`
ΤΡΟΜΟΣ ΚΕΝΟΥ
Γράφεις και σβήνεις στη λευκή σελίδα
Με μια επαναληπτική μανία τόσο επίμονη
Που μοιάζει με την κλινοπάλη.
-Ποιος άραγε ουρλιάζει δυνατότερα;
Το ποίημα που σβήνεται
Ή το λευκό που απαλλοτριώνεται;-
Στο τέλος βέβαια παραδίδεις
Στίχους ευσύνοπτους και νοικοκυρεμένους
Χωρίς να πάρεις θέση επί του διλήμματος.
Ποιήματα -
Διακεκομμένες συνουσίες
Εγώ μπορώ και μ’ ένα bic
Να γίνομαι κανένας
Γιάννης Στίγκας
Τόσοι και τόσοι ματαιωμένοι ποιητές
Θυσιαστήκατε για του λευκού την επικράτηση
Δεν είναι και λίγο
`
*
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΝΔΕΙΑ
Κάλλιο να τυφλωθώ μπροστά να βλέπω απΆ τις μασχάλες
Να ανασαίνω λασπουριά και βράχων ροκανίδια
Να Άχω στα στήθια ελενίτ, ξόβεργες μες στα σπλάχνα
Και ναρκοπέδιο εύφλεκτο κάτω απΆ τη σαγιονάρα
Αν είναι να σκιαχτώ ποτέ να πέσω στο γκρεμό σου
Να φοβηθώ τα βάραθρα το γλυκοσκότωμά μου
Και τΆ άγρια θανατόσκυλα που Άχεις κρεμάσει ξόμπλια.
Τον ίδρο μου τον νόθεψες σα βότκα-πορτοκάλι
Και τον ρουφάς αγέρωχα βλέποντας διαφημίσεις
Κι όταν στο στέρνο μου σουβλιά τσιμέντο με μπουκώνει
-Είναι του στίχου ο γδικιωμός ή μήπως του κορμιού σου;
Μηδέ του στίχου ο γδικιωμός μηδέ και του κορμιού σου-
Δεν ήταν μπόμπα το ποτό ούτε και πικροδάφνη
ΜονΆ είνΆ που βρήκε η γλώσσα σου στο καλαμάκι τρύπα
Και το κενό που απόμεινε το Άχεις για πανωτόκι •
Της γλώσσας τα μπαλώματα θέλουν Άπιδέξια καύλα
Ό,τι έλειψε από το χαρτί νΆ αθροίζεται στο στρώμα
Και για το γλυκοχάραμα ερώτημα υπολοίπου.
Μα όσα κι αν σου μαρτυρώ εσύ με το χαβά σου
Σαν Αρετούλα Κετιμέ μού παίζεις τους νευρώνες
Και με τα φυλλοκάρδια μου φτιάχνεις τεμπούρα μάκι.
Η καφετιέρα στάζει αργά το αίμα των αγγέλων
Το θαύμα το ποιητικόν που το Άχω για σκονάκι
(«Θαύμα εδώ θαύμα εκεί και θαύμα παραπέρα»)•
Δέκα και δύο γενεές γενναίων ποετάστρων
Έχουν το θαύμα πρωινό και τΆ άστρο μπουτονιέρα
(Θαύμα για τον ελεύθερο κι ανάπαιστο αντάμα
Κι αν πεις για ομοιοκατάληκτο υπάρχει και το τραύμα).
Μα εγώ φτωχός γεννήθηκα φτωχός και θα πεθάνω
Κι οι στίχοι μου φτωχότεροι απΆ το αντάμωμά μας
-Ήταν που ήτανε λειψοί τους έφαγε η Αλήθεια-
Μου τέλειωσε η ποίηση δεν έμεινε ούτε ρίμα
Μα κι αν δεν γίνω αθάνατος θα σΆ έχω προσκεφάλι.
`
*
ΦΡΟΥΤΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
Όταν κάνουμε έρωτα
Όταν βάζω το γατάκι μου στο κουτάκι σου
Όταν με τρως και σε τρώω σιγά
Αφού πρώτα έχουμε ξεφλουδίσει ο ένας τον άλλο με τρεμάμενη μεθοδικότητα
Και μάτια που λιμοκτονούν
Φτάνουμε στο σημείο όπου δεν χωρούν πια αστεία
-Οι εραστές δε γελάνε, δε χαμογελούν καν, πού το Άδες γραμμένο-
Κι αρχίζουμε να οργωνόμαστε με χέρια που χαϊδεύουν και σφίγγουν
Όπως ο ορειβάτης χαϊδεύει και σφίγγει το βράχο που κρατάει τη ζωή του
Με στόματα που φτύνουνε λέξεις και τις φυτεύουν ίδια ο καλός σπορέας
Σκαρφαλώνουμε ο ένας στα βράχια του άλλου φιλώντας με συντριβή κάθε ίχνος
Μέχρι που λόγο στο λόγο φτάνουμε στους χρησμούς τους πιο βλάσφημους
Και συνεχίζουμε να γινόμαστε σκαλοπάτια
Ο ένας του άλλου
Παλεύουμε με τον πόνο της αντίστροφης γέννησης
Την πρώτη πληγή, που αντί για αίμα αναβλύζει το γάλα της ευχαρίστησης
Κι έτσι, σκαλί με σκαλί,
Την ώρα που κι οι δυο λέμε ΅΅τώραΆΆ
-Τώρα, ναι, ΤΩΡΑ-
Με μάτια κλειστά μπαίνουμε μέσα στον κήπο
Αλαφροπατώντας σε βελούδο κρεάτινο
Παντού γύρω νερά, ρυάκια τρεχούμενα κι άλλες διαχύσεις
-Παράδεισος βλέπεις-
Παίρνουμε το μήλο το δαγκωμένο
-Κατακόκκινο ακόμα, παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν-
Το κατευθύνουμε πίσω στο κλαρί απΆ όπου το Άχαμε κόψει
Κι εκείνο βγάζει μια λάμψη
Και τσακ! θηλυκώνουν.
Κι αυτό ήταν. Αυτό είναι όλα.
Όταν, αργότερα, σε κρατάω στο στήθος μου
Ξέρω
Και ξέρεις πως ξέρω
Και ξέρω πως ξέρεις
Ότι το μήλο δεν επέστρεψε τελικά στο δέντρο της γνώσης.
Δεν πειράζει όμως. Αρκεί που το νιώσαμε.
Κι αν τα κλαδιά του ακρωτηριασμένου δέντρου
Είναι όλοι οι εραστές του κόσμου τούτου
Που αδημονούν για λίκνισμα εκστατικό της ένωσης
(Σπινθήρες της συγκόλλησης -
Η ηδονή
Το συνεχές του ρεύματος -
Αγάπη)
Ας είναι ευλογημένος ο Αδάμ
Και η Εύα λίγο περισσότερο.
Καλή σου μέρα, μωρό μου.
`
*
ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ
Κουρνιάζουμε ο ένας μες στον άλλο
Σαν δυο αποδημητικά πουλιά
Που έχουνε μείνει πίσω το χειμώνα.
(Δεν ξέρουμε τι είναι η θνητότητα
Μονάχα, στο άγγιγμα,
Η γεύση απΆ το αντίθετό της.)
Αθανασία λένε δεν υπάρχει.
Το μόνο που προσφέρεται, απείκασμα
Ένα ελιξίριο μιθριδατικό που φτιάχνουμε
Από πολλούς μικρούς θανάτους.
4.
Τη νύχτα, στο κρεβάτι τους, ο άντρας δεν αισθανόταν καλά. Την ώρα που κάνανε έρωτα, ήταν λες και μια ξένη παρουσία, είχε εγκατασταθεί, σαν πέπλο, ανάμεσά τους. Ο έρωτάς τους ήταν έντονος, αλλά κάπως απρόσωπος, σάμπως τα σώματά τους να επικοινωνούσαν ήδη το ένα με το φάντασμα του άλλου. «Πώς θα Άταν άραγε, αν όλα γίνονταν μια ανάμνηση,» σκέφτηκε φευγαλέα ο ¶ντρας πριν τον πάρει ο ύπνος. Μπροστά του είχε την εικόνα της Γυναίκας σε μια ασπρόμαυρη αποβάθρα γεμάτη ομίχλη, σε κάποια λίμνη, εικόνα που έμοιαζε να Άχει βγει από εκείνες τις παλιές ηπειρώτικες φωτογραφίες του Μπαλάφα. Ο ίδιος, επιβάτης σε πλοίο, κοιτούσε από απόσταση την ακίνητη Γυναίκα, που όλο και ξεμάκραινε. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, ανεξιχνίαστο, και μετά δε φαινότανε καν. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκεφτεί σκηνές χωρισμού ή απουσίας, γιατί με κάποιον τρόπο κάνανε την αγάπη πιο έντονη, της δίνανε ένα δραματικό βάθος. Πρώτη φορά όμως η εικόνα είχε κάτι απΆ τη γεύση της μοίρας. Το πρωί, στο μετρό για τη δουλειά, ο ¶ντρας ένιωσε ένα παράξενο αντικείμενο στην τσέπη του σακακιού του. Το τράβηξε και διαπίστωσε ότι ήταν η κόκκινη μύτη του γέρου κλόουν. Είχε μείνει εκεί ποιος ξέρει για πόσο καιρό. Από μακριά πλησίαζε ο συρμός. Ο άντρας έσφιξε τη μύτη στη γροθιά του κι έπειτα την πέταξε στις ράγες. Δεν κοίταξε καν τι απέγινε. Σε λίγη ώρα ταξίδευε για το γραφείο.
`
*
BΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ
Κι αν η ανάσα (αέρας μέσα-αέρας έξω)
Είναι όπως λένε το φυσερό του θανάτου
Εγκατεστημένο στην καρδιά του συστήματος
Το τσιγάρο βάζει κοροϊδευτικά ένα εμπόδιο
Στη ρυθμική αντιστροφή της μέτρησης
Επισπεύδοντας τον τελικό λογαριασμό
(Σαν μια βραδύκαυστη βόμβα στο τρένο του Endlösung)
Έχοντας φυσικά ενδυθεί τη μορφή της απόλαυσης
Όπως καθετί που στολίζει σα δαντέλα την ύπαρξη
Επισημαίνοντας ταυτόχρονα τα όριά της.
Μονάχα το τσιγάρο του ερωτευμένου
Ξέρει να σπάει τον κύκλο των προσομοιώσεων.
Όταν ανοίγεσαι στο χάος των δυνατοτήτων
Του Πανέμορφου Σφαγείου Σας
Η επαναληπτικότητα γίνεται αστείο για μικρά παιδιά
Μπορεί στη θολούρα σου απάνω
-Γαμώ την πουτάνα μου-
Να το σβήσεις στο κέντρο της παλάμης σου
Την ώρα που σκέφτεσαι
Ότι το στρίβεις στο ένα κι έπειτα στο άλλο σου
Μάτι.
`
******************************************************
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Νίκος Λαμπρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Το βιβλίο «Οδηγίες για Πρωτόπλαστους» είναι η δεύτερη συλλογή με ποιήματα που εκδίδει.