MIRAGE
Με κοιτάζει βλοσυρά μέσα στα μάτια
σαν αγριεμένος σαμουράι, κι ωστόσο
είναι μόνο ένα ιαπωνικό αυτοκίνητο.
Πάνω του επιβιβάζεται μια οικογένεια
και το μικρό κορίτσι τραβάει απ’ το λουρί
ένα μικρό ηλεκτρονικό σκυλί. Το τρίχωμά του,
η κίνηση, ξεγελούν τη φευγαλέα ματιά·
η υποταγή του είναι πιο βέβαιη
κι από εκπαιδευμένου ποιμενικού.
Όμως η στοργή που του απευθύνει
δεν είναι απόρροια κάποιου κυκλώματος·
έρχεται από μια καρδιά πανέτοιμη να εκραγεί.
Φαίνεται δημιουργούμε τα πράγματα κατ’ εικόνα
και καθ’ ομοίωση σαν υπερφίαλες
μικρές θεότητες, κι ό,τι απ’ αυτά κινείται
περνιέται για ζωή. Μα ό,τι μας συγκινεί βαθιά,
πρέπει να παραμείνει οριστικά θνητό.
Όχι λουλούδι πλαστικό από σπίτι ντεμοντέ,
πονηρό στην επιτήδεια πρασινότητά του·
ούτε φωτιστικό που προτείνει το γοφό του
έπειτα από σεισμό. Χρειάζεται κάτι να πεθαίνει
μαζί μας· ένα σκυλί πιο πειστικό, ένας σαμουράι
τρομερός. Χρειάζεται κάτι να μπορεί να ψυχορραγεί
αντηχώντας την απόγνωση του αφανισμού.
Κι αυτή η αντίσταση πρέπει να διατηρηθεί.
ΓΕΙΤΝΙΑΣΗ ΜΕ ΤΟ ΜΥΘΟ
Στο απέναντι κτίριο ένα παράθυρο και μέσα σε αυτό
ένα μεσόκοπο ζευγάρι. Πορτρέτο διαδραστικό,
κινούμενο έργο τέχνης —όχι φτηνό μπουλβάρ
σε κάδρο αστικό ή σαπουνόπερα. Η σκηνή είναι εντελώς
ρεαλιστική, το αίμα τους πάλλεται ζεστό σε φευγαλέα καρέ.
Η οικειότητα με την οποία αφήνεται το πιάτο στο τραπέζι·
οι τυφλές κινήσεις· το πώς βρίσκονται στον χώρο·
όλα αυτά δεν είναι απλώς σημειολογία. Αυτά τα σώματα
γνωρίζονται πολύ καλά για να είναι δύο. Αυτά τα σώματα
είναι ένα με μία συνείδηση διττή, κι η απόσταση
ανάμεσά μας ντύνει τη σάρκα τους με μυθικό,
αναλλοίωτο περίβλημα. Oι ατέλειές τους
δε θα διανύσουνε ποτέ το δρόμο προς την όρασή μας,
οι συνομιλίες τους δε θα φτάσουν την ακοή.
Ας μην τους βεβηλώσουμε κι άλλο με την εγγαστριμυθία.
Ας τους αφήσουμε να ‘ναι ό,τι είναι: δυο ήρωες της βουβής
καθημερινότητας, χορτάτοι στο νυσταλέο μεσημέρι· κι εμείς
ακόρεστοι ας γεράσουμε, εξετάζοντας κάτι που μοιάζει με ζωή.
ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ
Δεν είναι Λονδίνο εδώ, να βγαίνει ο σπάνιος ήλιος
και ν’ αλείφουμε τα γρασίδια με τα κορμιά μας.
Σπανιότητα είναι η βροχή, εκλεπτυσμένη, εξωτική·
αρθρώνει περιοδικά το μελαγχολικό της λόγο.
Είμαστε οι κληρονόμοι του μεγάλου καλοκαιριού.
Επιδεικνύουμε μηδενική ανοχή στην κακοκαιρία.
Σ’ αυτή τη γη ο ήλιος επέλεξε ν’ απλώσει τις γενιές του·
σ’ αυτή τη γη υπαινίσσεται τους υπαινιγμούς του.
Όταν οι επισκέπτες λένε ότι ο ίδιος ήλιος έλουσε
κάποτε το Σοφοκλή και τη Σαπφώ, καπηλευόμαστε
μια απλή συνωνυμία κι αλλάζουμε γρήγορα το θέμα:
πίνουμε, χορεύουμε, γελάμε. Είμαστε χαρούμενοι εδώ,
έχουμε κέφι· καμιά σκιά δε θα περάσει πάνω απ’ τη διάθεσή μας.
Ο καιρός είναι αίθριος, η θλίψη παροδική σαν μπόρα.
Αλίμονο, φάγαμε τον τόπο. Τίποτε δε βρέθηκε
που να δικαιολογεί τη θλίψη μας εδώ.
Ο Χάρης Γαρουνιάτης γεννήθηκε στην Αθήν