1. Ένας «Φάουστ» ροκ, επαναστατημένος, με σύγχρονη αισθητική κι έκδηλη σωματικότητα, από την ταλαντούχα κόρη του Σπύρου Ευαγγελάτου στο «Δημοτικό Θέατρο Πειραιά», που διευθύνει με γνώση, ταλέντο και μεράκι ο Νίκος Διαμαντής.
«Γηράσκω αεί διδασκόμενος» κι η από σκηνής διδασκαλία ενός κλασικού αριστουργήματος που διερευνά τα δυσθεώρητα βένθεα της πανανθρώπινης ψυχής και του λεγόμενου συλλογικού ασυνείδητου, είναι η καλύτερη ψυχ-αγωγία στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε. Η άμεση-ενστικτώδης αντίδραση στην Κρίση είναι η φυγή. Αντίθετή της: η δράση, η αυτοβελτίωση, η μόρφωση, η διαμόρφωση προσωπικοτήτων ικανών να αυτενεργήσουν προκειμένου να βγούμε όλοι από το αδιέξοδο της στενωπού, που βρεθήκαμε να ακροβατούμε εκόντες-άκοντες. Το διαρκές αίτημα για την κατάκτηση μιας Γνώσεως απολύτου και διαχρονικής, αυτό είναι και το φιλοσοφικό υπόβαθρο στο αθάνατο αυτό έργο του Γκαίτε. Οι μεσαιωνικοί αλχημιστές κι ο συμβολισμός της αιωνίας νεότητος ως συνεκδοχή του Άφθαρτου και Τέλειου πλατωνικού κόσμου των Ιδεών, συντηρούν κι εμπνέουν τους διανοούμενους απανταχού της Γης, κι ειδικά σε μεταβατικές-μεταιχμιακές-παρακμιακές εποχές σαν τη δική μας. Ο νεοκλασικισμός κι ο εξιδανικευτικός ρομαντισμός δίνουν τη θέση τους στον σαδομαζοχισμό (BDSM) των παντοειδών επαναστάσεων, όπου το ανθρώπινο αίμα παραπέμπει σε αρχαίες θυσίες κι αποδιοπομπαίους φαρμακούς. «Όποιον φεύγει από το κοπάδι τον τρώνε οι λύκοι κι όποιον μένει στο κοπάδι τον τρώει ο βοσκός»: διαλέγετε και παίρνεται. Ο κατά Γκαίτε Φάουστ επιλέγει να αποκοπεί από την Κοινή Λογική, τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα και τις κατεστημένες κοινωνικές συμβάσεις. Πληρώνει βεβαίως το τίμημα. Με γενναιότητα. Στον όλεθρο και στην καταστροφή παρασέρνει όμως μια αθώα, ρομαντική, άμαθη ύπαρξη, η οποία ΣΩΖΕΤΑΙ ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ ΗΓΑΠΗΣΕΝ. Αυτό ακριβώς το τελικό μήνυμα και «συμπέρασμα» του έργου παρέκαμψε η Κατερίνα Ευαγγελάτου, υποτονίζοντάς το αντί να το υπογραμμίσει. Τελικά, αν κάτι μας αθωώνει ή μας προσδίδει ελαφρυντικά σε αυτό το παιχνίδι της τυφλόμυγας που βρεθήκαμε να περπατάμε υπό το κράτος της Αγνοίας, αν κάτι μας κάνει ανθρώπους κι όχι τέρατα είναι η Αγάπη (ως Φιλότης κι Έρως ορφικός-συμπαντικός). Αυτό είναι – κατά την ταπεινή μου γνώμη – και το μήνυμα του έργου. Όλα τα άλλα είναι συγγνωστά. «Την ελευθερία του ανθρώπου να αμαρτάνει από άγνοια τη ζήλεψαν ακόμα κι οι θεοί», έγραφα σε ένα ποίημα με ημερομηνία 11/11/2001. Αυτή η διάσταση έλειπε από την ροκ-σαδομαζοχιστική-υπερμεταμοντέρνα-υπερσύγχρονη παράσταση της Κατερίνας Ευαγγελάτου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Κατά τα άλλα, η έκδηλη σωματικότητα, ο παν-ερωτισμός, η διονυσιακή μανία, η έγερσις της ιεράς ενέργειας της κουνταλίνι που διατρέχει την σπονδυλική στήλη, ήταν όλα σωστά, εκτός από τα αναγεννησιακά σωβρακάκια των χορευτών-ηθοποιών στη «Βαλπουργία Νύκτα». Ή κάνεις μια δουλειά ή δεν την κάνεις. Η αναπαριστάς το όργιο ή το προσπερνάς. Όχι μισές δουλειές και μισοειπωμένα πράγματα. Ο νεοκλασικισμός, ο ρομαντισμός και ο απόλυτα υλιστικός σαδομαζοχισμός δεν παντρεύονται εύκολα, ούτε καν μέσα από τον κώδικα του γερμανικού εξπρεσσιονισμού στην υποκριτική τέχνη.
Παρά τις όποιες επισημάνσεις-επιφυλάξεις μου, η ταλαντούχα κόρη του Σπύρου Ευαγγελάτου έστησε μια σχεδόν τολμηρή (για τα μεσαιωνικά ελληνικά πράγματα) παράσταση του «Φάουστ». Κι αν δεν τόλμησε να θέσει βαθύτερα «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων», ίσως ευθύνεται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι κραυγές μιας αναχρονιστικής Εκκλησίας κατά του συμφώνου συμβίωσης ατόμων του ίδιου φύλου. Μην ξεχνάμε ότι στον Πειραιά ο ιεράρχης βάλλει συνεχώς κατά ερωτικών πρακτικών λες και τον αφορούν …προσωπικώς! Τέτοια μανία, τέτοιο μένος ούτε από τα αλλοπαρμένα ημιδαιμονικά πλάσματα της φαντασίας του Γκαίτε δεν θα περίμενε κανείς. Κι όχι βεβαίως από τους εκπροσώπους επί γης ενός Θεανθρώπου που κήρυξε την Αγάπη, την Ισότητα, την Ελευθερία, την Ανοχή… Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, και συνεξετάζοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η Κατερίνα Ευαγγελάτου έκανε μια τομή στα θεατρικά μας πράγματα, έστω και ημι-σοβαρευμένη. Αυτή η μεταμοντέρνα αισθητική του γυμνού με εσώρουχο-παπιγιόν είναι απολύτως θεμιτή κι αναμενόμενη σε μια χώρα που κινείται ιδιότυπα μεταξύ της θεοκρατικής Ανατολής και της πολιτισμένης Δύσεως, η οποία εμπνέεται από τα ιδεώδη του Γαλλικού Διαφωτισμού κι έχει σα σημαία της το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης: «Ελευθερία – Ισότης – Αδελφότης».
Περιμένω να δω περισσότερο ρηξικέλευθες σκηνοθεσίες της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Μακριά από καθωσπρεπισμούς, ακαδημαϊσμούς και διδακτισμούς κάθε είδους. Σύγχρονες ερμηνείες κι αισθητικές, συνάδουσες με το χάος της εποχής μας. Για την ώρα τη θαυμάζω, συνοδοιπορώ πνευματικώς μαζί της κι επιφυλάσσομαι να την δω να απελευθερώνεται και να ιερουργεί…
2. Νεορεαλιστική και μελό «Αυλή των Θαυμάτων» του αείμνηστου Ιάκωβου Καμπανέλλη στο Altera Pars
Ο Πέτρος Νάκος είναι ένας αυθόρμητος, γνήσιος θεατράνθρωπος, με μύτη κυνηγόσκυλου. Ξέρει να οσμίζεται τη δραματικότητα σε κείμενα (θεατρικά και μη, να δημιουργεί επί σκηνής συγκρούσεις, να αναδεικνύει τους ρόλους, να προβάλλει τους ηθοποιούς). Στη συγκεκριμένη περίπτωση του κλασικού αριστουργήματος (του μόνου) δια χειρός Ιάκωβου Καμπανέλλη, προέβη σε μία απολύτως θεμιτή ρετρό (με διαχρονικές πινελιές) μελοδραματική και νεορεαλιστική ταυτόχρονα αναπαράσταση της εποχής της μετεμφυλιακής Ελλάδας του 1957 που εξαστικοποιείται βίαια. Οι κινηματογραφικές επιρροές σαφείς, το ασπρόμαυρο των ταινιών του Φίνου δίνει μια νουάρ ατμόσφαιρα στην παράσταση. Κάπως βαρύ και καταθλιπτικό το αποτέλεσμα, χωρίς την αλεγρία και τη μεσογειακή χαρά της ζωής που προϋποθέτει κι εξισορροπεί το καμπανέλλειο