Εις Δύσιν
Και προσπάθησα ώσπου έφτασα εις την Δύσιν, Άσχετο που με κάθε βήμα μου μπερδευόμουν, –Αλλόκοτα φερόμουν–
Περπατούσα ανάποδα,
Και ξάφνου, όπως περπατούσα, Είδα μιαν καινούργια πόλη.
Τέτοια, που δεν μπορούσα να την ξεχωρίσω,
Και προσπάθησα πάλι,
Μέχρι να φτάσω στην Δύση
Ή έστω κάτι που να της έμοιαζε∙
Να άγγιζε το μεγάλο, ελπιδοφόρο όνειρό μου.
Κι όταν επιτέλους ήμουν σίγουρος ότι έφτασα! Έλα να δεις που είδα την ανατολή μπροστά μου.
–Έχει σημασία ποιά βέβαια, γιατί οι λέξεις μπερδεύουν–
Και ’κει στην Δύση μάτια μου∙
Δεν είδα μόνο τον ήλιο να ανατέλλει, Μάντεψε,
Είδα και ανθρώπους ακριβώς όπως Στην μάνα-πόλη,
Και ω μάτια μου, τι ματαιοδοξία –φιλοδοξία ίσως– Μάντεψε, και ’κει με πέτρες χτίζαν σπίτια,
Και ’κει είχαν τις ίδιες προκαταλήψεις με την χώρα,
–Ωραίο το καβούκι, δεν λέω, αλλά σε κάποια σημεία, δεν το βλέπει ο ήλιος–
Είχαν και τούτο το κουλό, Που ’χαν τις ίδιες δουλειές, Τον ίδιον αέρα,
Και ’γω ο κουτός περίμενα Δύση!
Τα ίδια άρματα –αμάξια πλέον θά ’λεγα–
Τα ίδια τροπικά φρούτα –Μόνο που υπήρχαν τρόποι να κατα- λάβεις την προέλευση–
Και είχαν και ’κείνον τον μύθο,
Που οι αστοί της πόλης, σου ’λεγαν:
«Να πας στην Δύση! Εκεί σίγουρα, είναι πιο ωραία!»
Νύχτα κ’ Ασήμι
Στα φεγγαρόλουστα ατελιέ να της απαγγέλλω
Έτσι τα θέλω
Είναι η εποχή που τρίζουν τα φύλλα
Έρχεται σιγά σιγά η ώρα να αφήσουν την θέση τους Κι η αμμουδιά να ξεκινήσει πετάλι
Να φεύγει όλο και πιο πολύ Απ’ τους ανθρώπους
Έρχεται η μελωδία
Έρχονται τα τσιγάρα ένα-ένα Κάτω απ’ την βροχή
Έρχεται η στιγμή που
Θα ξαναγαπήσουμε τον ήχο απ’ τα πατζούρια
Κι ίσως να βρεθεί κάποια ψυχή να μας σκεπάσει∙
Είναι η στιγμή που ροδοπεταλάει η ψυχή στα δέντρα,
Στα φύλλα λίγο πριν ξεκολλήσουν με τις σταγόνες αγκαλιά τους Είναι η στιγμή που όσο η βροχή πονάει το να πηγαίνει αντίθετα Πάντα θα βρίσκει λίγη γλύκα για την αλμυρά της θάλασσας, Πάντα θα την αγγίζει
Πάντα θα αφήνει το στίγμα της∙
Είναι ο καιρός που σιγά σιγά την αμμουδιά τραβάει ο βυθός Για να μην ξαναδεί οποίος δεν αγαπά το καλοκαίρι,
Και σαν πέσει λίγο το βράδι στα χρυσά καλντερίμια όλοι θα ετοιμαστούν,
Μα ’με η ψυχή πονάει ακόμη,
Θέλει λίγο να ακουμπήσει απ’ τα ασημένια κύματα πριν τα ρουφήξει ο ήλιος, θέλει λιγο να αισθανθεί το φως τους,
Να αγκαλιάσει την αμμουδιά.
Την μέρα είναι ωραία η θάλασσα με τις βουτιές τις χαρές και τα χρυσά νερά της,
Το βράδυ με τα πανέμορφα σάπια ψαροκάικα που χτυπούν στα ασημένια γυαλιστά κύματα για να σβήσουν τις φωνές μας, κι ελπίζουν μόνο σ’ ένα χάδι της•
Είναι αλλόκοτο να ξέρεις πως στο φως ίσως δεν ξέρουμε την αξία πολλών πραγμάτων,
Τι να τον κάνεις όμως τον χρυσό Όταν ψάχνεις το ασήμι.
