Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Άγγελος Λουκάς, Ποιήματα

$
0
0


ΑΠΡΙΛΗΣ

Άνοιξα το παράθυρο
Απρίλη μήνα
κι είδα μια Άνοιξη αλλιώτικη
βουβή σαν μνήμα.
Οι μυγδαλιές κρυφτήκαν ντροπιασμένα
τα ρόδα ανθίσανε μαύρα και ματωμένα
και τ’ αηδόνι της αυλής χαμήλωσε το βλέμμα
μη δει την όψη του δειλού
που έχασε το στέμμα.

Μέσα στην κάμαρη σκυφτός
Γενάρη μήνα
είχα το Φως της νιότης μου αγκαλιά
μια Μούσα για το ποίημα.
Δεν το περίμενα ο αφελής
πως οι καρδιές λυγάνε
και του Χειμώνα τα φιλιά
την Άνοιξη πονάνε.

ΕΧΕΜΥΘΟ

Μέσα στο δώμα μοναχός για ώρες συλλογιέμαι,
απάτριδες ακρογιαλιές και λίκνα μυροβόλα,
που κάποιος δήμιος εραστής ξεγέλασε με δώρα.
Μιας Αφροδίτης το φιλί και της Ελένης το κορμί,
σκήπτρα χλωμά, με αργύρια αγορασμένα,
που αγκομαχούν στη θλίψη τους γυμνά και ντροπιασμένα.
Κορίτσια που σμιλεύτηκαν χωρίς σταγόνα αγάπη,
γυναίκες που μεθύσανε με κέρματα στη πλάτη,
κι ένας τυφλός ανήμπορος, ο Έρωτας θεός,
που την τιμή του έχασε και πήρε ο χρυσός.
Μέσα στο δώμα μοναχός για ώρες συλλογιέμαι,
‘’άμα σαπίσει το κορμί και λιώσει η Ηδονή,
στου Έρωτα το μαγαζί,
πόσο πουλάνε τη ντροπή;’’

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Δεν είναι οι λέξεις μου γλυκές και ρόδα δεν μυρίζουν,
-ίσως να φταίνε οι ντροπές που στο χαρτί ανθίζουν-
κι αν ψάχνεις μες τις ρίμες μου για του καιρού ελπίδα,
σε συμβουλεύω σαν γονιός κακός, άλλαξε σελίδα.
Αν δε δαμάσω το κακό που λάμπει στο σκοτάδι,
μια όαση χωρίς νερό, των έκπτωτων σημάδι,
μην περιμένεις όμορφη, ξανθή σαν το φεγγάρι,
ενός χαμένου το φιλί και της ψυχής το χάδι.
Δεν είναι ώρα -σγχώρα με- για κρίνα και αστέρια,
μες το κλουβί μου πέθαναν αγάπης περιστέρια.
Έγινε ο κόσμος ένα τέρας με προικιά,
κι εγώ παλεύω κάθε νύχτα με φρικιά.

ΔΡΑΜΑ

Σε μια συνηθισμένη πόλη
μιας συνηθισμένης χώρας
και σε μια συνηθισμένη ώρα
είδα
πως πεθαίνουν
οι συνηθισμένοι άνθρωποι
σ’ ένα συνηθισμένος μέρος
και με ένα συνηθισμένο τρόπο.
Από τότε
προσπαθώ
να ζω σε ασυνήθιστες πόλεις
ασυνήθιστων χωρών
και σε ασυνήθιστες ώρες
με την ελπίδα
να ζήσω μία ασυνήθιστη Ζωή
μ’ ένα συνηθισμένο Θάνατο.

ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Στην κατηφόρα των Θεών που σκότωσαν τ’ αστέρια,
κωπηλατούν αγάλματα με κάρβουνα στα χέρια.
Παιδιά που καθρεφτίζονται στων χρόνων την απάτη,
δραπέτες της Ζωής με αγιασμούς στην πλάτη.
Παπάδες που φορούν του Σατανά τα βέλη,
-αγγελικά ινδάλματα που πνίγηκαν στο μέλι-
ένα καράβι με πιστούς σκοτώνουν στους χρησμούς
και τα μυαλά τους κάρφωσαν σε Τίμιους σταυρούς.
Έτσι βαφτίσανε παράδεισο και κόλαση τον κόσμο που θα ζεις,
όταν σακάτης και χλωμός την άβυσσο διαβείς
και μ’ ένα νεύμα θεικό αιώνια κριθείς.
Έτσι κι εγώ, ο άπιστος Θωμάς, τον Σατανά κοιτάω,
μ΄ ένα ποίημα χαζό στα ίσια τον ρωτάω:
‘’Όταν θα ρίξεις το σκοτάδι κι ανάψεις το καζάνι,
μ’ αυτούς τους άγιους αμνούς να πιω ένα φλυτζάνι;’’

