Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Κατερίνα Μήλιου, Τα Βέλη

$
0
0

Η Πέτρα έχει ασυνήθιστοόνομα και κάθε άλλο παρά πέτρα θυμίζει. Είναι μια γυναίκα με διάφανο δέρμα. Της έδωσαν, περίεργο πώς, γιατί κανείς δεν μιλούσε γι αυτόν, το όνομα του παππού της. Τον γνώρισε μόνο μέσα από φωτογραφίες που κλεφτά ανακάλυψε και από τις μη λεχθέντες ιστορίες που κατοικούσαν στα σώματα των δικών της. Η γιαγιά που δάκρυζε συχνά με διάφορες ασήμαντες αιτίες και η μητέρα που έσφιγγε τα χείλη της σα γροθιά και δεν μιλούσε. Σκοτώθηκε στον εμφύλιο, παρεξηγημένος από τους δικούς του ανθρώπους, θεωρούμενος προδότης. Μετά από αυτό έφυγαν, ήρθαν στην πρωτεύουσα. Η μητέρα της παντρεύτηκε, μετακόμισαν σε άλλη μικρή πόλη, όπου γεννήθηκε εκείνη. Ο πατέρας της τους εγκατέλειψε όταν ακόμη ήταν παιδί. Ίσως έφταιγαν τα δάκρυα της γιαγιάς, τα σφιχτά χείλη της μητέρας, είχε αναρωτηθεί, ίσως πάλι έφταιγε εκείνη. Δεν μιλούσαν όμως γι αυτά, ποτέ δεν μιλούσαν, παρά μόνο για τα καθημερινά. Όταν μεγάλωνε, η γιαγιά πέθανε. Όταν μεγάλωσε για τα καλά πέθανε και η μητέρα. Η Πέτρα έμενε ήδη στην πρωτεύουσα, είχε σπουδάσει, έπιασε δουλειά, έκανε φίλους, αλλά δεν παντρεύτηκε. Το διάφανο δέρμα της την έκανε ελκυστική, αλλά και ευάλωτη. Ιδιαίτερα ευαίσθητη, σε στιγμές κρίσης, βηματίζει νευρικά, φέρνει πάνω – κάτω τη ζωή της, εικόνες της καθημερινότητας, μνήμες, σκέψεις, όνειρα…..
Σηκώνεται κάθε πρωίχάραμα, καμιάφοράσκοτάδι ακόμη. Κιόταν εκείνη η πρώτηφέτα φωτός ξανοίγειτοσκούρο τ’ ουρανού, σκέφτεται πως “Ξεκινά η μέρα κι αρματώνεται”.Όταν κλείνει πίσωτηςτην πόρτα, τοφωςέχειήδηξεγλιστρήσει, άπλετο ή σκοτισμένο από σύγνεφα και τη βρίσκει ο δρόμος, γνώριμο καράβι.Η εικόνα της δασκάλας της πρώτηςδημοτικούσυχνάξεπηδάστονουτης απρόσκλητη.“Ξύπνησα το πρωί, έκανα τα πρωινάμου καθήκοντα, πλύθηκα, ντύθηκα, έφαγα το πρωινόμου και ξεκίνησα τημέρα μου” τουςμάθαινε να παπαγαλίζουν.Ύστερα, αρματωμένημε βέληρωτούσε “Ποιοίέχουνψυγείοστο σπίτιτους; να σηκώσουν το χέρι”.“Πάλι Ιωάννα έβαλες την ποδιά σου κάτω από το στρώμα και κοιμήθηκες; ” Σημάδευε και πλήγωνε τα παιδικά τους σώματα.
Μ’ αυτό το σώμα η Πέτρα συνεχίζει καθημερινά το δρόμο της και συναντά πια τουλάχιστον πέντε άστεγους. Τους βλέπει καθισμένους σε κοίλα σημεία ή σε πεζούλια πεζοδρομίων. Παρατηρεί πάνω τους χιλιάδες βέλη καρφωμένα κι αναρωτιέται πώς χωράνε τόσα. Αναρωτιέται ακόμη ποιοί είναι κάτω από τα βέλη. Ξέρουμε ότι δεν είναι μόνο άστεγοι, σκέφτεται, αλλά σαν μόνο αυτό να μας επιτρέπεται να βλέπουμε. “Ποιοί δεν έχουν σπίτι να σηκώσουν το χέρι” και δενξέρει αν το αίσθημα τηςντροπής πουνιώθειείναι για κείνους πουδενέχουν ή για τηνίδια πουέχει. Επικεντρώνεται στα βέλη που τους καλύπτουν. “Πώς και δεν τα βλέπουμε όταν εκτοξεύονται, πώς δεν ακούμε το συριχτό τους ήχο; Για να εκτοξεύονται βέλη πρέπει να υπάρχει πόλεμος, αλλά όλοι γύρω περπατάμε σαν να έχουμε ειρήνη”.
