Η μετουσίωση
Παλιμπαιδίζει ο εναγκαλισμός
στα οδοφράγματα,
μήτε ο μπέμπης είσαι
μήτε ο ντενεκές.
Το πριόνισμα
πριονίδι.
Το πριονίδι
σκόνη.
Η σκόνη πουθενά
κι η σανίδα θρύψαλα.
Κι εγώ να ψάχνω τα γυαλιά μου
-έχω μυωπία-
μπορεί να ευθύνονται.
Τον πανταχού παρόν
απανταχού απόν
μετουσιώνουν
ρινίσματα και στάμπες.
Συλλέκτες βλεμμάτων
Ασυρματιστές
Τικ – τακ
τακ – τικ
θόρυβος να γίνεται
και τα παιδιά, να παίζουν.
«Έκφυλους»
συλλέκτες αισθημάτων
στα χείλη βάφετε
κραγιόν.
Κραγιόν και βαζελίνη.
Τα βέλη των ινδιάνων
To αν με βγάλει ο δρόμος μου
για σένα δεν πηγαίνει.
Δε χρυσώνω χάπια εγώ
- παίζει -
να σε φοβάμαι.
Κατά την έκλειψη ηλίου
η τόση δα σελήνη
κοτζάμ μαντράχαλο
τον σκοτεινιάζει.
- και δως του οι ινδιάνοι
τα φλογισμένα βέλη τους –
Και δως του εγώ
εσένα να φοβάμαι.
Τα βέλη των ινδιάνων
στην τελική
τον κάμπο λαμπαδιάζουν.
Γέννα
Ανατέλλει και δύει
σταυροκοπιέται
από ψιθύρους κρέμεται.
Κάθε ψιθύρισμα, ευχή
κάθε ευχή και γέννα
κόρης νόθας, γέννα
βίαιη
καισαρική
κακοφορμισμένη.
γεννιέται το μωρό μισό
μισό το στήθος της θηλάζει
το στόμα του -κι αυτό μισό- φιλεί
φιλί αλατισμένο
βιαστικό
φιλί πηχτό
υπερχρεωμένο.
Φιλί που ξήλωσε νωρίς
ραμμένες μελωδίες.