιστρώνεται στο ιπτάμενο Λούνα Παρκ της λαχτάρας σου. Ο Γύρος του Θανάτου βασιλεύει όμως εδώ και τα κοκάλινα και μεταλλικά οστά σου σπασμένα στα πατώματα την άκρα νεκρική σιγή αφουγκράζονται. Στα μετέωρα μπαλόνια -σπλάχνα του μαρτυρίου σου αιωρείσαι με τους ματωμένους ιλίγγους σου θρυψαλιασμένη μπαλαρίνα. Η λίμνη του θρίλερ σου ζωγραφικό πίνακα πλάθει με τις βουβές χρωματιστές κραυγές της οδύνης σου. Το δάκρυ σου Τέχνη έκανες των πληγών μας ιαματική παραμυθία.
Παναγιώτα Τσιανογιάννη
ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ (από το Α έως το Ω και από το Ω έως το Α σε ένα κείμενο)
—————————————————————————————
Άσχημο πράγμα οι τύψεις Άγριο
Βελόνες που σου τρυπάν το κορμί
Γνέθουν στον αργαλειό κεντίδια με δράκους με δαίμονες
Δηλητήριο η γεύση στο στόμα Δηλητήριο έσταζαν και τα μάτια τη νύχτα
εκείνη Στοιβαγμένη σε μια βάρκα μαζί με άλλους πενήντα Δεν περίμενε τίποτα Δεν κοιτούσε καν
Ζύγωναν στον Πειραιά Καινούρια πατρίδα καινούρια Ζωή μα πού τα κουράγια
Ευθαλία την έλεγαν μα όλοι στη Σμύρνη τη φωνάζαν Θαλειό Όμορφη και δροσερή, ο
Ήλιος έσταξε πάνω της το φως και τα αρώματα της Ανατολής. Όλα τα είχε το Θαλειό Όλα τη
Θάλασσα του Ερμαϊκού και τα ακρογιάλια της Ερυθραίας κουβαλούσε απάνω της κι αν ήθελε να σταθεί τα αρσενικά, ουρές ξωπίσω της, μα εκείνη την καρδιά της την χάρισε νωρίς
Ισμαήλ τον φώναζαν και ήταν ο παραγιός μα στη Σμύρνη δεν είχαν τέτοια Όλοι ίδιοι γινόντουσαν σαν οι κουβέντες αρχινούσαν και τα γλέντια τους ξημέρωναν Όλοι ίσοι κι αγαπημένοι. Με γαλλικά και μουσική το Θαλειό με
Κοσμέτια ολημερίς ο Ισμαήλ μα και δυο μάτια κάρβουνα που πύρωναν σαν τη θωρούσαν και της έσφαζαν τα σωθικά και γέμιζε η σάρκα πεταλούδες και ξωτικά
Λαθεμένα στόχευσε ο έρωτας
Μα κάνει λάθος ο Έρωτας? Έχει ερωτηματικά έχει τελείες? Γυμνός στέκει και του φοράς ότι ρούχο αγαπάς από μανδύα μέχρι φράκο, του φυσάς
Ναργιλέδες όπως ο Ισμαήλ και τον στολίζεις Νεκταρίνια σαν το Θαλειό Ότι θέλεις τον κάνεις και κείνος δε θυμώνει μα σου χορεύει
Ξεδιάντροπα και ψιθυρίζει σκανδαλιές ξυπόλυτες Έτσι είναι ο έρωτας Μήνας Σεπτέμβρης πάνω σε δέντρα
Οπωροφόρα Ανοίγεις την
Παλάμη σου και γεμίζει καρπούς. Μα σαν άρχισαν τα γεγονότα οι καρποί γίνηκαν πέτρα και ο Ισμαήλ οχτρός
Ροζιασμένο δάχτυλο σε μια νυχτιά και φωτιά και κουρνιαχτός και φωνές και απελπισία
Σαστισμένα τα μυαλά χάσαν τον έλεγχο και οι φίλοι γίνηκαν εχθροί μέσα σε μία ώρα και σπίτια καίγονταν και ζωές και ιστορία και κείνη στέκονταν αδύναμη να θωρεί το σπαραγμό μέχρι που ήρθε εκείνος