Το πικραμύγδαλο της χάρτινης τρώγλης
Τα χέρια έξω απ’ το παράθυρο του αμαξιού, Πάντα όταν ταξιδεύω! Πάντοτε!
–κι ας μην είμαι μικρό παιδί–
έτσι πιστεύω κάνουν, όσοι ακόμα ονειρεύονται ένα μπλέ ψεγάδι του ουρανού,
αλλά εκεί που ταξιδεύω ο κόσμος μοιάζει αλλιώτικος
Στις απόκρυφες αγορές υφάσματος,
Κάπου πίσω απ’ τα Τζαμιά
Τ’ ασήμια κι ο χαλκός να δίνουν και να παίρνουν
Τα τουρκόλιρα να φεύγουν στον αέρα,
Να συναντούν μπαχτσέδια μπαχαρικών στην ατμόσφαιρα,
Τόση ομορφιά,
Κι όμως δεν αγγίξαμε τίποτα, Τόση ομορφιά,
Κι όμως αγοράσαμε τα πάντα.
Σείριος και ο Σύριος
Το παραδείσιο απόσταγμα Στην ησυχία
Να πίνονται οι σταγόνες Λίγο πιο πέρα απ’ την βουή, Απ’ την πανέμορφη Αθήνα.
Είναι η εποχή που ο κόσμος είναι
Ένα ακόμη κουνούπι,
Είναι η εποχή που μετράμε αντίστροφα μέχρι να
Τζιτζικούν τα αστέρια –Σείριος–
Μυρίζουν οι αυλές
Λούζεται ο χαλκός
Σε κάποιες τσίγγινες παράγκες όμως χιλιόμετρα μακριά να ηχούν κατι κρότοι που διασπούν όλη αυτήν την περίπλοκη ωδή.
Δεν λέω στα ήσυχα είναι όμορφα να γράφεις ανθρώπινα προτάγματα,
Να τα βλέπεις μόνο στο θερινό σινεμά
Έχεις την τύχη εδώ να σκοτώνεις μόνο κουνούπια που σε τσιμπούν κάτω απ’ το λιοπύρι της νυκτός
Δεν λέω έχεις την τύχη να ’ναι ο κόσμος σου κουνούπια Μακριά ομως γίνονται οι άνθρωποι κουνούπια,
Κι εκεί πίστεψέ –τους– η οικονομία που σε τυραννά δεν έχει διόλου σημασία ή μάλλον έχει την επόμενη μέρα –ποιαν επόμενη;
Εκει δεν υπάρχει ούτε σήμερα–
Άλλωστε τα κουνούπια σου εδώ είναι ο κόσμος σου όλος που να κοιτάξεις ο –δύσμοιρος– έξω από την σίτα,
έχει κουνούπια.
Το παραδείσιο απόσταγμα
Μια ακόμη κηλίδα που σε φωτίζει πιο κοντά σε αυτό
Που όλοι λέμε θα ’ναι καλύτερα και όλοι Φοβούμαστε να ’ρθει η μέρα που θα το ζήσουμε –ή μαλλον που δεν θα το ζούμε πια–
Ένα ακόμη στίγμα, ένα ακόμη άκομψο χτύπημα –κάπου– Ενώ εσύ,
Ακόμη φοβάσαι και τον ήχο απο τα φύλλα που από πίσω θα κρύβει καμία γάτα καθώς βραδιάζει
Αλλα αυτή είναι η φύση μας!
Στην εποχή που όλα μοιάζουν ηλιόλουστα στην εποχή που παύει η τέχνη και ξυπνούν γαλανές αισθήσεις για μας
Στα χιλιαδες νησιά στα διαμπερή σπιτια, στα νερά –στα φύλλα με τις γάτες–
Εκεί που ξυπνούν οι λευκές και οι γαλανές αισθήσεις μας•
Ενώ λίγο πιο πέρα το γαλανό γίνεται κόκκινο.
Αλίμονο!
