Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

«Η Εύα χορεύει» (μτφρ. Γιώργος Καρτάκης) [Μέρος αφιερώματος για την ημέρα Ολοκαυτώματος. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, 2016]

$
0
0

`

Στέκει μπροστά μας. Μικροκαμωμένη, σχεδόν διάφανη, και κοιτάζει το ψυγείο, μεγάλο σαν κοντέινερ γεμάτο τρόφιμα, λες και πρόκειται να ξεχειμωνιάσουν με το περιεχόμενό του ολόκληρες ανθρώπινες ορδές. «Δεν είναι καλό να πεινά κανείς», λέει η Εύα Φαχιντί και απλώνει μέσα τα λεπτά της δάχτυλα.

Με τι να ξεκινήσουμε; Με τυρί, γιαούρτι, με κρέας; Ή μήπως κατευθείαν με το Άουσβιτς, με το καταραμένο και παντοδύναμο Άουσβιτς;

Η Εύα παίρνει ένα γιαούρτι, του ρίχνει λίγο παπαρουνόλαδο και ανακατεύει προσθέτοντας ακόμα λίγο. Είναι πολύ δυναμωτικό, λέει και σηκώνει το χέρι σφίγγοντας το μπράτσο. Σαν ένας Ποπάυ - μόνο με χιονάτα μαλλιά. «Δεν θα το πιστέψεις», λέει ξύνοντας το παπαρουνόλαδο - τη δύναμη - με το κουτάλι στον πάτο του άδειου κυπέλου: «Χορεύω».

Η Εύα Φαχιντί, αυτή εδώ, λοιπόν, που τώρα χορεύει σε μια θεατρική σκηνή μπροστά σε κοινό για πρώτη φορά στη ζωή της, γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1925 στο Ντεμπρεκέν, στα ανατολικά της Ουγγαρίας και σύρθηκε έξω από ένα βαγόνι μεταφοράς ζώων σε μια από τις ράμπες του στρατοπέδου Άουσβιτς - Μπίρκεναου τα χαράματα της 1 Ιουλίου 1944 μαζί με τον άντρα, τον πατέρα και τη μικρή της αδελφή Γκιλίκε, τη θεία Μαργκίτ, το θείο Αντάλ, την ξαδέλφη Μποκή, τον Λαγιός - τον άντρα της ξαδέλφης της - και το μωρό, την μικρούλα Φερικέ. «Είναι ένα ντουέτο για τη ζωή μου, για το δικό μου Ολοκαύτωμα», λέει και κοιτάζει το ρολόι. Σε λίγες ώρες πρέπει να φύγει. Έχει να πάει στο θέατρο να κάνει ζέσταμα. Ένα γερασμένο κορμί θέλει το χρόνο του.
Όμως και το μυαλό χρειάζεται χρόνο. Δεν ανεβαίνει κανείς έτσι εύκολα στη σκηνή του θεάτρου Φιντσινζάζ και αρχίζει να μιλά για τη μικρή του αδελφή, τη Γκιλίκε, που δεν είχε πει κουβέντα σε όλο το δρόμο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά καθόταν στο αγαπημένο της σκαμνάκι έχοντας αγκαλιά το αρκουδάκι και την αγαπημένη της κούκλα. 80 άνθρωποι κι ένας κουβάς, που δεν αργούσε να γεμίσει. Οι πεθαμένοι πλάτη πλάτη με τους ζωντανούς.
Μαζί με τη μνήμη επιστρέφει και η αποπνικτική μυρωδιά, η υγρή ζέστη, η γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά η Γκιλίκε, έντεκα χρονών, αμίλητη. «Θα ήθελα να ουρλιάξω, να κλάψω, αλλά τίποτα. Όσο ζω θα θυμάμαι αυτή την εικόνα».

Ήταν πραγματικά αφελείς. Δεν είχαν χάσει τις ελπίδες τους σε όλο το δρόμο προς το Άουσβιτς. Πίστευαν πως εκεί τους περίμενε δουλειά. «Ήμασταν νέοι, δυνατοί, εργατικοί, θα μέναμε ενωμένοι και στο τέλος θα γυρίζαμε πάλι πίσω στα σπίτια μας». Η Εύα κουνά το κεφάλι. «Ελπίζαμε, ήμασταν αισιόδοξοι, αυτή είναι η αλήθεια». Ακόμα και η Γκιλίκε είχε αρχίσει πάλι να μιλά, όταν είχαμε πια επιτέλους φτάσει. Ο δροσερός πρωινός αέρας, το φως, τα πολλά γερμανικά λυκόσκυλα που έστεκαν στην αποβάθρα του τρένου. Και η Γκιλίκε είχε στο σπίτι ένα γερμανικό λυκόσκυλο, τον Μούκι.
`