Τείχος της φάνηκε εμπρός της τη βούτηξε, την έσωσε Δε θυμάται πολλά μόνο την
Υγρή βάρκα και την μαύρη αλλιώτικη Θάλασσα, ούτε τις
Φωνές άκουγε το Θαλειό ούτε τα κλάματα Τίποτα δεν ένιωθε σαν η ζωή της πετούσε μακριά
Χαμάλης ήταν η νύχτα εκείνη και κουβαλούσε μνήμες και όνειρα Και η
Ψαρόβαρκα πυγολαμπίδα που θα έσβηνε στο πρώτο φως Όλα μισά Όλα ασήμαντα
Ώσπου έφτασαν στον Πειραιά
Άδεια εισόδου ζήτησαν Έλληνες σε ξένη γη
*************************
Ώρες αγωνίας που έγιναν αιώνες Αναγούλα της ήρθε σαν πάτησε στεριά
Ψηφιδωτό μνήμης το κορμάκι της Θυμήθηκε το σπίτι της, τις μυρωδιές τους ήχους Θυμήθηκε εκείνον
Χαμηλόφωνες οι ματιές Μα έχουν ήχο τα βλέμματα? έχουν σαν ανταμώνουν τα κορμιά Τι κι αν τον λεν εχθρό Τα κορμιά δεν έχουν
Φράχτες και οι καρδιές δεν
Υπακούν
Τζιτζίκια έχουν πάνω τους και σπιτικό την πιο όμορφη
Σκιά
Ρεματιές κουβαλούσε το Θαλειό Ρεματιές που γίνηκαν θολά ποτάμια Άλλοτε την έπνιγαν άλλοτε τη βρώμιζαν
Πατρίδα πουθενά Μα πάλευε όχι για κείνη μα για τούτο το παιδί που σάλευε στα σπλάχνα της και συρρίκνωνε τους καημούς
Όρθια με όπλο το κέντημα που κάποτε τόσο βαριόταν Μα τώρα έραβε το θάρρος τώρα
Ξήλωνε τους φόβους και η σταυροβελονιά της έγινε το πιάνο της
Νότες που χόρευαν ολόγυμνες μπρος της Νότες ανάκατες Λα και Ντο και
Μι και Σολ και χόρευε και ο νους της Πέταγε στη Σμύρνη της στα σοκάκια με τις
Λεμονιές και τα γεράνια στις γειτονιές με τα εμπορικά Και μπλεκόταν στα υφάσματα, τα μύριζε τα φόραγε και έφευγε μεταξωτή και βελουδένια να χωθεί στα σιροπιαστά στα
Καρυδάτα και έπειτα να αφήσει τα
Ίχνη της στη λαμαρίνα του έρωτα Λεηλατώντας κάθε πατρίδα
Θανατώνοντας τους
Ήλιους Ανατολής και Δύσης, να γίνεται ένα με τον εχτρό
Ζυμαράκι στα χέρια του Ροδισμένο όμως μετά απ’ αυτόν Σαν ανακατευτούν τα υλικά, χαμπέρια θα έρθουν της έλεγε η γιαγιά
Εκείνη που της έμαθε να ράβει να κεντά Εκείνη που έμεινε πίσω σε μια πατρίδα που δεν της ανήκε και πέθανε ξένη μα μέσα στα
Δικά της Δειλινά
Γεννούσε και έκανε το γκρι γιασεμί το Θαλειό και έραβε νεραντζιές και κυκλάμινα κι έγινε το μωρό πυρωμένη ματιά σε μια πατρίδα που δε θα μάθαινε ποτέ ποιες
Βελονιές το κέντησαν από τι σπόρο φύτρωσε και ποια βαπόρια το φεραν
Άσχημο πράγμα οι τύψεις Άγριο κι οι νότες της στήνουν χορό Βουτάν τις ενοχές τις καιν άσπρο σύννεφο μέσα σε φλόγες τα μάτια τσούζουν Δεν τις κοιτάζουν πια… μια τελευταία
Ώθηση … κλάμα μωρού Αγόρι είναι Αγόρι…