Όρθια μπροστά του ολόγυμνη,στάζει έρωτα και πλάνη•οπτασία απατηλή,φλόγα αναστάσιμη φωτίζει το δωμάτιο,την ψυχή του•οι μπούκλες φωτοστέφανο ξανθό,τα μάτια πλάνα,τα βυζάκια της γελάνε και τα είκοσι τρία της χρόνια ανάσες κόβουν.
Ο άντρας αντίκρυ της,το σώμα των ονείρων ατενίζει εκστατικός•σε πέλαγος χαράς πλησίστιος πλέει•πλούσιος σε ήττες,σε ρυτίδες,σχεδόν γέρος,κάθε χάλασμα και γνώση..και δεν έχει μάθει τίποτα•μα τώρα,ζει στιγμή•στιγμή αιωνιότητας.
-Δες τα βυζάκια μου,λέει η μάγισσα•δεν μοιάζουνε σαν μήλα;
…Βυζάκια στρογγυλά,λαχταριστά,οι ρώγες καίνε,τον καλούνε να θηλάσει.Άπλωσε χέρι ευγνωμοσύνης τρυφερά,χάιδεψε ρώγα•ρίγησε η μικρή•η ρώγα σκλήρυνε.
Ο άντρας μισόκλεισε τα μάτια και,κρατώντας την ανάσα του, της χάιδευε τις ρώγες απαλά•καφέ ζωάκια σπαρταρούσαν….θεά μου,μάγισσα,ψιθύριζε,καιγόταν.Έσκυψε με λαχτάρα και την θήλαζε κι ήτανε πάλι βρέφος,ο παράδεισος γελούσε κι ευωδίαζε γάλα,σπέρμα.
Ο άντρας γονάτισε•η κοιλιά της,φωλιά αγγέλλων•ο ναός της τον καλούσε•την προσκύνησε•η μύτη του εισχωρούσε στο ναό της,την οσφραίνονταν σαν ζώο•την φιλούσε σαν θεός•την καταβρόχθιζε σαν δαίμονας.Τραβούσε το μαλλί του,δαγκωνόταν μη φωνάξει•η μήτρα γέλαγε,ο χάρος ξεφυσούσε.
…Ύστερα,ξαπλωμένοι,αγκαλιασμένοι τρυφερά και του φιλούσε τις ρυτίδες που της είπε είναι παράσημα,ορόσημα της γνώσης…
-Μήλα των Εσπερίδων τα βυζιά σου,λέει ο άντρας..και παγίδες..
-Παγίδες; κάνει η μάγισσα,τραβώντας του στο στήθος τη νυχιά•τα νύχια κόκκινα,γαμψά.
-Ναι,παγίδες..έλα.. κι άλλο..έτσι,γρατζούνα με,θεά μου!
-Είσαι μαζόχας;
-Όχι•ζώο•πιο δυνατά!σημάδι θέλω..μπήξε νύχι στην κοιλιά μου..πόνεσέ με..μέλωσέ με!
Τον γρατζουνά με το’να χέρι, με το άλλο τον χαιδεύει, τον κερνά χαρά και κόλαση.
Και ζούν.
-Πες μου… τι ζώο;
-Σκύλος της κόλασης..ααχ.. σβήνω!
..Τον έπαιζε, τον χαίδευε,τον τύλιγε στις μπούκλες της,τον άφηνε να λυώνει.
Ο άντρας σπαρτάραγε.
-Αχ,τα βυζάκια σου..ο άντρας στέναξε,θηλάζοντας ξανά•θα’θελα..πριν πεθάνω να τα δω στερνή φορά..
-Δεν θα πεθάνεις
-Όταν•μη σε νιάζει,είμαστε φίλοι•έρχεται κάθε μέρα και μου λέει-ζήσε,πριν σε περιλάβω•καλός φίλος•μόνο θα’θελα στην κλίνη σου θηλάζοντας ο χάρος να με πάρει.
-Τρελλαμένε!
-Είθε να’μουν πιο πολύ•τρελλοί,παιδιά γλυτώνουν μόνο..
-Και..γιατί τα λες παγίδες,άνθρωπέ μου;τα βυζάκια μου;
-Λοιπόν,έκανε ο άντρας τρυφερά•το’να βυζί σου στάζει νέκταρ κι ανασταίνεται όποιος πιει,μπαίνει παράδεισο…
-Το άλλο;
Της χάιδεψε την μπούκλα τρυφερά.
-Το άλλο;έκανε η μάγισσα ανυπόμονα.
-Τ’άλλο,στάζει φαρμάκι,σκοτεινιά κι όποιος θηλάσει,αλίμονό του..πάει,μαραίνεται..
-Πως γίνεται;
-Γιατί είσαι δυο κομμάτια•φως και σκότος•θεά και κτήνος•Σκύλα κι Άρτεμη•ο έρωτας κι ο χάρος σε τραβούν απ’ τα μανίκια•είσαι αγνότητα φλεγόμενη,καύλα θανατηφόρα…
Η μάγισσα ξεφύσηξε.
-Έχεις πιεί;
-Εσένα-κι ούτε πια θα ξεμεθύσω•την κιλότα σου στον τάφο μου παρακαλώ να κάψεις.
-Τρελλαμένε!θα στο φάω!κοίτα καλά,εγω είμαι τίγρη!
-Δάγκωσ’το τίγρη μου,θεά μου,Λίλιθ μου μοβόρα!
-Όχι,όχι.. εγω..καλή θέλω να είμαι..η μικρή κόλωσε αναίτια.
Ο άντρας θύμωσε•της τράβηξε την μπούκλα μαλακά.
-Έλα στα σύγκαλά σου!άσ’τα ξενέρωτα•γεμίσαμε καλούς,γεμάτους κάλλους•κοίτα μονάχα να’σαι γνήσια•αυτό•αρκεί.
-Σε κόσμο σάπιο;πως;
-Κι αν δεν μπορείς να κάνεις την ζωή σου όπως την θες…
-Τουλάχιστον..μην την εξευτελίζεις,τον συμπλήρωσε.
Ο άντρας συγκινήθηκε•την φίλησε στο μέτωπο•μα εκείνη,είχε κολλήσει
-Ωραία,για πες..ποιό στάζει τι;
-Πάντα μισούσες την τροφή την μασημένη•ψάχ’το μόνη σου,μικρή
-Μα…να σκεφτώ..
-Μη σκέφτεσαι•δεν ξέρει το μυαλό•μπακάλης είναι,ξεγελά•τα σπλάχνα ξέρουν•μπες εκει•που τραγουδάνε τα σκουλήκια•εκει γνωρίζεις.
-Μα… τι λες;τα’χασε η μάγισσα.
-Πως έχεις την επίγνωση του τάφου•αυτό σε σώζει•είναι το δώρο σου,η κατάρα σου•γίνεσαι κάπου χαζοκόριτσο κι εσυ,με κινητό και χι-χι-χι.Μα αίφνης στο στόμα σου η γεύση του θανάτου-πίκρα αβάσταχτη-σε γειώνει.Σε βαθαίνει.
-Θες να πεις;
-Όλοι ξεχνούν το θάνατο,σπανίως όμως εσυ•γι’αυτό πασχίζεις σαν τρελλή όλα-μα όλα!στην ζωή να τα προκάνεις και ποτέ σου δεν χορταίνεις κι όταν ακούς το I can get..
..να’σου ένας κόμπος στον λαιμό σου..
…..Ο άντρας καμώθηκε φάτσα έκφυλη του Μίκ και ψευτοτραγουδούσε βραχνιασμένα.
Γέλασε η μάγισσα•μα στο φτερό σκοτείνιασε
-Θα προλάβω;είπε όλο λαχτάρα
Ο άντρας γέλασε.