Όμως αυτή ήταν και η τελευταία φορά που θα άκουγε την αδελφή της να λέει, πόσο όμορφα είναι τα σκυλιά. Γιατί τότε εμφανίστηκε ο Μένγκελε και έκανε μια κίνηση με το χέρι. Είκοσι λεπτά αργότερα, η Εύα ήταν κουρεμένη γουλί, αποτριχωμένη σε όλο το σώμα, ψεκασμένη με απολυμαντικό και μόνη στον κόσμο. Όμως αυτό δεν το γνώριζε ακόμα.

«Ναι, ξέρω! Το μοναδικό θέμα της ζωής μου είναι το Ολοκαύτωμα. Όλη μου η ζωή είναι ένα Άουσβιτς», λέει, σηκώνει τα χέρια και τα κουνά στον αέρα. Ναι, τώρα εκφράζει με το χορό αυτήν την τραυματική εμπειρία της ζωής της. Γιατί όχι; Έχει πάρει την απόφαση, όχι μόνο να μιλά για το Άουσβιτς, όχι μόνο να γράφει γι΄αυτό, αλλά και να χορεύει. Στα ενενήντα της χρόνια. Χαμογελά. «Μοιάζει τρελό, ε;», λέει.

«Όποιος έχει αρπάξει από το χέρι ενός νεκρού ένα ξεροκόμματο ψωμί να το φάει, για να μην πεθάνει από την πείνα, αυτός και ξέρει τι σημαίνει φαϊ. Τι σημαίνει ζωή, έτσι κι αλλιώς το έχει ήδη μάθει».

Όλ΄αυτά ήταν κλειστά μέσα της - κλειδωμένα - πολλά χρόνια. 59 ολόκληρα χρόνια δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει. Ούτε μια λέξη για τους θαλάμους αερίων, ούτε μια λέξη για τη σκηνή που πάνω της παίχτηκε η τραγωδία της ζωής της, χωρίς και η ίδια να το έχει αντιληφθεί. Ούτε μια λέξη για τη μάνα της, από την οποία δεν έμεινε τίποτα άλλο, παρά ένα ροζ, μεταξωτό φανελάκι. Ένας πολύτιμος θησαυρός, ένα αντικείμενο που η μάνα της το είχε αγγίξει. Μα αυτή το ξύφανε με τα χρόνια, το έκανε κομμάτια, κλωστές - σαν να ήταν δαιμονισμένη - κι έκαψε ό, τι απέμεινε.

`

Η μητέρα της. Ήταν τόσο νέα, τόσο δυνατή και εργατική! Ήταν μόνο 39 χρονών, αλλά ακόμη κρατούσε από το χέρι την Γκιλίκε, την μικρή Γκιλίκε: Πρόσεχε! Στρίψε δεξιά, πήγαινε αριστερά! Οι ναζί δεν επιθυμούσαν κραυγές, δεν ήθελαν δράματα. Κανείς αιχμάλωτος δεν τεμαχίστηκε, ήταν προτιμότερο να πεθάνει με αέριο. Όλη της τη ζωή η Εύα αναρωτιόταν, τι θα είχε κάνει άραγε η μητέρα της, αν την ρωτούσαν, τι θα προτιμούσε: Να ακολουθήσει την Εύα στη ζωή ή να μπει με την Γκιλίκε στους θαλάμους αερίων;

Η μητέρα της ακολούθησε τη μικρή της αδελφή στο θάνατο. Η Εύα είναι σίγουρη, πως έγινε έτσι. «Αν η μητέρα ήθελε να ζήσει πραγματικά, θα είχε μείνει μαζί μου. Όμως , ακόμα κι αν γνώριζε από πριν ότι θα πέθαινε, είμαι σίγουρη, πως θα έμπαινε στο θάλαμο αερίων, για να μην αφήσει τη μικρή εκεί μέσα μόνη της».

Μπόρεσε να συγχωρέσει τη μητέρα της, όταν η ίδια ήταν πια 70 χρονών. «Είχα την αίσθηση, πως η μητέρα με είχε εξαπατήσει», λέει και πηγαίνει στο σαλόνι, ανάβει το φως και δείχνει μια φωτογραφία στον τοίχο: Η μητέρα, ο πατέρας, η Γκιλίκε και η ίδια. Η Εύα Φαχιντί δεν είχε για δεκαετίες τη δύναμη να κοιτάξει αυτήν τη φωτογραφία, να την κρεμάσει στον τοίχο. Ήταν καταδικασμένη να ζήσει. Έτσι βίωνε τη ζωή. Σαν καταδίκη. Αφού κανείς ποτέ δε σταματά να αναρωτιέται: «Γιατί εγώ; Γιατί να μη ζήσουν και οι άλλοι;»

Τώρα ξέρει: Μια ζωή δεν είναι ποτέ αρκετή, για να μπορέσει κάποιος να ξεχάσει. Μπορεί να χρειαστεί όμως πολύς χρόνος για να καταφέρει μάθει να ζει με όλα αυτά.

Την 1η Ιουλίου 2003 ταξίδεψε πάλι για πρώτη φορά μετά τόσα χρόνια στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Εκεί που βρίσκεται η στάχτη της οικογένειάς της διασκορπισμένη σε ένα αόριστο Κάπου, ποδοπατημένη από εκατομμύρια επισκέπτες. Ακριβώς 59 χρόνια μετά. Γιατί; Δεν ξέρει πια. Ξαφνικά είχε συνειδητοποιήσει, ότι υπήρχε μόνο μια λύση, αν ήθελε να συνεχίσει να ζει: Έπρεπε να φύγουν όλ΄αυτά από μέσα της, να βγουν. Έπρεπε να μιλήσει, να γράψει, να φωνάξει, να χορέψει - δεν έχει σημασία το πώς. «Αν δεν έβγαζα όλο αυτό το φορτίο από πάνω μου, θα είχα μπει σε ψυχιατρείο».
Έκτοτε η Εύα δεν κάνει τίποτ΄άλλο από το να μιλά για τα τραύματά της. Δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο από το να τα αφήσει να βγουν από μέσα της. Ασταμάτητα. Συχνά με τις ίδιες λέξεις. Λέει, πως δεν υπάρχει να κάνει κάτι άλλο στη γη, παρά μόνο να μιλά. Έτσι αισθάνεται πως δεν πονά πια.

Ξαφνικά πετιέται πάνω. Κοιτάζει το ρολόι. Πρέπει να φύγει. Η σκηνή του θεάτρου στη Βουδαπέστη είναι μικρή. Ένας μαύρος χώρος με μερικές καρέκλες στην άκρη και ποτήρια με νερό διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία. Σκύβει και πίνει, όταν θέλει. Αυτές οι σκηνές έχουν επίσης ενσωματωθεί στην σκηνοθεσία. Πρέπει βέβαια, όπως λέει, να μην υπερβάλει με το σώμα της. Έχω να σου πω, ότι άξιζε τον κόπο να γίνω ενενήντα χρονών, μου λέει πριν μπει στην γκαρνταρόμπα. Ύστερα από λίγο η Εύα Φαχιντί εμφανίζεται και πάλι στην πόρτα: Μια καλλιτέχνης. Έτσι όπως θα την περίμενε κανείς.

Στο θέατρο μας περιμένει κιόλας η Εμέζε Κουχόρκα, χορεύτρια 32 χρονών. Είναι αυτή που συνοδεύει την Εύα στη σκηνή. Σχεδόν 60 χρόνια χωρίζουν τις δυο γυναίκες.

Η παράσταση αποθεώθηκε από την πλειοψηφία των Μέσων. Μόνο οι ακροδεξιοί χυδαιολόγησαν ως συνήθως: Η Φαχιντί λέει ψέματα, το Άουσβιτς είναι ένα ψέμα. «Φαντάσου, έγραψαν πως λέω ψέματα. Ότι δεν υπήρξα κρατούμενη σε στρατόπεδο, γιατί για μια ενενηντάχρονη θα ήταν αδύνατον να ανεβεί και να χορεύει στη σκηνή».

-Τι σχέδια έχεις για το μέλλον, τη ρωτώ.

-Θέλω να γράψω ένα βιβλίο για τον Κομμουνισμό. Στα εκατοστά μου γενέθλια θα το έχω έτοιμο και θα πιω να το γλεντήσω.

`

Η ώρα περνά κάνοντας αστεία, γελώντας. Ύστερα η Εύα μας διηγείται για την ορχήστρα κοριτσιών του Άουσβιτς - Μπίρκεναου. Κάθε πρωί, όταν οι κρατούμενοι περνούσαν την πύλη πηγαίνοντας στα καταναγκαστικά έργα, η ορχήστρα των σκελετωμένων αυτών κοριτσιών έπαιζε την «Είσοδο των μονομάχων» του Ιούλιου Φούτσικ. Και κάθε βράδυ πάλι. Όταν οι αιχμάλωτοι επέστρεφαν. Μας λέει για τα μαλλιά της που δεν μπορούσαν να φυτρώσουν εξαιτίας της πείνας στο στρατόπεδο.

«Είναι ένα παράξενο συναίσθημα, όταν μετατρέπεις τα βιώματα σου σε θεατρικό δρώμενο. Η αποστήθιση του κειμένου είναι σκληρή δουλειά. Και ο χορός το ίδιο. Όμως κατά κάποιο τρόπο είναι και μια άσκηση ανανέωσης». Όταν ξεκίνησε τις πρόβες, τον Μάρτιο του 2015, δεν μπορούσε να σηκώσει το δεξί χέρι. Τώρα μπορεί. Σηκώνει το χέρι της, το τεντώνει και το κοιτάζει. Ένα υψωμένο χέρι.

Η μαθηματικός, χορεύτρια και χορογράφος Ρέκα Στζμπό ήταν αυτή που την ρώτησε, αν θα μπορούσε να συμμετάσχει σε μια μοντέρνα χορευτική περφόρμανς. Η Εύα δεν το σκέφτηκε πολύ. Απάντησε καταφατικά. Ύστερα η Στζμπό και η Εμέζε την επισκέφθηκαν στο διαμέρισμά της. Εκεί συναντήθηκαν και ξεκίνησαν να χορεύουν, να αυτοσχεδιάζουν στο παλιό παρκέ. Το ίδιο κάνουν και τώρα πάνω στη σκηνή. Το κομμάτι είναι ένα είδος διαλόγου, ένα ντουέτο. Υπάρχουν σκηνές, στις οποίες η Εμέζε στριφογυρίζει πάνω στη σκηνή την σχεδόν εξήντα χρόνια μεγαλύτερη Εύα καθισμένη σε μια πολυθρόνα γραφείου. Και άλλες που την κρατά στην αγκαλιά της σαν να είναι ένα μικρό παιδί. «Θαλασσινή λεβάντα ή η ευφορία της ύπαρξης» ονομάζεται το κομμάτι, επειδή όταν η Εύα ήταν παιδί, τα χωράφια γύρω από το Ντεμπρεκέν ήταν μώβ, γεμάτα λεβάντα. Θυμάται ακόμα το στυφό, ιδιαίτερο άρωμά τους. Θαλασσινή λεβάντα. Γιατί το κομμάτι αφορά τις μνήμες, την αγάπη, το πέρασμα του χρόνου.
Οι πρόβες διήρκησαν πολλούς μήνες, ολόκληρο το καλοκαίρι. Η πρόκληση των ορίων αποτελεί την στρατηγική επιβίωσης της Εύας. Δεν θα μπορούσε να επιτρέψει να την ξεπεράσουν οι εφιάλτες της, λέει. Γιατί είναι ανεξέλεγκτοι, συμπληρώνει.

Η Εύα Φαχιντί ζύγιζε 40 κιλά, όταν βρέθηκε μπροστά στην άκρη του δρόμου και η πόρτα του στρατοπέδου Μύνχμυλε - ενός εξωτερικού παραρτήματος του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ - έκλεισε πίσω της. Το ημερολόγιο έδειχνε 28 Μαϊου 1945. Τέλος. Δεν ήταν σε θέση ούτε καν να συρθεί. 40 κιλά ήταν υπερβολικά λίγα για ένα κορίτσι ύψους 1, 75.
`

Τον Οκτώβριο 1945 επιβιβάστηκε και πάλι σε ένα βαγόνι μεταφοράς ζώων. Αυτή τη φορά εγκατέλειπε τη Γερμανία και επέστρεφε στο Ντεμπρεκέν. Κρατούσε μόνο ένα σημείωμα που έγραφε, ποια ήταν. Στο πεδίο «μόνιμη κατοικία» έγραφε: Στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς - Μπίρκεναου. Και στο πεδίο «επάγγελμα»: Τέως αιχμάλωτη. Αυτή ήταν η ταυτότητά της.
Κατά την διάρκεια της επιστροφής συνέπεσαν τα γενέθλιά της. «Σκέψου, έκλεινα τα είκοσι και δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος στον κόσμο που να γνωρίζει, ότι γινόμουν είκοσι χρονών», μου λέει μετά την παράσταση.
Η Εύα είναι όμως τώρα κουρασμένη. Είναι αποκαμωμένη και θέλει να γυρίσει στο σπίτι της.

`


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles