Η ποίηση δεν μπορεί να αλλάξει του πόνου
την τάξη
Η σκόνη εκείνη δεν θα κατακάτσει αλλού,
μάλλον ράβει πάνω της την παρουσία
των ταφόπλακων, υπονοώντας τον σχοινοβάτη
που τολμά το βλέμμα πέρα απ’ το σκοινί
που δεσπόζει πάνω από τα ερείπιά του
Ψάχνουμε αναμνήσεις, σε μαυρισμένους τοίχους
και σπίτια παρατημένα,
εμείς μες στις νύχτες τις γαντζωμένες
με νύχια που βυθίζονται
στου στρώματος τις άκρες, εάν είχαμε δει τα πρόσωπα,
τις μάνες μες στα κενά των δωματίων,
θα είχαμε στο λαιμό μας μια χαρακιά πιο φανερή
και για λέξεις μια κλωστούλα φωνή
Γι’ αυτό στέλνουμε μόνο σήματα καπνού
από σημεία ασφαλή και εγκαταλελειμμένα
κι αν ανοίξουμε κρησφύγετα
τρέφουμε ένα κενό από φορμαλδεΰδη,
ένα κληροδότημα κάρβουνου που κόβει την ανάσα
Αφήνουμε θαλπωρή, μα με λόγια από στάχτη
μετά από κάθε καταυλισμό
* * *
Τα χέρια ακουμπούνε τις ρίζες
μιας στραγγισμένης πηγής
Έτσι είναι που από την απουσία αντλώ
εκείνο το νερό, την θύμηση που επιστρέφει
σαν ψύχος ανάμεσα στα δάχτυλα
Καθισμένος πάνω σε μια πέτρα, τα παπούτσια
λυτά, ατενίζω τα γκράφιτι,
με νύχια και αίμα σκαλίζοντας
ως στα ονόματα των πατέρων
Ύστερα προχωρώ μες στη θωριά
μιας λάμψης στην κοιλάδα
Λες και ο ουρανός πέφτει από ψηλά
για να ’ρθει να με γυρέψει
* * *
Η Γραμμή Γκούσταβ
Θα ήθελα ν’ αλλάξω όνομα στους χειμώνες
κρατώντας σφιχτότερα τη θύμηση του ψύχους
την παγωνιά στα δάχτυλα των στρατιωτών
Να βλέπω τους Γερμανούς να πυροβολούν ακόμα
με τα δόντια σφιγμένα πάνω από το ανάχωμα
με μάτια που κομματιάζουν ζωντανά
την άοπλη ουρά των ξεριζωμένων
Και να σας ψάχνω εκεί, ανάμεσα στους γέροντες
να κρύβω τις μάνες,
τις μάνες σαν καταφύγια για λεπτές κορμοστασιές
(μεταξύ στήθους και ώμου, ορμίσκοι
σαν λιμάνια για μικρά κεφαλάκια
τρομαγμένα μες στην καταιγίδα)
Πάνω στη χώρα σαν σκιά η γραμμή Γκούσταβ,
χαραγμένο με μελάνι πάνω στα χαλάσματα,
το σύνορο ανάμεσα σ’ εκείνους που πέφτουν καταγής
πριν ή μετά τον πυροβολισμό
* * *
Μας είπαν να πάμε εμπρός
κι εμείς χαθήκαμε στο χιόνι
Επιστολή
(Μάχη της Nikolajewka)
Αγκάλιασέ με, ο κόσμος όπως βλέπεις
μου τσάκισε το οστό
που στήριζε τη σάρκα,
γι’ αυτό φωνάζει κάτω από τα πόδια
και δείχνει της πληγής
το αμείλικτο κενό
Μέσα από τις φλέβες, πάρε με,
πάρε ό,τι έχει απομείνει
Αν δίχως ουρανό το πρόσωπό μου μένει
και με τα μάτια ανοιχτά τα τελευταία όνειρα
πνιγήκανε στη λάσπη
σφάλισέ τα με την απαλάδα του χιονιού
και στρέψε το σώμα μου
στο ύψος του κλαυθμού
* * *
Από τη σκοπιά των σπιτιών που κατέρρευσαν
δεν υπάρχει οδός διαφυγής,
μια διασπορά προσώπων
και χεριών, μια παγωνιά
που ζυγώνει στο Θεό
Από τον ουρανό μένει ένα φως αμυδρό
που δεν γνωρίζει πια τους δρόμους
Στον ολκό των στοιβαγμένων σωμάτων
υπάρχει μια σιωπή που δε λέει να ειρηνέψει,
δύναμη δεν έχει πια των ματιών η φωτιά
που μέσα στα βλέφαρα σβήνει
* * *
Σεληνιακή φάση
Προσπαθούμε να αναθαρρέψουμε,
τώρα που η νύχτα στέκεται στα χείλη
και μας σβήνει την ανάσα,
εμείς σαν τυφλοί να ξαναγεννιόμαστε στο βουβό
ψηλάφισμα των δαχτύλων
Να πραγματώνουμε τη φύση του σκότους
όταν χάνεται το φως σ’ όλο το τετράγωνο
και αγκαλιαζόμαστε δίχως να πούμε λέξη
Έξω, στο ξέφωτο της στάθμευσης
ένα αυτοκίνητο χαράζει έναν φωτεινό κύκλο
περιστρέφοντας τον εαυτό του στο κενό,
δεν σκάβει ούτε γλείφει τις αποστάσεις
Κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνουμε
Ακόμα κι αν η πορεία
είναι η επιστροφή σε ένα σημείο
ελάχιστα μακρινό
απ’ όπου δεν φύγαμε ποτέ
* * * * *
Testi in italiano
Latitudini delle braccia
La poesia non può cambiare l’ordine
del dolore
Quella polvere non si poserà altrove,
piuttosto ricuce addosso la presenza
delle lapidi, insinuando al funambolo
che osa lo sguardo oltre la corda
che sovrasta le proprie rovine
Cercare ricordi, tra i muri anneriti
e le case abbandonate, noi tra le notti ancorate
con le unghie che vanno a fondo
ai bordi del materasso, avessimo visto i volti,
le madri tra i vuoti delle stanze,
avremmo un taglio più vistoso al collo
e come parole un filo di voce
Per questo lanciamo solo segnali di fumo
da posti sicuri e abbandonati
e se apriamo nascondigli
nutriamo un vuoto di formaldeide,
un lascito di brace che toglie il respiro
Lasciamo tepore, ma con parole di cenere
dopo ogni bivacco
* * *
Le mani toccano le radici
di una sorgente prosciugata
È così che dall’assenza attingo
quell’acqua, il ricordo che torna
come freddo tra le dita
Seduto su di una pietra, le scarpe
slacciate, contemplo i graffiti,
con unghie e sangue scavando
sino ai nomi dei padri
Poi mi porto dentro la vista
di un bagliore nella vallata
Come se il cielo si buttasse dall’alto
per venirmi a cercare
* * *
La Linea Gustav
Vorrei cambiare nome agli inverni
tenendo più stretto il ricordo del freddo
il gelo nelle dita dei soldati
Veder sparare ancora i tedeschi
a denti serrati dall’alto del muraglione
con occhi che spezzano a vivo
la coda inerme degli sfollati
E cercarvi lì, tra i vecchi a coprire le madri,
le madri come rifugi per sagome minute
(tra il seno e la spalla, insenature
come porti per piccole teste
spaurite nella burrasca)
Sul paese come un’ombra la linea Gustav,
tracciato d’inchiostro sulle rovine,
il confine tra chi si butta a terra
prima o dopo lo sparo
* * *
Ci dissero di andare avanti
e noi svanimmo nella neve
Lettera
(Battaglia di Nikolajewka)
Abbracciami, come vedi il mondo
mi ha tranciato l’osso
che sostiene la carne,
per questo chiama da sotto i piedi
e mostra il vuoto
inesorabile dello squarcio
Attraverso le vene, prendimi,
prendi tutto quello che rimane
Se la mia faccia resta senza cielo
e gli ultimi sogni ad occhi aperti
soffocati nel fango
chiudili con la delicatezza della neve
e rivolgi il mio corpo
all’altezza del pianto
* * *
Dalla prospettiva delle case crollate
non c’è via di scampo,
una dispersione di volti
e braccia, un freddo
che avvicina a Dio
Del cielo rimane una luce tenue
che non riconosce più le strade
Nella scia dei corpi ammassati
c’è un silenzio che non trova pace,
non ha più forza il fuoco degli occhi
che si spegne tra le palpebre
* * *
Fase lunare
Cerchiamo di farci coraggio,
ora che la notte si staglia sulle labbra
e ci cancella il fiato,
noi come ciechi a rinascere nel muto
tastare delle dita
A realizzare la natura del buio
quando la luce scompare per tutto l’isolato
e ci abbracciamo senza dire una parola
Fuori, nel parcheggio radura
un’auto traccia un cerchio luminoso
girando su se stessa nel vuoto,
non scava né lambisce le distanze
Nessuno sa dove stiamo andando
E se l’andare
sia il ritorno verso un punto
poco distante
dal quale non ci siamo mai spostati
* * *
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η «Γραμμή Γκούσταβ» (Linea Gustav) είναι η κωδική ονομασία που δόθηκε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην κύρια γραμμή άμυνας των γερμανικών δυνάμεων προς τα δυτικά της Ιταλίας, με τη διατήρηση εδαφών τακτικής σημασίας στις κοιλάδες του Ράπιντο, του Λίρι και του Γκαριλιάνο. Η μάχη του Μόντε Κασίνο, γνωστή και σαν μάχη για τη Ρώμη που κόστισε αρκετές χιλιάδες ζωές, ήταν μια σειρά από διαδοχικές επιθετικές ενέργειες των συμμαχικών δυνάμεων, που στόχευαν στη διάσπαση της γερμανικής άμυνας με σκοπό την κατάληψη της Ρώμης.
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ο Νίνο Ιακοβέλα γεννήθηκε στο Guardiagrele του Abruzzo το 1968, αλλά από το 1998 ζει και εργάζεται στο Μιλάνο. Το 2002 εγκαταλείπει τον τομέα διοίκησης επιχειρήσεων για να αφοσιωθεί στη διδασκαλία. «Η ανάγνωση των πρώτων βιβλίων (αληθινής) ποίησης μου χάρισε μια μεγαλύτερη ενορατική εμβάθυνση. Έτσι έφυγα για το Μιλάνο με μερικά από αυτά τα βιβλία και λίγες βεβαιότητες. Εδώ ξεκινούν οι πρώτες μου απόπειρες γραφής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μου αρκούσε πια μόνο να διαβάζω. Γράφοντας ποίηση, ενδεχομένως ήταν σαν να αναζητώ έναν προσανατολισμό, μια τροχιά ώστε να μην χαθώ μες στην ανοικτή θάλασσα των πρώτων αντιξοοτήτων.»
Μέσα από την ιστορική διαδρομή της μνήμης του πατέρα του και μετά από σχεδόν πέντε χρόνια ερευνών, άρχισε να γράφει τα πρώτα ποιήματα της ενότητας «Η Γραμμή Γκούσταβ», η οποία θα συμπεριληφθεί στα «Γεωγραφικά πλάτη των χεριών»: μια συλλογή από μικρές και πυκνές ιστορίες προσωπικής αντίστασης, στα απόνερα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, με έναν τίτλο που υπαινίσσεται την ικανότητα των χεριών να αγκαλιάσουν τον κόσμο, να τον προστατέψουν, να τον υπερασπιστούν αν είναι απαραίτητο. «Ήμουν στη ηλικία σου όταν ξέσπασε ο πόλεμος/ μου είπε μια μέρα ο πατέρας μου/ μάζεψα τη θεία σου από το έδαφος/ που είχε το θάνατο στα μάτια:/ μια σφαίρα είχε περάσει δυο δάχτυλα ξυστά/ από το λαιμό της, της έκανε μόνο μια τρύπα στη μαντήλα.»
Με μια ποίηση αδρή και καθαρή, σαν τις αυλακιές που οργώνουν το χωράφι, αλλά συνάμα τρυφερά θλιμμένη, η πένα του Ιακοβέλα μοιάζει να έχει σμιλευτεί με τον ανθρώπινο πόνο όταν γράφει «Είχαν στα χείλη τους το αλάτι, κουβαλούσαν/ στους ώμους/ τις ρίζες ενός φυτού που το λένε θλίψη», φέρνοντας στο νου τον Στράτη Θαλασσινό στη Νεκρή Θάλασσα: «Καρδιά και στόχαση/ πήζουν στ’ αλάτι/ που είναι πικρό/ σμίγουν τον κόσμο/ τον ορυχτό». Ο ίδιος ολκός της θλίψης στη «Σεληνιακή Φάση» αντανακλάται στην εικόνα του αυτοκινήτου που φωτίζει μελαγχολικά μια αέναη επιστροφή στη μοναξιά: «Έξω, στο ξέφωτο της στάθμευσης/ ένα αυτοκίνητο χαράζει ένα φωτεινό κύκλο /περιστρέφοντας τον εαυτό του στο κενό […] / Κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνουμε/ Ακόμα κι αν η πορεία/ είναι η επιστροφή σε ένα σημείο/ ελάχιστα μακρινό/ απ’ όπου δεν φύγαμε ποτέ». Σε κάθε περίπτωση, η ποίηση για αυτόν είναι «ο μίτος της Αριάδνης που του επιτρέπει να μην χαθεί ποτέ, σε ό,τι κι αν αποτολμά, όπου κι αν βρίσκεται».
Στο Μιλάνο εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή Ballate di un giorno solo e della notte (Μπαλάντες μιας μόνο μέρας και της νύχτας, εκδ. ExCogita, 2001), καθώς και τη συλλογή Latitudini delle braccia, (Γεωγραφικά πλάτη των χεριών, εκδ. deComporre, 2013). Από το 2011 μέχρι το 2013 ανήκε στη συντακτική ομάδα του περιοδικού ποίησης και έρευνας Il Monte Analogo και είναι ένας από τους ιδρυτές και διαχειριστές του ιταλικού ιστολογίου ποίησης “Perigeion”.