-Έχεις τόσες ζωές.Απλά θυμήσου•πόρνη ιερή της Βαβυλώνας και στην Κόρινθο ιερόδουλη,μαινάδα στα βουνά της Αρκαδίας,πόρνη-μάγισσα,κοκκότα στην Γαλλία και μαρκησία των ηδονών και τόσα άλλα…
-Μα πως τα ξέρεις;φαντασίες!αφού δεν μ’έχεις ξαναδεί
-Σ’αυτήν την ζωή όχι, αλλά..γνωρίζω
-Τι,πανάθεμά σε;
Αυτός την κοίταζε στα μάτια δίχως να την παραβιάζει και την διάβαζε.
-Πως σαν περνάς από τα κόκκινα φανάρια,μάγισσά μου,κάτι μέσα σου σκιρτά•είσαι άγια πόρνη•καύλα θεία•μια τσούλα εξαγνισμένη απο το δάκρυ της σελήνης.
-Αθώα και πόρνη;πως κολλάνε;
-Μια χαρά!σάμπως δεν είμαστε αμάλγαμα αντιθέτων κατά βάθος;φως και σκότος,μεγαλείο και παραζάλη,αυτό είμαστε όλοι•άγγελλοι-δαίμονες με πύρινα φτερά,στην άκρη της αβύσσου ακροβατώντας μεθυσμένα..
-Ναι..
-Μαρία Μαγδαληνή,Μαρία παρθένα,Μαρία πόρνη,Κασσιανή μετανοούσα,αμετανόητη,
προσκυνώ!έκανε ο άντρας και της πότιζε το σώμα με το δάκρυ της λαγνείας.
Μα τότε η μικρή δέχτηκε επίθεση απ’την άλλη ξαφνικά•έβγαλε νύχια.
-Είσαι όπως όλοι!λόγια λες για να με ρίξεις..δεν σε θέλω!.
Ο άντρας στέναξε
-Είμαι ο Πάνας κι είσαι η νύμφη,μα δεν βλέπεις;ο Πάνας είμαι,τραγοπόδαρος θεός•δεν αγαπώ•αποπλανώ•τραγούδι μου είναι η τραγωδία,μοίρα μου η ασχήμια κι ο μοναχικός αυνανισμός..ζωές σε κυνηγούσα στα λιβάδια,έτρεχες ξέπνοη,σε πρόφταινα,σου ξέσκιζα την Άνοιξη κομμάτια..
-Ναι ..θ’αργήσω,είπε η μικρή•πήρε να ντύνεται•σηκώθηκε•ήταν ήδη αλλού.
Είχε ξυπνήσει μέσα της η άλλη•που της σκότωνε τα μάγια και δεν άφηνε να ζήσει.
..Μα τι κάνεις με τον άγνωστο,το γέρο;βρυχιόταν η φωνή μες το κεφάλι της.
Η άλλη•ο δεσμοφύλακας•φωνή της λογικής που ακρωτηριάζει-φυσικά για το καλό μας.
Έξω,στην πλατεία,ξαναγκαλιάστηκαν.
-Αν θες,ξανακαιγόμαστε,είπε ο άντρας.
-Θα δούμε,έκανε η μάγισσα.
-Εσυ αποφασίζεις.Οι γυναίκες πάντα αποφασίζουν τελικά.
Η μάγισσα έβαλε τα γέλια.
-Να θυμάσαι,έκανε αυτός•έχεις τη δύναμη της μάγισσας-θεάς•όλες την έχουν•μα φοβούνται•και μικραίνουν-και πεθαίνουν.
-Κι εγω! γούρλωσε η μάγισσα..αν με κάψουν;
-Θα λάμψει ο κόσμος πιο πολύ!μια λάμψη είμαστε,ένα πέταγμα στο τίποτα,που όλα τα περιέχει-μα ξυπνήστε,ρε γαμώτο!ούρλιαξε ο Πάνας κι αντιλάλησε η πλατεία των Εξαχρείων.