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Ξέρω πως κουράστηκες σ’ αυτό το τρεχαντήρι
και τα όνειρα σου έσπασαν σαν γυάλινο ποτήρι,
ονειροπόλε γητευτή που δυο θηλιές κρατούσες
και τα φιλιά της Άνοιξης να σμίξεις καρτερούσες.
Ένας αιώνας προσμονή ετούτος ο Χειμώνας
και τα μαλλιά σου άσπρισαν στη φρίκη της εικόνας,
φρίκη φοβερή που σε κρατά δεμένο,
σ’ ένα αόρατο κλαδί πισθάγκωνα θλιμμένο.
Ονειροπόλε γητευτή μια χάρη σου ζητάω,
και τα όνειρα σου που πετάς τη νύχτα θα φυλάω.
Εγώ που δεν σε γνώρισα ποτέ μα τόσο σε πονάω,
εγώ που σε λησμόνησα και τώρα σου μιλάω.
Μην περιμένεις μοναχά τα χιόνια να σαπίσουν
και τα φιλιά της Άνοιξης σαν θαύμα να καρπίσουν,
ό, τι αγαπάς παθητικά για πάντα θα κοιμάται
κι ο Χειμώνας στην καρδιά σαν λύκος θα βρυχάται.

ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕ ΕΑΥΤΕ

Δεν είναι όλοι οι ποιητές καταραμένοι
που το δωμάτιο στοιχειώνουνε θλιμμένοι;
Σημαιοφόροι της ζωής αλλοπαρμένοι
σε ένα αόρατο κενό υποταγμένοι.
Μέσα στις φλέβες τους το αίμα τραγουδάει,
Ένα κρυφό σκοπό της Μοίρας μαρτυράει,
σ’ αυτούς που φοβηθήκανε της νύχτας το φεγγάρι,
γι’ αυτούς που ξεχαστήκανε στις Λήθης το πηγάδι.
Κι αν η φωνή τους- όμως- λεύτερη σφυρίζει
και το χαρτί ελπίδα αναβλύζει,
μέσα στα στήθη τους πονάει ένα κρίμα,
για τη ψυχή που διάβασε το ποίημα.

Καταραμένοι ποιητές πως σας λυπάμαι!
Καταραμένε εαυτέ πως σε φοβάμαι!

2015 μ.Χ

Δεν το περίμενα οι θάλασσες να κλάψουν,
τη δυστυχία τα νερά τους να χορτάσουν,
χιλιάδες πρόσφυγες ψυχές στην αγκαλιά τους,
βρήκαν πατρίδα να κοιμήσουν τα φτερά τους.
Κι εσύ, Κόσμε ζηλιάρη τι ντροπή!
να φταις για τα παιδιά σου,
που χάθηκαν χωρίς φωνή μέσα στην ξαστεριά σου,
αδύναμα σαν το πουλί που σπρώχνει ο αέρας,
σ’ ενός πελάγους τη σιωπή που φώλιασε το τέρας.

Πώς ν’ αγναντέψω του θανάτου το λιμάνι;
Πώς να μυρίσω της αλμύρας το κουφάρι;
Έγινε η θάλασσα θλιμμένο κυπαρίσσι,
Οδός Ονείρου η ζωή που δεν θ’ ανθίσει.

ΑΝ ΗΣΟΥΝΑ ΠΟΤΕ ΕΔΩ

Αν ήσουνα ποτέ εδώ,
στης γης το πανηγύρι
που χτίσαμε καρτερικά
με αίμα και ασήμι,
πες μου αν ντρέπεσαι κρυφά
-όχι για μας-
για σένα το δειλό
που τάχα νοιάζεται εμάς,
μα στη σκοπιά του κάθεται φρονητικά
και τα παιδιά του σφάζονται σατανικά.
Αν είσαι
-όπως λένε-
του κόσμου Δημιουργός,
ενός προφήτη κόσμημα,
χιλιοξακουστός,
πώς νοσταλγείς στο θρόνο σου
τη Μοίρα να διατάξεις
και τις σκιές που όρισε
στον Ήλιο να χλωμιάσεις;
Εγώ,
ο άσημος αμνός,
εσένα Αφέντη προκαλώ
-αν ήσουνα ποτέ εδώ-
τη Λύση να μας δείξεις
ή
σαν δειλός Κριτής,
πλασμάτων Δικαστής,
κάτω στη γη που μαρτυρά
κι εσύ να μαρτυρήσεις.

ΘΕΛΩ

Κάποτε
πριν γεράσει η καρδιά μας
παίζαμε ένα παιχνίδι
και με ρώτησαν θυμάμαι
όταν ήρθε η σειρά μου
να πω μια λέξη που σιχαίνομαι.
Τους αράδιασα πολλές.
‘’Μοναξιά, καταπίεση, φτώχεια, αχαριστία
Βαρβαρότητα, ρατσισμός, ματαιοδοξία.’’
Μου είπαν πως
πρέπει να πω μόνο μία.
Τη σιχαμερότερη!
Γέλασα με την παράλειψη μου.
‘’Πρέπει’’

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Άγγελος Λουκάς, είμαι παιδαγωγός 24 χρονών από τη Δράμα.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles