`
Τα σημαντικότερα βιβλία λογοτεχνίας για παιδιά διαχρονικά έχουν ένα βασικό χαρακτηριστικό. Ξεκινούν με την πρόφαση ότι ο βασικός αναγνώστης τους θα είναι το παιδί, αλλά στην ουσία πρόκειται για έργα που ξεπερνούν τα όρια μιας ηλικιακής ανάγνωσης και γίνονται βιβλία λογοτεχνίας που αφορούν όλους τους αναγνώστες. Είναι αυτά που διαθέτουν έναν κεντρικό χαρακτήρα- παιδί ο οποίος σε πηγαίνει πιο πέρα από την παιδική του ηλικία. Σε επιστρέφει στο παιδί που ήσουν, ή στο παιδί που δεν υπήρξες ποτέ, αλλά κυρίως σε επαναφέρει στο πώς μπορεί να είναι ο κόσμος μέσα από το παιδικό πρίσμα, τον πιο τίμιο καθρέπτη της ζωής. Είναι αυτά που μέσω του μυθοπλαστικού τους ρεαλισμού, του πρωταγωνιστή και των δευτερευόντων χαρακτήρων ηθογραφούν μια εποχή ενώ παράλληλα διατρέχουν τον χρόνο και προσφέρουν έδαφος για αναγωγές στο σήμερα. Σε αυτή την κατηγορία, λοιπόν, ανήκει και το «Δυσλεκτικό βραχιόλι του Μάρτη» της Αργυρώς Αγγελίνα Ζωγράφου.
`
Αν θέλουμε να εντάξουμε το βιβλίο σε ένα είδος λόγου, θα λέγαμε πως πρόκειται για μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία. Δεδομένου ότι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ένα δυσλεκτικό κορίτσι, με σάρκα και οστά το οποίο ζει και βιώνει γήινες καταστάσεις σε μια επαρχιακή περιοχή τη δεκαετία του ’60, αυτομάτως προσδίδει στο βιβλίο μιαν αξιοσημείωτη σπανιότητα στον τομέα του. Είναι μια αληθινή ιστορία. Είναι δηλαδή μια κατάθεση ψυχής, ένα βίωμα και όχι μια αμιγώς μυθοπλαστική επινόηση. Είναι οι ζώσες μνήμες μιας ενηλίκου η οποία, όμως, διαβάζοντας το βιβλίο αισθάνεσαι ότι δεν γράφει με βάση την τωρινή της ηλικία, άρα μέσω από το φίλτρο της εμπειρίας, αλλά με το χέρι του κοριτσιού που υπήρξε και που φαίνεται ότι δεν σταμάτησε ποτέ να ενεργεί μέσα της. Για αυτό και το βιβλίο διατηρεί από την πρώτη μέχρι την τελευταία του σελίδα το μαγικό σπινθήρισμα μιας παιδικότητας απολύτους ειλικρινούς. Όχι επεξεργασμένης εκ των υστέρων, αλλά δρώσας. Έτσι όλα τα επεισόδια του βιβλίου φωτίζουν τον αληθινό κόσμο των παιδιών, την αθωότητά τους είτε στην αγάπη είτε στην σκληρή μεταξύ τους κριτική. Την ωραία τους αφέλεια αλλά και την ωριμότητα του ενστίκτου τους. Τις ψυχικές τους διακυμάνσεις και την αμείλικτη δικαιοσύνη τους. Το αμόλυντο αίμα τους και την εφευρετική σκανταλιά τους.
`
Η δυσλεξία της ηρωίδας σαφώς και αποτελεί τον νοηματικό ιστό του βιβλίου. Πάνω όμως σε ποια βάση; Όχι της αναγνωρισμένης μαθησιακής δυσκολίας μιλώντας με σημερινούς όρους, ούτε της λογοτεχνικής περιγραφής του θέματος από έναν ειδικό που γράφει όμως ουσιαστικά εξ αποστάσεως. Η δυσλεξία μέσα στο βιβλίο λειτουργεί ως μια αφήγηση που ρέει εντός μιας ιστορίας, δεν περιγράφεται απλώς ωραιοποιημένα με στόχο την εκπαίδευση επί του θέματος. Αποτελεί δηλαδή ένα εγκιβωτισμένο θέμα μιας μυθιστορίας που σε ενημερώνει για το θέμα αβίαστα και με έναν φυσικό τρόπο. Το δυσλεκτικό κορίτσι δεν κατακτά εκ προιμίου τη συμπάθεια των αναγνωστών μέσω της ιδιαιτερότητάς του αλλά την εκμαιεύει. Και αυτό είναι ένα ουσιώδες πλεονέκτημα του βιβλίου καθώς είναι γνωστό ότι πολλοί λογοτεχνικοί χαρακτήρες σε βιβλία ειδικής αγωγής είτε σκιαγραφούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλούν τον οίκτο του αναγνώστη ή αντίθετα παρουσιάζονται ως υπερήρωες. Συνεπώς η φυσική τους παρουσία στα συμβάντα της καθημερινότητας είναι παραμορφωτική.
`
Αντίθετα στο «Δυσλεκτικό Βραχιόλι του Μάρτη» μπαίνεις στον κόσμο αυτού του κοριτσιού μέσα από φυσικές καταστάσεις και όχι από κατασκευασμένες πλοκές. Αυτές όμως οι φυσικές καταστάσεις δεν χάνουν ποτέ τη λογοτεχνικότητά τους, και αυτό είναι κάτι που επίσης δεν πρέπει καθόλου να περάσει απαρατήρητο. Η αφηγηματική τεχνική της συγγραφέως με τη ρέουσα γλώσσα, τους ζωντανούς διαλόγους, τις παραμυθικές παρεκβάσεις, τις αλληγορίες και τις περίτεχνες περιγραφές τόσο του ψυχισμού των ηρώων όσο και της εξωτερικής πραγματικότητας, δημιουργούν πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Η δυσλεξία, λοιπόν, είναι θα έλεγα ένα ρεαλιστικό και συνάμα λογοτεχνικό εύρημα που διατρέχει την μυθιστορία και προσφέρει τη δυνατότητα της άμεσης πληροφόρησης επί του ειδικού θέματος παράλληλα με την αναγνωστική απόλαυση.
`
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ενσυναίσθηση της συγγραφέως, δεν μένει μόνο στον τρόπο που περιγράφει, το πώς σκέφτονται και ενεργούν οι άλλοι ήρωες σχετικά με τη δυσλεξία του κοριτσιού η οποία όπως είπαμε λόγω των χρονικών συγκυριών δεν αποτελεί μια αναγνωρισμένη μαθησιακή δυσκολία, αλλά έναν αόρατο «εχθρό», αλλά εμβαθύνει και σε πολλές ακόμα ανθρώπινες καταστάσεις: στις σχέσεις που έχουν τα μικρά αδέλφια διαφορετικής ηλικίας, στις σχέσεις των γονιών μεταξύ τους, στις νοοτροπίες των ανθρώπων της επαρχίας, στη στάση τους απέναντι στο θάνατο, στις ταξικές διαφορές, στα ιδεολογήματα μιας παρελθούσας νοοτροπίας και σε άλλα πολλά. Η ανθρωπογεωγραφία, λοιπόν, της συγγραφέως που εμφανίζεται μέσα στο βιβλίο το αναγάγει σε ένα γενικότερο κοινωνικό ψυχογράφημα και ηθογράφημα και όχι σε ένα περιορισμένης θεματικής ειδικό βιβλίο.