[author]Του Δημητρίου Μουζάκη [/author]
Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Πόσες και πόσες ανωτερότητες δε μας έχουν ζαλίσει τον έρωτα από του κόσμου τις απαρχές: θρησκευτική ανωτερότητα, φυλετική ανωτερότητα, εθνική ανωτερότητα, ανωτερότητα των χειρουργών έναντι των παθολόγων, ανωτερότητα των πλουσίων έναντι των φτωχών, ανωτερότητα των μοριακών βιολόγων έναντι των περιβαλλοντολόγων. Δεν είναι, βέβαια, όλες οι αντιλήψεις αυτές το ίδιο αιματηρές, αλλά ας δικαιολογήσουμε το φαιδρό τόνο εδώ, διότι εδώ θα ασχοληθούμε με τα διασκεδαστικά συμπλέγματα ανωτερότητας μιας συγκεριμένης ομάδας σύγχρονων ποιητών: των ποιητών (και ποιητριών) που αρέσκονται στις παραδοσιακές μορφές ποίησης, όσων, δηλαδή, γράφουν κυρίως ή πάντοτε με μέτρο ή/και ρίμα.
Η ανωτερότητα είναι συνήθως αρκούντως ιλαρή στη διατύπωσή της και μόνο, ωστόσο η ανοησία της βαθαίνει όταν πραγματοποιούνται απόπειρες τεκμηρίωσής της. Μέχρι στιγμής έχω σταχυολογήσει τρία επιχειρήματα τεκμηρίωσης επί του ότι η ποίηση των παραδοσιακών μορφών υπερέχει της ελευθερόστιχης ποίησης˙ κι είναι και τα τρία μνημεία ανάλυσης και λογικής επεξαργασίας δεδομένων. Εν πρώτοις, ισχυρίζονται οι τζιχαντιστές των παραδοσιακών μορφών, απόδειξη της ανωτερότητας των παραδοσιακών μορφών γραφής έναντι των ελευθερόστιχων ποιημάτων είναι πως η μεγάλη ποίηση γράφτηκε σε παραδοσιακές μορφές. Τοιουτοτρόπως, η καλή ποίηση που γράφτηκε σε ελεύθερο στίχο (ορισμένοι διαθέτουν την ευγένεια να αναγνωρίσουν πως υπάρχει και τέτοια, όχι όλοι όμως) καθίσταται εξαίρεση. Ο κανόνας είναι πως ποίηση σημαίνει παραδοσιακή μορφή ή, έστω, μέτρο/ρίμα. Τι να πει τώρα κανείς επ’ αυτού… οι φίλτατοι ριμομετροτζιχαντιστές φαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι έχουν εφεύρει το πυρηνικής ισχύος ποιητόμετρο, αυτό που στην πρώτη του διάλεξη περιέγραψε ο Robin Williams ως Professor Keatingστο έργο Dead Poets Society, και μπορούν να υπολογίσουν με ακρίβεια πολλών δεκαδικών μετά την υποδιαστολή το ειδικό βάρος των γραφόμενων ποιημάτων. Τι τύχη τους επεφύλαξε η μοίρα! Ξεφτίλισαν τους τόνους μελανιού και χαρτιού που σπαταλήθηκε στην αισθητική ανάλυση, βγάζουν το όργανό τους από τη θήκη του ριμομετροτζιχαντισμού, μετρούν το σύνολο της αξίας της ποίησης στις ποιητικές τάσεις που αυτοί επιθυμούν να διακρίνουν, και αποφαίνονται όμορφα, γρήγορα και συνοπτικά. Δε σταματούν, όμως, εκεί. Γνωρίζοντας σε βάθος την ποίηση όλων των ποιητών που σώζεται από το Σουμέριο Γιγλαμές και το Κινέζικο Βιβλίο των Ωδών, στον Όμηρο, τον Shakespeare και τον Διονύσιο Σολωμό, πραγματοποιούν προχείρως ευάριθμες αναλύσεις στο Στατιστικό Πακέτο για τις Κοινωνικές Επιστήμες (μία ανάλυση διακύμανσης, ένα t-Test, μια συσχέτιση βρε αδερφέ) και αναμφιβόλως διαπιστώνουν ότι οι μείζονες των ποιητών έγραψαν με μέτρο και ρίμα. Οι λοιποί είναι, το δίχως άλλο, ελάσσονες. Ας το πούμε έξω από τα δόντια. Παράφωνες εξαιρέσεις. Κατακάθια.
Έτερον επιχείρημα των ριμομετροτζιχαντιστών είναι πως ο ελεύθερος στίχος σηματοδότησε την απομάκρυνση του κοινού από την ποίηση. Αυτό είναι αυταπόδεικτο. Συρρέουν κατά χιλιάδες οι αγοραστές όταν βγαίνει μία συλλογή από τον Καψάλη, τον Κοροπούλη, τον Σολδάτο, τον Κουτσουρέλη ή την Κολοτούρου (μαραζώνει η Χρυσηίδα Δημουλίδου), καθώς σαρώνει η ακρίδα το χαρτί της Δημουλά, της Ρουκ, του Παστάκα ή του Βλαβιανού. Φυσικά, η τεχνολογική πρόοδος, τα διαθέσιμα μέσα, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, οι ρυθμοί ζωής, τα κοινωνικά πρότυπα δεν έχουν ουδεμία σχέση με την τοποθέτηση του κοινού απέναντι στην ποίηση (ή τη ζωγραφική, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική). Αν ο ελεύθερος στίχος δεν είχε εμφανισθεί, η ποίηση στην Ελλάδα θα περνούσε με ευκολία τον πήχυ εμπορικότητας ενός Νότη Σφακιανάκη, ενός Νίκου Οικονομόπουλου, ενός Αντώνη Ρέμου, μίας Δέσποινας Βανδή. Ως και η Ελένη Μενεγάκη θα ανησυχούσε.
Τελευταία γραμμή επιχειρηματολογίας που έχω εγώ τουλάχιστον εντοπίσει και η οποία υποτίθεται ότι αποδεικνύει την κατωτερότητα του ελεύθερου στίχου είναι αυτή που στέκεται στα «προσόντα» της παραδοσιακής φόρμας: τη μουσικότητα, το δυναμικό διείσδυσης σε πλατύτερες μάζες, την πειθαρχία που επιβάλλει στη διαδικασία της γραφής… άλλες από αυτές τις διαπιστώσεις είναι αληθείς, άλλες λιγότερο, άλλες εντελώς πλανεμένες. Σημασία έχει πως ποιοτικές παρατηρήσεις μπορεί ομοίως να πραγματοποιήσει κανείς και για τον ελεύθερο στίχο, χωρίς, φυσικά, αυτές να αποδεικνύουν την ανωτερότητα ή την κατωτερότητα του. Μπορεί κανείς να πει (όπως άλλοτε είπε ο ίδιος ο Eliot) ότι κανένας στίχος δεν είναι ελεύθερος για όποιον θέλει να κάνει καλή δουλειά, εννοώντας, προφανώς, ότι η ανάγκη της ρυθμικότητας, της μουσικότητας ή όποια άλλη μετατίθεται σε ένα άλλο επίπεδο, επί παραδείγματι παρηχήσεων, εσωτερικού ρυθμού ή βήματος, έστω κι αν αυτό δε διαθέτει σαφές πρότυπο. Μπορεί κανείς να πει ότι με τον ελεύθερο στίχο οι ποιητές απελευθερώθηκαν από την αναζήτηση όμοιων καταλήξεων ή την αυστηρή καταμέτρηση συλλαβών κι έτσι ανοίχθηκε εμπρός τους πεδίο εσωτερικότερης έκφρασης, το οποίο μάλλον η παραδοσιακή φόρμα υπονόμευε. Σημασία έχει πως ό,τι κι αν κανείς πιστώσει στον ελεύθερο στίχο ή την έκφραση με ρίμα/μέτρο, ουσιαστικά ανοίγει ένα θέμα προς συζήτηση. Μόνο στη φαντασία ορισμένων τοιούτοι ισχυρισμοί είναι αποδεικτικοί της υπάρξεως της αρίας ποιήσεως.
Ας βάλουμε, λοιπόν, κάποια πράγματα στη θέση τους. Αξιολογήσεις επί του τι είναι ποίηση και τι όχι στη βάση της μορφής είναι εντελώς ανόητες˙ το αυτό και οι αξιολογήσεις επί του πόσοι είναι στο δικό μας στρατόπεδο, πόσοι στο αντίπαλο και πόσο καλοί (νομίζουμε ότι) είναι οι μεν και οι δε. Όσο ανόητος θα ήταν κάποιος που θα ισχυριζόταν ότι ο MichaelJohnsonδεν είναι δρομέας επειδή δεν τρέχει ορθόδοξα, άλλο τόσο ανόητοι είναι κι αυτοί που λένε ότι τα ελευθερόστιχα ποιήματα δεν είναι ποιήματα επειδή γράφτηκαν σε ελεύθερο στίχο. Η όλη ρητορική περί κανόνα και εξαιρέσεων είναι, επιπροσθέτως, εντελώςεκτός τόπου και χρόνου. Ένας και μοναδικός να είχε βρεθεί υπηρέτης του ελεύθερου στίχου σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, τούτο θα ήταν αρκετό να μας πληροφορήσει ότι η ποίηση γράφεται και συγκινεί και έτσι. Ποσοτικά κριτήρια δε χωρούν εδώ. Φυσικά, στον ελεύθερο στίχο δεν έχουν καταθέσει εαυτόν ένας και δύο, ο ελεύθερος στίχος πέρασε από έναν Eliot, έναν Bukowski, έναν Pound, έναν Kerouac… ή, στα καθ’ ημάς, από έναν Σεφέρη, έναν Ελύτη, έναν Ρίτσο, έναν Λειβαδίτη ή μία Δημουλά. Έπειτα, η σχέση του ευρέος κοινού με την (όποια) τέχνη είναι ζήτημα σύνθετο και πολυπαραγοντικό. Νύξεις και μόνο αρκούν για να φωτίσουν τη δυσκολία διαλεύκανσης της πραγματικής φύσης της απομάκρυνσης των πολλών από την ποίηση. Μήπως στην Ελλάδα (ή και το δυτικό κόσμο, σε ένα βαθμό που μπορεί να ποικίλει από τόπο σε τόπο) η υποκουλτούρα έχει εδώ και καιρό επιβληθεί στην κουλτούρα; Μήπως τα ταχυφαγεία της τέχνης (οι εύκολες μελωδίες, τα κλωνοποιημένα στιχάκια, τα εξευτελιστικά θεάματα) έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους παντού, υπονομεύοντας (ή εξαλείφοντας) την οδύνη της έκφρασης; Μήπως οι ρυθμοί ζωής είναι τέτοιοι ώστε η ψυχαγωγία ή η ψυχική ανάταση να μην αποτελούν πια ζητούμενα, δίνοντας τη θέση τους στην αποχαύνωση (πράγμα που θα μπορούσε μερικώς να ερμηνεύσει την όποια εμπορική επιτυχία των τουβλόμορφων, κοπρούσιων, ευπώλητων μυθιστορημάτων, διαφόρων κυνοειδών ασμάτων ή και της σκουπιδοτηλεόρασης) ή την αποκτηνωτική διασκέδαση; Μήπως από την εκπαίδευση έχει χαθεί πλέον κάθε ρομαντισμός, κάθε ονειροπόληση, κάθε ενορατικότητα και φαντασία; Μήπως οι κοινωνίες χρειάζονται πλέον μόνο κυνικούς τεχνοκράτες και ημιάγριους είλωτες; Η απομάκρυση, εξάλλου, του κοινού από την ποίηση δεν εντοπίζεται στην ελευθερόστιχη ποίηση. Το κοινό δεν ασχολείται γενικώς με την ποίηση. Με την ποίηση (στην Ελλάδα) ασχολούνται, βεβαίως, οι πολυάριθμοι γραφιάδες της, που κατά εκατοντάδες πληρώνουν ετησίως χιλιάδες επί χιλιάδων ευρώ σε έξυπνους επιχειρηματίες, οι οποίοι βγάζουν βιβλία για χαρτοπολτό ή τα ράφια της βιβλιοθήκης αυτών που τα έγραψαν. Ο απαθανατισμός ονομάτων και ποιημάτων, όπως πολλάκις έχω γράψει, γίνεται αποκλειστικά με δημόσιες σχέσεις. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος κανείς να προσεχθεί από ιθύνοντες, περιοδικάρχες, ανθολόγους και λοιπούς αξιωματούχους.
Παρασχοληθήκαμε με τις ιδεοληψίες και τα συμπλέγματα μίας ομάδας ποιητών, αν και είναι ομολογουμένως εντυπωσιακό ότι υπάρχει μια τέτοια ομάδα στην εποχή μας. Από την άλλη, στην εποχή που αντιλαμβανόμαστε ως mainstreamπολιτικές επιλογές τον εθνικισμό ή τον εθνικοσοσιαλισμό (και όχι μόνο στον τόπο μας), στην εποχή στην οποία το δίκαιο της συντεχνίας έχει αναδειχθεί σε υπέρτατη ηθική επιλογή, σιγά μη λείψει και η ποίηση από τα πιστοποιητικά φρονημάτων. Εν πάση περιπτώσει, ας θυμηθούμε τι είναι η ποίηση. Ποίηση είναι, βεβαίως, όλα αυτά που οι αναλυτές της, οι φιλόσοφοι, οι φιλόλογοι, οι ψυχαναλυτές κι ίσως κάποτε κι οι νευροψυχολόγοι (με fMRIή και πιο ευαίσθητες τεχνικές) προσεγγίζουν ή θα προσεγγίσουν: οι πλεχτές ομοιοκαταληξίες, ο εσωτερικός ρυθμός, η ευθύβολη αναπαράσταση του υποσυνειδήτου, οι παρηχήσεις που παρεπέμπουν συνειρμικά σε εικόνες ή ενισχύουν τις περιγραφόμενες εικόνες, οι επαναλήψεις που φωτίζουν ένα νόημα από διαφορετικές γωνίες, μια ψυχολογική ευαισθησία πρόσληψης και διήθησης των φαινομένων, το ολοκαύτωμα των περιοχώνBrocaκαιWernickeστον εγκέφαλο και των απανταχού νευρώνων που πυροδοτούνται από στίχους ή αναδιανέμουν εξ αυτών τις συνάψεις τους. Αλίμονο, όμως, σε όσους νομίζουν ότι η ποίηση είναι μόνο νευροδιαβιβαστές ή μόνο πλεχτές ομοιοκαταληξίες ή μόνο ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι… η ποίηση είναι όλα αυτά μαζί και άλλα τόσα ως μυσταγωγία του ανείπωτου. Η απόπειρα του ανείπωτου να ειπωθεί μες στη γλώσσα είναι η ποίηση. Η ανάπτυξη επιφωνήματος. Η ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου. Το αυτόφωτο συντριβάνι της εκφοράς.Ένας θαυμαστός νευροφυσιολογικός φαινότυπος. Η έκσταση.
Κι όσοι τούτο καλά καταλάβαμε, προτιμούμε από το να πιάσουμε την ποίηση από το μέτρο και τη ρίμα, αιωνίως να κυνηγήσουμε την ουρά μας.