`
[author]Του Γιώργου Καρτάκη [/author]
Μπαίνω να πάρω τσιγάρα, τις βλέπω. Κάθονται πίσω απ΄τον πάγκο, ανάμεσα στα πόδια τους μια ηλεκτρική σόμπα. Σαραντάρες, μαλλί κομμωτηρίου κάγκελο, κόκκινο χείλι, κόκκινο νύχι, μαύρο καλτσόν, μαύρο εφαρμοστό φουστανάκι, μαύρη μπότα - από κείνες με το ταμπελάκι στη σόλα ότι είναι καινούργιες. Δυο απ΄αυτές τις πεντακάθαρες, τέλος πάντων, που μόλις τις δεις σκέφτεσαι να τις βουτήξεις όπως είναι και πάλι στην μπανιέρα, για να φύγει η κόλλα, η μπογιά και το άρωμα βερίκοκου.
-Έλα, μου λέει η μια πρόσχαρα, να μας πεις τη γνώμη σου.
Ανοίγει μπροστά μου ένα από εκείνα τα σαχλοπεριοδικά που διαμορφώνουν πλέον συνειδήσεις εν Ελλάδι, μου δείχνει κάτι φωτογραφίες με τον Χατζησάββα:
- Καλός ηθοποιός, της λέω.
- Όχι αυτό, μου λέει.
- Τότε; λέω εγώ και ψάχνω στην τσέπη για ψιλά.
- Να, μου λέει, δεν ξέρω τι κάνουν αυτοί στο κρεβάτι, αλλά πιστεύεις ότι πρέπει να μεγαλώνουν παιδιά;
- Ποιοι είναι οι «αυτοί», την ρωτώ.
Με κοιτάζει με μισάνοιχτα χείλη. Βλέπω το περίγραμμα από το κραγιόν. Κακοβαμμένα, προλαβαίνω να σκεφτώ. Ύστερα, με μιας, το πονηρό γελάκι σβήνει απ ‘ τα μάτια της, τη θέση του παίρνει ένα περαστικό συννεφάκι αμηχανίας και κλείνει το περιοδικό.
- Τι θα θέλατε; μου λέει, δαγκωμένη και το χειλάκι της τρέμει.
Ήθελα να της πω, «να σου κρεμάσω μια κουδουνίστρα», αλλά της είπα «ένα Καρέλια κίτρινο»