Εδώ οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι για πολέμους θα μιλάμε;
Κατάδεισος
Ψάρεψα μια πετονιά και μια χορδή στον ώμο
Την φύτεψα στα κίτρινα δύχτια
Φόρτωσα λίγο πλιγούρι και κάτι μικρό μα σαν μια ουρά αλόγου Μα θα τρώω μόνο καλαμαράκια
Πήρα έναν σπόρο από σούρβα
Κι ένα αλμυρό τυρί για να με θυμάει στα κύματα –Μπάτζιο– Πέρασα τα πορτοκαλιά στίγματα στην πετονιά και στα δίχτυα Κι άρχισα να πλέω καταμεσής
Σε κανέναν μην πεις πως ψάρεψα
Σε κανέναν πως την γοργόνα μου γυρεύω•
Σε κανέναν πως αν την βρω έξω απ’ το νερό δεν θα ζήσει Σε κανέναν πως στην στεριά πια δεν αναπνέω
Φύτεψα λίγο ουζάκι στον στέρνο Ετσι για να,
Να ξεπερνώ τις θαλαμηγούς
Και στο ψαροκάικο στοϊκά υπομένω Τους Σύριους και τους ναυαγούς Πλήρωσα το τελευταίο μου ψωμί Μα το πλήγωσα σε φέτες
Κι έφυγα στον διάολο•
Έπνιξα δίσκους και κασέτες σε μια της μιλιά, μιλιά ωμή Κι έφυγα στο Σάο Πάολο
Σημασία δεν έχει πού παω
Το φορτίο γιώμα το ’χω –απο συναισθήματα κυρίως– Ψάχνω στην στεριά μου
Όσα δεν μού δωκε η δικιά τους
Ψάχνω τα όνειρά μου μακριά απ’ την θάλασσά τους Κι αν την γοργόνα φανταστώ
Θα φανταστώ με κορόνα
Κι αν με ρωτήσεις αν θα σωθώ Θα πεθάνω από τα χιόνια
Θα ’ναι πάντα τόσο ωραία –αυτή,ή πού θα ’μαι μοναχός–
Θα ακούω πάντα το καράβι να βουίζει –το καΐκι μάλωνε– Και θα ’ναι το δικό μου
Κι όσο επιπλέω θα ’ναι κόντρα στης γοργόνας το όνειρό μου
–Μαρέσει ν’ ακουμπώ τις λέξεις και να μοιάζει με ομοιοκαταληξία, μια τέτοιανε που ποτέ δεν θα στεριώσει, μια τέτοιανε που το ποίημα δεν θα τελειώσει–
γιατί την γοργόνα κι αν αντάμωσα ειναι βαθιά στα πλούτη Κι εγώ κοντεύω να πνίγω
Απ’ ένα μακροβούτι
Κι αν τσακίσω την μέση
Για μια βουτιά
Το κορμί δεν θα μπορέσει
Ν’ αγαπήσει στα βαθιά
Κι αν στο δρόμο βρω δράκους
Και θηρία
Της καρδιάς την ωδή ν’ ακούς
Κι ας έρθει κτηνωδία
–Κι αν πάλι κάπου στεριώσουν οι στίχοι, θα μοιάζει με τραγούδι– –Να τραγουδάς τον έρωτα μπορείς,
Να τον απαγγείλεις θέλει λυχνάρι μονάχα για να φωτίσει–
Κι αν κάπου εκεί στ’ όνειρο χαθώ
Και με ρωτήσουν γιατί έκανα τόσο δρόμο για το τίποτα Θα απαντήσω πως έψαξα τον παράδεισό μου,
Αν δεν καταλάβουν θα τον ακούσω μαζί τους μέσα απτά κοχύλια Κι αν θέλουν θα τον ζωγραφίσω μόνο με την σημαία τους
Κι αν πάλι φοβούνται οτι αυτός ο παράδεισος θα στεριώσει
Θα φύγω
Και θα πάρω και για πάντα μακριά
Την γοργόνα μου
Κι αν με ρωτήσουν γιατί τό κανα θα πω, πως έστω γύρισα κατάκοπος ή μαλλον υπέρκοπος αυτού που είχα καταφέρει
Κι αν με ρωτήσουν πώς ηταν όλο αυτό αν άξιζε τον κόπο θα τους απαντήσω όπως αρμόζει στα κύματά μου, θα λάβουν μόνο μια τραγική απάντηση που ενα παιδί πριν λίγο στην θάλασσα απήντησε:
Πολύ-λίγο.
Κι αν πάλι φτάσω να ξέρω πως δεν θα γυρίσω, κι ούτε θα δω την γοργόνα μιαν ευχή θα ψάρευα απτά νερά –με λίγη άμμο και βότσαλο–
Κι αν είναι να πεθάνω σήμερα
τόσο τραγικά και ήρεμα
Θα ’μαι ευτυχισμένος τελευταία να αντικρίσω μια χορδή ένα πινέλο λίγο χώμα με άμμο, αλάτι και νερό,
ένα δέντρο
και μια γλώσσα,
Για να μπορέσω να εξηγήσω εκεί που θα ’μαι, Τι στα αλήθεια είναι ο παράδεισος∙