“Το λευκό σπίτι με τα κάγκελα.”
Τον βλέπεις εκείνο τον τιποτένιο τενεκέ;
Ο Μαρκ είναι, το καστανόξανθο, χλωμό αγόρι.
Ο Μαρκ μου έχει κλέψει την καρδιά, τριγυρίζει με αυτή
καλά κρυμμένη στο πορτοφόλι του, παρέα με 20 δολλάρια
για αλκοόλ, μπέργκερ και τσιγάρα.
Πάνε οι καιροί που δεν κάπνιζα, τώρα καπνίζω σα μανιακή
για να τον συναντώ μέσα στους καπνούς.
Κάθε μου τσιγάρο , μια τρίλεπτη συνάντηση μαζί του.
Τυχεροί οι δαίμονες που με παρέσυραν μαζί του, τη δουλειά τους κάνουν.
Άτυχη εγώ που ερωτεύτηκα και βάρυνα τους πνεύμονές μου με πέντε κιλά καθαρό θάνατο.
Κι όλα αυτά για να τον βλέπω.
-Κυρία Άναμπελ,δεν είμαι καλά!Υποφέρω λέμε!
-Το ξέρω μικρή μου, εγώ είμαι εδώ.
Η κύρια Άναμπελ δεν ψελλίζει ποτέ παραπάνω από μια δυο προτάσεις ή αυτό
πάντα θυμάμαι εγώ καθώς ξυπνάω με ένα κεφάλι σα χιλιοχτυπημένο από τσιμεντένιες
μπουνιές δώδεκα ώρες μετά. Κάθε μέρα , κάθε μήνα , δέκα μήνες. Πόσο θα κρατήσει;
Αναθεματισμένα άσπρα σκηνικά. Για μένα το άσπρο είναι το χρώμα της κόλασης.
Τον βλέπεις εκείνο τον τιποτένιο τενεκέ;
Ο Μαρκ είναι, είμαι ερωτευμένη μαζί του.
Χαζεύω τον αέρα να καλεί σε χορό το καστανόξανθο μαλλί του καθημερινά
από το λευκό μου σπίτι με τα κάγκελα.
“Οι έρωτες στο μοβ λιβάδι με το πράσινο δέντρο.”
Μια φορά το μήνα. Κάθε μήνα, μια νύχτα, δώδεκα με πέντε το χάραμα.
Αυτό είναι το συμβόλαιό μου, έχω υπογράψει μια σύμβαση.
Μια φορά το μήνα βρίσκομαι εκεί, μπλέκω σε καυγάδες
και χορεύω σαν τρελή, πίνω και ξερνάω σαν αλαφιασμένη.
Σκοπεύω να κάνω όλα τα ποτάμια κόκκινα από το αίμα.
Σπάω καθρεύτες, πίνω τσάι με τρελούς λούτρινους σουρόβλακες σαν εμένα λαγούς.
Κάτι πρέπει να γίνεται και για το prestige της ημίτρελής μου διανόησης, γι’αυτό και το τσάι.
Καβαλάω πιθήκους, που καβαλάνε δέντρα και στη συνέχεια καβαλάνε εμένα.
Ερωτικοί πόλεμοι, με κραυγές και όπλα.
Στο τέλος, πάντα μου μένει μια τελευταία ώρα.
Αυτήν την ώρα την αφήνω προσωπικά για μένα.
Παίρνω φόρα και τρέχω γυμνόστηθη για σαράντα λεπτά.
Στο χέρι κρατάω σφιχτά, το ξεριζωμένο κεφάλι ενός έφηβου κοριτσιού.
Φτάνω λαχανιασμένη μπροστά στο πράσινο δέντρο,έχω μια σπάνια δύναμη
φαντάζομαι το δέντρο καμμένο και αυτό τυλίγεται κατευθείαν στις φλόγες.
Θάβω το δακρυσμένο κεφάλι δίπλα από τα συντρίμια του δέντρου,παίρνω το υπόλοιπο μου
κουφάρι, φοράω το λουλοδάτο φόρεμά μου και φεύγω από το μωβ λιβάδι.
Μέχρι τον επόμενο μήνα.
“Στο Λονδίνο.”
Όταν ερωτεύομαι η πλάση μου γύρω πενθεί, εγώ χαίρομαι και φοράω τα μοβ φορέματά μου.
Τριγυρίζω σαν χαρούμενη έφηβη ποντικίνα και ψάχνω για την μικρή κίτρινη ηδονή.
Οι φάκες άπειρες με τραβάνε και με κλείνουν σε χαζά μπαρς και σκονισμένες παμπ.
Όταν είμαι ερωτευμένη γίνομαι η ευλογημένη θεά της Μπίρας και η ερωμένη του Ουίσκι.
Δεν ξερνάω λουλούδια σαν τις λοιπές αγαθιάρες ποντικίνες, ξερνάω φωτιές και πυρκαγιές
και η πλάση μου γύρω τρέμει. Στων υπονόμων τις σκοτεινές γκρίζες πόλεις όταν είμαι ερωτευμένη γίνομαι επικίνδυνη,
εύθραυστη, τα λόγια μου σε σκοτώνουν και σε αναστατώνουν, σπάω σε τοίχους σα φιάλη αδειανή από κρασί.
Παρακαλώ τους διαβάτες να σε βρουν, αυτοί τρομάζουν με φτύνουν και κλοτσάν.
Οι ευυπόληπτοι ,πρωινοί , ποντικοί πολίτες που ανοίγουν τα μαγαζάκια τους με δείχνουν με τις ουρές τους.
Όταν είμαι ερωτευμένη σταματώ να χαίρομαι, η πλάση γύρω μου πενθεί και με καταριέται.
Καταλήγω στη στροφή κάτω από το φρεάτιο, μεθυσμένη, με την απαίσια πρωινή όψη και το μπαγιάτικο μακιγιάζ
να ψάχνω για μια στάλα γαλάζιο ουρανό. Το σημείο που συναντηθήκαμε πρώτη μας φορά άνθρωπε, πέρασες από πάνω μου
και το υπέροχο πρόσωπο σου με τα περιποιημένα μελαχρινά γένια έμεινε πάντα στην καρδιά μου άνθρωπε.Το προσεγμένο σου στυλ και το
καλόγουστο κοστούμι σου, το περπάτημα και οι υπέροχοι γοφοί σου.Περίεργο συναίσθημα άνθρωπε, που δεν μπορώ να εξηγήσω, ήδη με λένε τρελή όσοι με ξέρουν.
Βλέπεις, είμαι μια έφηβη ποντικίνα και μου έχουν πει τα βιβλία και η λογική τους, οι μεγαλύτεροι με την εμπειρία τους
πως δεν μπορώ εγώ, μια λερή γυναίκα της νύχτας, με τη στάμπα του υπονόμου και του βραδινού αλκοόλ πάνω μου να είμαι δίπλα σου.
Ο καθένας στο κόσμο και την τάξη του.
Ας είναι έτσι, όταν είμαι ερωτευμένη είμαι δυστυχισμένη και η πλάση γύρω μου άρχισε να δακρύζει και να με αγκαλιάζει κι αυτή, είμαι δική της άλλωστε.
Το κέντρο της γκρίζας πόλης, βαθιά χωμένης σε έναν υπόνομο κάτω απ’ το Πικαντίλι, μου δίνει καυτές ματιές και με καλεί για άλλη μια νύχτα μέσα στις φάκες.