έργο. Το «παράδοξο του Ντιντερό» δύσκολα βρίσκει την εφαρμογή του σε αυτούς τους ηθοποιούς που πήραν πολύ στα σοβαρά το ρόλο τους κι έπαιξαν με τις πιο μπάσες νότες τους και στα πλαίσια του υποκριτικού κώδικα της σχολής του «Θεάτρου Τέχνης» επί Καρόλου Κουν. Ορθή η αισθητική επιλογή, αφού χάρη στον αθάνατο δάσκαλο Κάρολο Κουν ανεδείχθη το έργο και το δραματικό τάλαντο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μόνο που αυτός ο κώδικας είναι πλέον ξεπερασμένος, όπως κι οι ταινίες του Φίνου. Άρα χρειάζεται μια αναλογία, μια μετάθεση στόχων και μέσων προκειμένου να πιαστεί το σύγχρονο κοινό στο δόλωμα μιας υπόθεσης περιορισμένης σε συγκεκριμένα χωροχρονικά πλαίσια, όσο κι αν η ιστορία επαναλαμβάνεται κι οι εποχές ομοιάζουν μεταξύ τους. Άστοχη η επιλογή του καλού ηθοποιού και σκηνογράφου-ενδυματολόγου Σάββα Πασχαλίδη να ντύσει τον νεαρό Γιάννη της αυλής του 1957 με τρόπο δήθεν διαχρονικό και να του φορτώσει και κάτι τεράστιους χαλκάδες-σκουλαρίκια στ’ αυτιά. Έμοιαζε μάλλον με αποτυχημένη απόπειρα μεταμοντέρνου κολλάζ, αφού το έργο έχει έντονα ηθογραφικά στοιχεία κι η σκηνοθεσία τα τονίζει χωρίς να τα απαλείφει.
Όλοι οι ηθοποιοί επαρκείς και περιγραφικοί στους ρόλους τους. Κινηματογραφικοί στη δημιουργία ταμπλώ-βιβάν από τον σκηνοθέτη Πέτρο Νάκο, που υποδύεται και τον ζεν-πρεμιέ της παράστασης. Όλα καλά και τακτοποιημένα. Μια από τις καλύτερες παραστάσεις νεοελληνικού έργου για την τρέχουσα θεατρική σαιζόν. Οι όποιες παρατηρήσεις-επιφυλάξεις μου επιδιώκουν τη βελτίωση του όλου θεάματος προς όφελος του θεατή. Αυτή δεν είναι άλλωστε η δουλειά του κριτικού; Να βλέπει το έργο απέξω, αμερόληπτα κι αντικειμενικά, χωρίς εμπάθειες και προσωπικές στρατηγικές. Κι αυτό επέτυχα να κάνω μέχρι σήμερα, στο λειτούργημα που υπηρετώ.
3. Η Μίνα Χειμώνα ως «Μάνα Κουράγιο» στο έργο «Βάσσα Ζελεσνόβα» του Γκόρκι
Η Μίνα Χειμώνα είναι μια υπερ-επαρκής δραματική ηθοποιός και θεωρητικός του θεάτρου, με μακρά επαγγελματική πείρα σε όλα σχεδόν τα είδη (από τις μελοδραματικές τηλεοπτικές σειρές μέχρι την αρχαία τραγωδία). Η πολύπλευρη παιδεία, η βαθιά μόρφωσή της και το ακάματο ερευνητικό της δαιμόνια, της επιτρέπουν να παραπέμπει διακειμενικά και παραγλωσσικά σε άλλα μεγάλα έργα του κλασικού διεθνούς ρεπερτορίου και να τονίζει ομοιότητες, διαφορές, επιρροές (ή και δημιουργικές λογοκλοπές ακόμα) σε πράγματα που μέχρι σήμερα έμοιαζαν ανόμοια κι ασύνδετα. Έτσι, μέχρι σήμερα, κανένας Έλληνας θεατράνθρωπος δεν είχε σκεφτεί να ερμηνεύσει την «Βάσσα Ζελεσνόβα» του Μαξίμ Γκόρκι ως «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ. Ερμηνεία άξια για βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου.
Βεβαίως, σε αυτό το ηθελημένο (ή αθέλητο εγχείρημα) κι εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, συνήργησε θεαματικά ο ταλαντούχος σκηνοθέτης και διασκευαστής του έργου Αλέξανδρος Κοέν, ένας πνευματικός άνθρωπος που τιμάει την «αποστολή» και το λειτούργημα που επιτελεί.
Η όλη όψις της παράστασης στο ποιοτικής κατεύθυνσης θέατρο «Altera Pars» είχε πολλά στοιχεία του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και από τα μεταγενέστερα έργα όπου πρωταγωνιστούσαν σταχανωφικοί εργάτες της μετεπαναστατικής Ρωσίας του Στάλιν. Είχε στοιχεία επίσης συγκρατημένης μπρεχτικής αποστασιοποίησης, έντονα μελοδραματικά στοιχεία, εκρηκτικό υποκριτικό κώδικα του γερμανικού εξπρεσσιονισμού (συνηθισμένου σε πολλές σκηνοθεσίες αυτού του χώρου, κυρίως από τον Πέτρο Νάκο)… Διέθετε όμως την ευπλαστότητα των σημαντικών θεαμάτων, όπου οι ηθοποιοί ακροβατούν ανάμεσα σε είδη και διαθέσεις χωρίς να χάνουν ούτε στιγμή το ρυθμό, το μέτρο, την αρμονία. Σκηνοθετικός και υποκριτικός άθλος.
Παίζουν: Μίνα Χειμώνα, Αντώνης Ραμπαούνης, Ιωάννα Αγγελίδη, Πέτρος Γούτης, Εύη Νταλούκα, Αλίκη Μπομποτά, Ρωμανός Μαρούδης, Χαρά Αδαμίδου, Μάριος Σακκάς. Άξιοι. Όλοι τους. Εύγε και μπράβο.
Μακάρι το κοινό να επιβραβεύσει αυτό το επίκαιρο θέαμα, γιατί θέτει το θέμα της εξαντλητικής εργασίας, της έλλειψης χαράς, της αποζημίωσης του χρόνου αλλά και της ψυχής των απασχολουμένων, την κρίση θεσμών, όπως η οικογένεια και λοιπά. Ο Γκόρκι εξερεύνησε την συλλογική ανθρώπινη ψυχή με έναν τρόπο περισσότερο «ευρυγώνιο» από τον Ντοστογιέφκσι και λιγότερο ποιητικό από τον Τσέχωφ. «Ο Βυθός», «Οι μικροαστοί» είναι αριστουργήματα διαχρονικά κι ανακυκλούμενα, δίνοντας τροφή και κατάλληλον υπέδαφος για ερμηνείες συγκλονιστικές, επίκαιρες. Ανα-καλύψτε τον!
4. Η Μπέτυ Αρβανίτη ως εξουσιομανής Τσερλίνε σε έναν ρόλο που φλερτάρει με το γκροτέσκο.
Από τότε που ιδρύθηκε το «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» δεν έχω δει καμία κακή παράσταση εκεί. Είναι όλες πολύ πάνω του μέσου όρου των αθηναϊκών θεαμάτων και αγγίζουν το άριστα των μεγάλων ευρωπαϊκών θεατρικών σκηνών. Το μυστικό; Καλά επιλεγμένα κείμενα, σκηνοθέτες ειδικοί σε αυτό το συγκεκριμένο «είδος», εικαστική διαμόρφωση του χώρου, σκηνικά και κοστούμια, μουσική και διανομή άψογα, αρμονικά και ταιριαστά, τείνοντα προς το τέλειον… Ναι, δεν υπερβάλλω κι είναι γνωστό ότι δεν χαρίζω κάστανα.
Η Μπέτυ Αρβανίτη είναι μεγάλη ηθοποιός. Κυριολεκτώ. Η τελευταία ίσως της κινηματογραφικής γενιάς της, με εμμονή στην ποιότητα, που δεν διστάζει να τσαλακώσει την εικόνα και τη μορφή της, που νοιάζεται πιότερο για την ποιότητα παρά για την ποσότητα. Εύγε της.
Στο ρόλο της εξουσιομανούς υπηρέτριας των αρχών του περασμένου αιώνα δίνει ρέστα. Σε υπόγεια διακειμενική διασύνδεση με τις επιστολές του Λακλό και το «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μύλλερ, θυμίζοντας πολλά από τις «Δούλες» του Ζενέ, που ανέβηκε σε αυτό το θέατρο σε σκηνοθεσία του αλησμόνητου Λευτέρη Βογιατζή, ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός, σε διασκευή του ποιητή Στρατή Πασχάλη, που βασίστηκε στις μεταφράσεις του Βασίλη Πουλαντζά και της Ελένης Βαροπούλου (για το κεφάλαιο «Η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε» από το πεζογράφημα του Χέρμαν Μπροχ «Οι αθώοι») και με τη συνεργασία όλων των τεχνικών, των καλλιτεχνών και των υποκριτών, έπλασε ένα θεατρικό σύμπαν, κάπως καταθλιπτικό και γκροτέσκο, ελαφρώς σουρεαλιστικό ή φουτουριστικό (υποβοηθούντος του σκηνικού: κάπου μεταξύ πλαστικού ιστού γιγαντιαίας αράχνης και αποθήκης παλαιοπωλείου), αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του κειμένου και τη στατικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, που φαίνεται να εξελίσσεται ελάχιστα από αιώνα σε αιώνα κι από παγκοσμίου πολέμου εις άλλον παγκόσμιον πόλεμον… Μάλιστα. Αυτό είναι και το συμπέρασμα αυτής της θεατρικής ευωχίας: «Εξελιχθείτε γιατί χανόμαστε».
+1 (Προς αποφυγήν-γνώσιν-συμμόρφωσιν, λέμε τώρα!!!)
«ΜΑΓΚΝΤΑ ΓΚΑΙΜΠΕΛΣ», όπως λέμε «ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ»
ή «από μένα για μένα με αγάπη». Ο θεατρικός βερμπαλισμός σε όλο το ναρκισσιστικό του μεγαλείο. Μόνο που το θέατρο δεν είναι πανεπιστημιακή παράδοση μαθήματος, αλλά δράση, που αφορά ή πρέπει ν’ αφορά υποκριτές και θεατές. Κι αν «εν αρχή ην ο λόγος», έχει κι άλλο μετά …την αρχή. Κουραστικός o εισαγωγικός μονόλογος (δίκην “εκθέσεως-exposition) τού (κατά Βέλτσον) Γκαίμπελς. Αφόρητος, μοναχικός κι αβάσταχτα αυνανιστικός, αυτιστικός και μη επικοινωνιακός.
Μετά το «Εγώ η Μάρθα Φρόυντ» της Φωτεινής Τσαλίκογλου, ένας άλλος ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Γιώργος Βέλτσος, παρ-αναγιγνώσκει την Ιστορία μέσα από την προσωπίδα τής «Μάγκντα Γκαίμπελς». Κι ως εδώ όλα καλά και θεμιτά, στα πλαίσια της ελεύθερης έκφρασης και της ελευθερίας διαδόσεως των ιδεών, ακόμα κι όταν είναι παλιές και τετριμμένες. Από εννοιολογικής, ιδεολογικής, αισθητικής και λογοτεχνικής πλευράς, το πολυδιαφημισμένο έργο τού διανοητή και ίσως ποιητή Γιώργου Βέλτσου, δεν ήρθε να προσθέσει τίποτα στην κρίσιμη πνευματική μας ατμόσφαιρα. Ουδεμία γλαύκα εις Αθήνας εκομίσθη. Εκτός από θολούρες, φωνασκίες κι εύκολους βερμπαλισμούς, ακαδημαϊκού τύπου, από την ψευδο-αναρχική τους σκοπιά. Πόσω μάλλον που έχασκε δραματουργικά, απ’ όλες τις μπάντες. Βγήκε βεβαίως ο ευφυής αυτουργός και δήλωσε εγκαίρως – πριν την πρεμιέρα – ότι δεν κατέχει και πολλά από θέατρο. Ποιος όμως είπε ότι «ό,τι δηλώσεις το σώζεις», ειδικά όταν είναι αυθαίρετο; Κάτω από την παντιέρα τού μοντέρνου (κάποτε) και τού μεταμοντέρνου (τώρα) χώρεσαν όλες οι ανασφάλειες, οι ανεπάρκειες και τα παραληρήματά μας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι στοιχειώδεις κανόνες τής δραματουργικής τέχνης, κι η δραματική οικονομία (με μέτρο πάντα τις αντοχές του θεατή) δεν τηρήθηκαν από τον (μετά το…) μεταμοντέρνο συγγραφέα. Και ναι μεν, σήμερα, όλα είναι δυνάμει δραματικά, όλα είναι “κείμενο” και “υλικό παράστασης”, ακόμα και ο Χρυσός Οδηγός, κι ο κατάλογος με τα ψώνια σούπερ-μάρκετ, αλλά όλα τα πράγματα έχουν τα φυσικά, λογικά κι ενεργειακά όριά τους. Ειδικά όταν ανεβαίνουν σε πολυάνθρωπες παραγωγές της πρώτης μας Κρατικής Σκηνής, που τις πληρώνει ο Έλληνας φορολογούμενος.
