Ο αστικός Πηνειός
Ολόκληρη τη μέρα βράζουμε
στα τσιμεντένια καζάνια της ανεργίας.
Όλοι μονάχοι.
Που και που αφήνουμε κανέναν αέρα απ’ το στόμα
και ορισμένους αποσταγμένους ιδρώτες
Κλιματιστικού.
Το απόβραδο, κατηφορίζουμε στο ποτάμι.
Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.
Εκεί, ως και τα κουνούπια μεταμορφώνονται
σε τίγρεις.
Δίχως ίχνος συμμετρίας.
Η καταχνιά, το πράσινο νερό που αναδύει κατρουλιό,
η γροθιά που ξεκλειδώνει την μύτη,
οι χτυπημένες μπύρες, οι στεγνωμένες καπότες κάτω απ’ τη γέφυρα,
η ατμόσφαιρα της διαθεσιμότητας…
Η ατμόσφαιρα της ψυχής μας…
- Ξεροσφύρι, φίλε, πήραμε τη ζωή.
Πάλι με ψέματα θηρεύουμε το ευρώ.
Τάχα για εισιτήριο.
Και η συστατική επιστολή, αργότερα,
ζεσταίνει το κουτάλι.
Το βραδάκι, στο ποτάμι το ζωοποιό της πόλης,
φωσφορίζουνε τοιχογραφίες βιογραφικών σημειωμάτων
και ενδεχομένως, μέσα στα φάσματα και στο σύσκιο
να θυμηθούμε που αφήσαμε το ποδήλατο
που θα μας γυρίσει πίσω.
`
*
Το ψωμάδικο
Το ξημέρωμα της Κυριακής
ένα κορίτσι με ανοιχτά
βόρεια χαρακτηριστικά
προηγήθηκε στην είσοδο
της πολυκατοικίας.
Δεν θέλησε καν να της ανοίξω την πόρτα.
Ακολούθησα.
Εκείνη κατέβαινε στο υπόγειο.
Εγώ νοίκιαζα στον ημιώροφο.
Καθώς χαμήλωνε στα πρώτα σκαλιά
με κοίταξε ζηλόφθονα.
Θα ήθελε, σκέφτηκα, να ζούσε πιο ψηλά.
…Και εγώ που με νόμιζα κακότυχο !
`
*
Σαν άλλοτε
Τότε από ανάγκη
ντυθήκαμε μισθοφόροι κάποιας ιδέας
και μοιράζαμε προκηρύξεις ξημερώματα
με τις προσφορές των αλλαντικών.
Μας είπαν παρανόμους
γιατί στις εισόδους των πολυκατοικιών συχνά
έγραφε :
Απαγορεύεται η ρίψη φυλλαδίων.
Λες και η μορταδέλα, θ’ ανέτρεπε τον κόσμο.
`
*
Ωδή στους λαδωμένους
Σε εσάς, πρώτους ανάμεσα σε ίσους
αξίζουν τα επινίκια
οι παιάνες, οι δάφνες
του λαδώματος • Έλληνες
που σε κάθε στίβο, σε κάθε ήπειρο
πέρα απ’ το χρόνο
πρωτεύσατε στην δωροδοκία
τιμώντας τους γονείς σας
την πατρίδα και τις αξίες
της πολυφυμισμένης σας φυλής.
Σταθήκατε συνεχιστές περήφανοι
ανδρών επιφανών, ηρώων
μυθικών στο τσέπωμα
όπως ο φρουρός εκείνος
του Σωκράτη, - ας έχει ελαφρύ χώμα -
που χρηματίζονταν
για να μας παραδοθεί ο Κρίτων.
Αλλά και πόσοι άλλοι
δεν υπέφεραν αρπάζοντας
κατιτίς, με έγνοια στο μέλλον ;
Παρακαλώ την θάλασσα να κυματίζει
τον ήλιο να λάμπει στην χώρα αυτή
της ελιάς, του φακέλου, της εξαγοράς
και ας στεφανώσουμε
και ας στεφανωθούμε με την δόξα της νίκης
στις εφορίες, στις πολεοδομίες,
στις εξετάσεις του διπλώματος οδήγησης,
προπάντων στην πολιτική,
στα ιατρεία, στα δικηγορικά γραφεία,
στην τεχνοκριτική
σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.
Και τις νύχτες, Παρακαλώ τα Θεία,
για ύπνους ήσυχους, γλυκούς και για ταξίδια
σε όμορφους κόσμους ηθικούς Ελληνικά πλασμένους.
`
*
Υστεροφημία
Το πάθος σου,
το μπανιστήρι,
το πλήρωσες με την όρασή σου.
Πες από λύπηση, πες επειδή της καλάρεσε στο βάθος
της Θεάς,
σου έκανε δώρο την ενόραση.
Και άρχισες να μαθαίνεις οιωνούς και άστρα.
Όλα τα άσχημα τα μάντεψες.
Τον Τρωικό, το τέλος της Θήβας, τον λοιμό.
Ως και πεθαμένος προφήτευες
Χαλάλι το κατάμαυρο αρνί.
Όμως το χειρότερο πού να το προβλέψεις ;
Πως θα σε ’κάναν κάποτε
σύστημα φερεγγυότητας τραπεζικό.
Και για να δεις λίγο βυζάκι
σε βρίζουν τώρα δυο εκατομμύρια Έλληνες
δανειολήπτες.