Φαινομενική η ειρήνη τότε στην εφηβεία της, εν μέσω εξωτερικών και εσωτερικών αγριοτήτων, μια καλοκαιρινή ημέρα παραθερισμού, κατέρευσε ξέπνοη στα πόδια της. Ένας οξύς πόνος στο πέλμα από την επίθεση μιας βοής λέξεων, για τον οποίο μια σφήκα ήταν μόνο η αφορμή, τη βρήκε καθισμένη στην άκρη της θάλασσας. “Πρέπει να φύγουμε, επιστράτευση, να γυρίσουμε στην πόλη, εισβολή στην Κύπρο”. Ένας ακόμη, ανάμεσα στους άπειρους, κηρυγμένος πόλεμος, ξεπήδησε ολοζώντανος μπροστά της και συμπλήρωσε μέσα της εκείνους των αναγνωσμάτων στα βιβλία και στα σώματα της μητέρας και της γιαγιάς. Τον ακολούθησαν τα τανκς του Πολυτεχνείου πάνω στα σώματα των σχεδόν συνομιλήκων της.
Και οι πόλεμοι συνεχίστηκαν, συνεχίζονται λίγο πιο κοντά, λίγο πιο μακριά. Στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, στη Συρία, στο Σουδάν, στη Σομαλία, στο Μαλί, στο Κονγκό, στις Φιλιππίνες, στη Νιγηρία, στο Αφγανιστάν, στο Μεξικό, στην Ουκρανία, στην Κένυα……… Οι πληγές στα σώματα των ανθρώπων όταν η Πέτρα φτάνει στη δουλειά της είναι τόσο πολλές που φουσκώνουν τα ρέματα, τα ποτάμια, τις θάλασσες και μας πνίγουν.
Παρά ταύτα, τις βροχερές μέρες μαζεύονται με τους φίλους της τα βράδια μετά τη δουλειά, ανάβουν το τζάκι, πιο αραιά από παλιά, βάζουν στα ποτήρια τους να πιούν και στα πιάτα τους να φάνε. Αποφεύγουν την τηλεόραση, κοιτάν ο ένας στα μάτια του άλλου και λένε ιστορίες. “Στο σχολείο όλο και αγριεύουν τα παιδιά, πλακώνονται. Τις προάλλες ένα κορίτσι όρμηξε σ’ ένα άλλο. Τρέξαμε να τα χωρίσουμε. Μετά, αυτό που είχε υποστεί την επίθεση και δεν είχε προλάβει να αμυνθεί και να χτυπήσει έπαθε κάτι σαν παράκρουση, χτυπιόταν κάτω και ούρλιαζε, νομίζαμε πως είχε πάθει επιληπτική κρίση. Τελικά το ηρεμήσαμε”. Σφίγγουν το χέρι ο ένας στον ώμο του άλλου, χαϊδεύουν παρηγορητικά τα μαλλιά. “Πώς είσαι με τις χημειοθεραπείες;”,“Μου λείπει η μητέρα μου”. Λένε για τα παιδιά και το μέλλον τους “Προσαρμόσθηκε η Μαίρη στη Σουηδία;”, “Πώς πήγε στην εξεταστική ο Κωνσταντίνος;”, “Ο Χρήστος φεύγει φαντάρος σε μια εβδομάδα”. Πότε – πότε μαλώνουν. Γύρω από ένα φιλικό τραπέζι, εν μέσω μιας έντονης πολιτικής συζήτησης, λίγο καιρό πριν, η Πέτρα έβγαλε μια πολεμική κραυγή “Μα είναι δυνατόν όλα πια στην πολιτική και τη ζωή μας να είναι μόνο χρήμα; Οι πόλεμοι πάντα γίνονται για το χρήμα. Χρώμαι. Είμαι σίγουρη όμως πως δεν χρειάζεται μόνο το χρήμα κι ας προχθές είχα μόνο είκοσι λεπτά στην τσέπη και δεν ξέρω πως θα συνεχίσω να τηρώ τη ρύθμιση που κατάφερα να κάνω”.
Τις ζεστές μέρες ανοίγουν τα μπαλκόνια, συνεχίζουν τις δουλειές, τις κουβέντες, τα πάθη, τις αγάπες και τα μίση. Όταν περπατάνε στο δρόμο δεν μυρίζει μόνο το καυσαέριο, αλλά και λεμονανθοί ή και πιο σπάνια γιασεμί, σε κάτι πιο μικρούς δρόμους. Στον απόηχο της μέρας ακούγονται οι μελωδίες ακορντεόν από τους πλανόδιους μουσικούς. Στους πεζόδρομους η ζωντάνια των νέων τους συνεπαίρνει. Καθισμένοι σε γραμμές ή σε κύκλους πίνουν μπύρες και ονειρεύονται. Καμιά φορά τα όνειρά τους εκρήγνυνται, γεμίζουν φωτιές, καπνό και κρότους. Προσπαθούν να μας αφυπνίσουν, σκέφτεται η Πέτρα, να δούμε και ν’ ακούσουμε τα βέλη που περνούν ξυστά γύρω μας, όχι μόνο αυτά των άλλων. Κοιτά τα δικά της βέλη καρφωμένα πάνω σε σώματα άλλων κι αυτά που είναι στο δικό της σώμα.
Τις νύχτες, όταν ήταν μικρή κοιμόταν σ’ ένα ξύλινο κρεβατάκι με κάγκελα και φοβόταν. Κάθε που έπεφτε να κοιμηθεί έτρεμε, έκλαιγε κρυφά για το τέρας που θα ερχόταν. Τώρα πριν πέσει να κοιμηθεί βλέπει ταινίες τρόμου κι όταν πέσει στο κρεβάτι σκέφτεται τον οξύ πόνο των πληγών. Μετρά, για να καθησυχάσει τους φόβους της, λέει, αλλά μάλλον μετρά βέλη και καθησυχάζει γιατί δεν ξεχνά πως υπάρχουν. Πριν μετέλθει στο βύθιο σώμα της, η ζέστη ενός χαμόγελου και το σκέπασμα ενός αγγίγματος που γαληνεύει και θεραπεύει τις πληγές ακόμη κι όταν γύρω τα βέλη σφυρίζουν ανελέητα, στρώνει στοργικά τα σκεπάσματά της.
Η Πέτρα ονειρεύεται συχνά, αλλά ένα όνειρο μένει καρφωμένο στο μυαλό της. Γεμάτο εικόνες και δράση που προσπερνούν η μία την άλλη σχεδόν/ή βίαια. Ένα κορίτσι την πλησιάζει και της ζητά χρήματα για να φάει. Δεν προλαβαίνει ν’ αντιδράσει, αντανακλαστικά, προκατειλλημένη, σκέφτεται ότι δεν τα χρειάζεται πραγματικά, αλλά πάλι, όσο προχωρά, δεν είναι σίγουρη, σχεδόν το μετανιώνει. Παρακάτω, ένας νεαρός άντρας, επαναλαμβάνει το ίδιο. Η προηγούμενη εικόνα την οδηγεί να του δώσει. Και οι δύο φαίνονταν εξωτερικά φροντισμένοι, αλλά δεν θυμάται τα πρόσωπά τους. Εμφανίζεται ένας άλλος άντρας που σέρνει ένα σιδερένιο καρότσι, με το οποίο κουβαλά άλλα σίδερα μέσα του. Αυτή τη φορά κοιτά το πρόσωπό του. Αντικρύζει μια θάλασσα δάκρια. Μέσα της σε ένα εύθραυστο πλεούμενο, αυτός ο άντρας κρατά σφιχτά το χέρι ενός μικρού αγοριού. Στο σώμα του κλείνει μια χώρα ολόκληρη, γεμάτα και τα δυο ρωγμές. Από μια τέτοια ρωγμή ένα κύμα ξεχύνεται, κόβει στα δυο τα σφιχτοπιασμένα χέρια και δημιουργεί μια τρομακτική βοή – κραυγή που σέρνεται πίσω του μαζί με τον ήχο που κάνουν οι σκουριασμένες