Αν ήταν σε ένα μικρό περιθωριακό θεατράκι “off-off Kolonaki”, θα ήταν ίσως από συμπαθητικό έως επαναστατικό. Στο εσχάτως ανακαινισθέν Rex όμως, με όλα τα συνυποδηλούμενα και συμπαρομαρτούντα, σε μια οδική αρτηρία του κέντρου της Αθήνας που περνάν οι πορείες όταν …σχολάνε, και με την παρουσία στην πρεμιέρα κατεστημένων δημοσίων προσώπων (του ευρύτερου καλλιτεχνικού στερεώματος και μη), το έργο διαβάζεται κι ανάποδα, ως δίκοπο μαχαίρι που πληγώνει πρωτίστως αυτόν που το κρατάει, ως παραβολή, ως αυτοσαρκασμός, ως αυτό-υπονόμευση (αν όντως είχε αυτή την πρόθεση και το απαραίτητο χιούμορ ο έμπειρος συγγραφέας, τότε …του βγάζω το καπέλλο - αυτό θα φανεί εκ της αντι-δράσεώς του στην καλόπιστη αυτή κριτική μου για το σημαντικό κι αξιοσημείωτο λογοτεχνικό του έργο και δεδομένου του φιλικού σεβασμού που τρέφω για την αναγεννησιακή, ανήσυχη, πλην όμως κάπως κατασταλαγμένη προσωπικότητά του…).
Το μόνο (θετικό κι ανεπιφύλακτο) που μπορώ να πω είναι ότι υποκλίνομαι στο δραματικό ένστικτο και στην θεατρική τέχνη τής Άντζελας Μπρούσκου, που κατάφερε να δημιουργήσει μια συναρπαστική παράσταση (εκ του μηδενός, κυριολεκτικά). Με λίγη από Μπρεχτ, από Φασμπίντερ, από Ζενέ, μια ουγκιά παρωδίας τής αισθητικής τού αμερικάνικου μιούζικαλ και μπόλικη υπονόμευση τής πολιτικής ρητορείας τού αναμενόμενου εν πολλοίς κειμένου, δημιούργησε ένα επί σκηνής μετα-κείμενο, βοηθούμενη και υποβασταζόμενη δημιουργικά από τους εκπληκτικούς συνεργάτες της, με πρωθιέρεια τού «μαύρου» (από αισθητικής πλευράς, για να μην παρεξηγηθώ), την εκφραστική, την εύπλαστη Παρθενόπη Μπουζούρη. Ναι, η Άντζελα Μπρούσκου μπορεί να σκηνοθετήσει ό,τιδήποτε. Μετά τη Ρούλα Πατεράκη και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, μετά την Άννα Κοκκίνου, μετά τον Γιάννη Χουβαρδά (πανομοιότυπον αισθητικώς σε όλες τις θεατρικές του εργασίες), προστέθηκε άλλο ένα όνομα, που πολλά υπόσχεται, αν μη τι άλλο μια συναρπαστική θεατρική ευωχία, πριν τις ταβέρνες και μετά το απογευματινό τσάι. Και δεν ενέχει καμία δόσιν ειρωνείας η κριτική μου αυτή. Δεν συνάδει εξάλλου με το μειλίχιον και την ηπιότητα του χαρακτήρος μου. Απλώς «ήρθε η ώρα να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά» (Σεφέρης).
Μετά λόγου γνώσεως και πίστεως στο κριτήριο του επαρκούς θεατή κι αναγνώστη, και με το θάρρος της ταπεινής υποκειμενικής μου γνώμης (που πολλά μοι εκόστισεν),
Κωνσταντίνος Μπούρας