ρόδες. Μια παράφορη ορμή την οδηγεί να τον ακολουθήσει σε μια ανηφορική στροφή του δρόμου, όπου το σώμα του γίνεται τοξοειδής καμπύλη με πίεση προς τα πάνω, εκεί που σπρώχνει την κόκκινη λαβή. Κρύβεται να μη τη δει όσο παρατηρεί νευρικά τα χέρια του να ανακατεύουν μέσα στα ανακυκλώσιμα σκουπίδια. Κοιτάζει γύρω της, ερημιά. Πού πήγαν όλοι; Κρύβονται. Εκτός απ’ αυτούς που περιμένουν σε μια μάντρα να παραλάβουν το εμπόρευμα και να πληρώσουν ένα πενιχρό αντίτιμο, γι αυτά που τώρα ο άντρας βγάζει απ’ τον κάδο, επεξεργάζεται, επιλέγει, απυθώνει μέσα στο καρότσι του και συνεχίζει. Η Πέτρα στο όνειρό της συνεχίζει πίσω του, όλη μέρα. Αισθάνεται τα πόδια της να πονάνε παρότι εκείνη σπρώχνει μόνο τη ζωή της. Ο ήλιος κοκκινίζει καθώς πέφτει και στην άλλη σκηνή είναι εκείνη που σπρώχνει ένα καρότσι γεμάτο σίδερα που μπροστά σ’ ένα κάδο συγκρούεται με το καρότσι του άντρα. Νιώθει το αίμα να βράζει μέσα της και ορμάει επάνω του να τον διώξει. “Είναι δικός μου τούτος ο κάδος!” κραυγάζει. Δεν καταλαβαίνει τί της απαντά, αλλά ούτε και νοιάζεται. Θέλει να τον διώξει. Αλλά εκείνος δεν φεύγει, ούτε όταν τον χτυπάει μ’ ένα σίδερο αιχμηρό στην άκρη του σαν βέλος. Αίμα τρέχει απ’ το κεφάλι του κι αρπάζει κι εκείνος ένα. Το μίσος που ξεχειλίζει απ’ τα μάτια του την τρομάζει. Μή!!!! κραυγάζει και πετάγεται στο σκοτεινό ακόμη δωμάτιο. Φόβος και μίσος ανακατεμένα μέσα της. Ένταση, συναισθήματα σε πόλεμο, ερωτήματα που την τρομάζουν. “Από που ξεπήδησε αυτή η σκηνή της δικής μου βίας; Που εξαφανίστηκαν οι καλές μου προθέσεις; Πού πήγαν όταν βρέθηκα στη δική του θέση; Πώς έφτασα στο ή εκείνος ή εγώ;”.
Θαρρώ από μακριά την απάντηση να πλησιάζει. Ποτέ ο πόλεμος δεν είναι μόνο πόλεμος, ούτε η ειρήνη μόνο ειρήνη. Μοιράζονται το ίδιο σώμα. Κατοικούν στο σώμα ο ένας του άλλου. Στο σώμα μας.
Ύστερα, η Πέτρα, με το ασυνήθιστο όνομα, του παππού της και το διάφανο δέρμα, συνεχίζει να ξυπνάκάθε πρωί, χάραμα, καμιάφοράσκοτάδι ακόμη, κάνει τα πρωινάτης καθήκοντα, πλένεται, ντύνεται, τρώειτο πρωινότης και, όταν εκείνη η πρώτηφέτα φωτός ξανοίγειτοσκούρο τ’ ουρανού και ξεγλιστρά άπλετο ή σκοτισμένο από σύγνεφα τοφως, κλείνει πίσωτηςτην πόρτα και ξεκινά μαζίμετημέρα ν’ αρματώνεται.
Ένα πρωινό όμως, λίγα μέτρα πιο κάτω, ένας άντρας με καρότσι, μισογεμάτο με σίδερα, πλησιάζει προς το μέρος της, χαμογελάει και της απευθύνεται.
“Καλημέρα”
Κι εκείνη λίγο ντροπαλά του απαντά.
“Καλημέρα”.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles