Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Marguerite Duras, «Η Αρρώστια Του Θανάτου»(επιμέλεια - επίμετρο: Γιώργος Καρτάκης)

$
0
0

`

Θα έπρεπε να μην τη γνωρίζετε,
να την είχατε συναντήσει παντού ταυτόχρονα,
σ΄ένα ξενοδοχείο, σ΄ένα μπαρ, σ΄ένα βιβλίο,
σ΄ένα φιλμ, στον εαυτό σας, μέσα σας,
μέσα μου, στο φαλλό σου στημένο τυχαία
μέσα στη νύχτα, που ψάχνει κάπου να μπει
να ξαλαφρώσει από τα δάκρυα που τον γεμίζουν.

Ρωτάει: Ποιοι θα ήταν οι άλλοι όροι;
Λέτε ότι θα έπρεπε να σωπαίνει σαν τις γυναίκες
των προγόνων της, να υποταχθεί απόλυτα σε σας,
στη θέλησή σας, να σας είναι απόλυτα υποταγμένη
σαν τις χωριάτισσες που μετά το θέρος κατάκοπες
μέσα στους αχυρώνες, αφήνουν τους άνδρες
να τις πλησιάσουν ενώ κοιμούνται - έτσι,
για να μπορέσετε σιγά σιγά να συνηθίσετε
αυτό το σχήμα που θα γινόταν ένα με το δικό σας.

Νέα, θα ήταν νέα. Στα ρούχα της, στα μαλλιά της
θα λίμναζε μια μυρωδιά, θα ψάχνατε να βρείτε τι είναι,
τελικά θα την ονομάζατε όπως ξέρετε να ονομάζετε.
Θα λέγατε: Μυρωδιά από ηλιοτρόπιο και κίτρο. Απαντά:
Όπως σας αρέσει.

Μέχρι εκείνη τη νύχτα δεν είχατε καταλάβει
ότι μπορεί κανείς ν΄αγνοεί αυτό που βλέπουν
τα μάτια, αυτό που αγγίζουν τα χέρια, αυτό
που αγγίζει το κορμί. Ανακαλύπτετε αυτή την άγνοια.
Λέτε: Δεν βλέπω τίποτε.
Δεν απαντά.
Κοιμάται.

Την ξυπνάτε. Την ρωτάτε αν είναι πόρνη.
Κάνει νόημα, όχι.
Την ρωτάτε γιατί δέχτηκε το συμβόλαιο
για τις πληρωμένες νύχτες.
Απαντά με μια φωνή κοιμισμένη ακόμα,
σχεδόν σβησμένη: Γιατί από τη στιγμή
που μου μιλήσατε είδα ότι είχατε προσβληθεί
απ΄την αρρώστια του θανάτου. Τις πρώτες μέρες
δεν ήξερα να την ονομάσω αυτή την αρρώστια,
ύστερα μπόρεσα.
Της ζητάτε να επαναλάβει τις λέξεις. Κάνει
αυτό που της ζητάτε, επαναλαμβάνει τις λέξεις:
Η αρρώστια του θανάτου.
Τη ρωτάτε, πώς το ξέρει . Λέει ότι το ξέρει.
Λέει ότι το ξέρουμε χωρίς να γνωρίζουμε
πως το ξέρουμε.
Τη ρωτάτε: Γιατί η αρρώστια του θανάτου
είναι θανατηφόρα;
Απαντά: Γιατί αυτός που έχει προσβληθεί
δεν ξέρει ότι κουβαλά μέσα του τον θάνατο.
Και γιατί θα πεθάνει χωρίς να έχει ζήσει προηγουμένως
για να πεθάνει, χωρίς καμιά γνώση
ότι πεθαίνει σε κάποια ζωή.

Σαλεύει, τα μάτια μισανοίγουν. Ρωτάει:
Πόσες πληρωμένες νύχτες μένουν ακόμα;
Λέτε: Τρεις.
Ρωτάει: Δεν αγαπήσατε ποτέ καμιά γυναίκα;
Λέτε: Όχι, ποτέ.
Ρωτάει: Δεν ποθήσατε ποτέ καμιά γυναίκα;
Λέτε: Όχι, ποτέ.
Ρωτάει: Ούτε μια φορά, μια στιγμή;
Λέτε: Όχι, ποτέ.
Ρωτάει: Ποτέ; Ποτέ;
Επαναλαμβάνετε: Ποτέ.
Χαμογελά, λέει: Περίεργο πράγμα ένας νεκρός.
.
(Αποσπάσματα από την «Αρρώστια του θανάτου». Μετάφραση: Κυβέλη Μαλαμάτη, εκδ. Εξάντας, 1984)

`

***************************************************************************

Η ζωή - ένας ξένος τόπος

Αυτό το βλέμμα: μια αθώα, αδιαπέραστη, σταθερή, προκλητική ματιά που στρέφεται κατά του ίδιου της του εαυτού. Τα χοντρά, υπερμεγέθη γυαλιά. Το πρόσωπο σκαμμένο από το αλκοόλ, ρημαγμένο, μα ακόμα κι έτσι όμορφο. Η Μαργκερίτ Ντυράς υπήρξε τα πάντα. Συγγραφέας, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, πρωτοπόρος του νουβό ρομάν - του νέου μυθιστορήματος - και του μοντέρνου κινηματογράφου. Κομμουνίστρια, Αντι-εθνικίστρια, εξέχουσα μορφή του κινήματος του 68, φεμινίστρια. Υπήρξε αυτάρεσκη, αναιδής και ιδιότροπη - στη ζωή, αλλά και στην Τέχνη. Εργασιομανής, ακόμα κι αν η μέρα της ξεκινούσε με βερμούτ και πούρα. Τη χρονιά του θανάτου της, το 1996, το έργο της περιελάμβανε 19 ταινίες και άνω των 60 βιβλίων: μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, θεατρικές προσαρμογές, σενάρια, μεταξύ των οποίων και το «Χιροσίμα, αγάπη μου». Αυτό το τελευταίο, ένα διεθνές «έργο κλειδί» των μεταπολεμικών χρόνων, το οποίο γυρίστηκε ταινία από τον Γάλλο σκηνοθέτη Αλέν Ρενέ το 1959. Την ακόρεστη ανάγκη της για καλλιτεχνική δημιουργία, την είχε κάποτε προσδιορίσει με απλά λόγια: «Σηκώνεσαι κάποιο πρωί και λες: Θα γράφω ή αλλιώς θα πεθάνω». Και : «Δεν είχα ποτέ κάποιο πρότυπο. Ήμουν ανυπάκουη[…] Όταν γράφω, είμαι το ίδιο τρελή όπως και στη ζωή», αναφέρει σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του έτους 1994.
`

Από τα πρώτα της βήματα το γράψιμο τής είναι απαραίτητο. Στο ξεκίνημα της συγγραφικής της σταδιοδρομίας, λίγο μετά το θάνατο του αγαπημένου της αδελφού και την θνησιγονία του πρώτου της παιδιού, αλλάζει το όνομά της. Από Μαργκερίτ Ντοναντιέ γίνεται Ντυράς, σύμφωνα με το όνομα του γενέθλιου τόπου του πατέρα της, τον οποίο δεν γνώρισε σχεδόν καθόλου.

Η Ντυράς ήρθε στον κόσμο στις 4 Απρίλη 1914 στο Γκιά Ντινχ, ένα από τα υγρά και ζεστά προάστια της Σαϊγκόν στην Ινδοκίνα, όπως λεγόταν ακόμα εκείνη την εποχή το Βιετνάμ. Ήταν κόρη ενός ζευγαριού Γάλλων εκπαιδευτικών. Έξι χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της και η μητέρα της - αυτή η «αγαπημένη», αλλά και απίστευτα «γελοία» φιγούρα («Ο εραστής», 1984) -, μια δυνατή, αλλά συχνά παράλογη γυναίκα, μεγάλωσε τα παιδιά μόνη της. Θα ήταν ίσως σωστότερο αν λέγαμε, πως τα παιδιά μεγάλωσαν μόνα τους. «Ήμασταν μισόγυμνα και κολυμπούσαμε στο ποτάμι», θυμάται η ίδια. «Δεν είχα ξαναδεί παιδιά που να ήταν τόσο ελεύθερα όπως εμείς». Μετά το Λύκειο, σε ηλικία δέκα εφτά ετών έρχεται στη Γαλλία, τη χώρα που θα ζήσει στο εξής, χωρίς όμως ποτέ να νιώσει ότι ανήκει. Παρόλο που ποτέ πια δεν θα επιστρέψει στο Βιετνάμ, η μυρωδιά των βάλτων και των ριζοχώραφων θα την συνοδεύει σε όλη της τη ζωή. Γι΄αυτό και θα δημιουργήσει μια γλώσσα, που οι προτάσεις θα την φέρνουν μακριά, σ΄αυτό που δεν μπορεί να προσεγγίσει ή να πει. Πρόκειται για το μυστικό ενός κόσμου κλειστού, απροσπέλαστου, που αποτελείται από μνήμες, νοσταλγία και μελαγχολία.

Στο Παρίσι σπουδάζει αρχικά Μαθηματικά και αργότερα Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες. Ακολούθως εργάζεται στο Υπουργείο, το οποίο είχε στην αρμοδιότητα του τις γαλλικές αποικίες. Το 1939 παντρεύεται. Με τον άντρα της, τον Ρομπέρ Αντελμά, θα περάσει στην Résistance - την αντίσταση - κατά την διάρκεια του πολέμου. Ο Αντελμά θα συλληφθεί από την Γκεστάπο και θα εκτοπιστεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, αλλά θα επιζήσει. Αν και ο γάμος τους διαλύεται μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, θα παραμείνουν φίλοι, ακόμα και την περίοδο που η Ντυράς σχετίζεται με άλλους άντρες. Το 1944 προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα, απ΄όπου θα αποχωρήσει το 1950 ασκώντας κριτική για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι λογοτέχνες στην Σοβιετική Ένωση.

`

Το 1947 γεννιέται ο γιός της Ζαν. Τρία χρόνια αργότερα έρχεται η επιτυχία με το μυθιστόρημα «Une Barrage contre le Pacifique» (Ένα φράγμα κατά του Ειρηνικού). Με τόνο αιχμηρό και ψυχρή ματιά, καθαρά και εξαντλητικά, διηγείται για τις στερήσεις των παιδιών σε μια παλιά γαλλική αποικία της Ινδοκίνας. Στο μυθιστόρημα διαφαίνεται το σκηνικό που θα επικρατήσει και στο μετέπειτα έργο της: Μια ατμόσφαιρα, όπου ο χρόνος παραμένει στάσιμος και φαινομενικά αδιάφορος αποκαλύπτοντας σταδιακά το δυσβάστακτο βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης. Μέσα από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, αλλά και με τον «Υποπρόξενο» (1965), που ακολουθεί, επιχειρείται ένα ταξίδι επιστροφής στη γενέθλια γη. Στο υφάδι των λακωνικών αυτών μυθιστορημάτων θα ήταν δύσκολο να γίνει αισθητός ο διαχωρισμός του πάθους από την ανάμνηση, της αλήθειας από την φαντασία.
Αντιφάσεις, εντάσεις και εμμονές διατρέχουν της σελίδες των βιβλίων της. Καταραμένα βλέμματα που γκρεμίζονται στην άβυσσο της ψυχής. Το συγγραφικό έργο της Ντυράς διαποτίζονται από μια ατιθάσευτη και αισθησιακή παιδική ηλικία, κατακλύζεται από ποτάμια και γυναίκες, τις εβραϊκές ρίζες και την πολιτική. Σκηνοθετεί όμοιες μεταξύ τους ιστορίες, περιστρέφεται γύρω από αυτό που στην πραγματικότητα δεν μπορεί να λεχθεί: τον πόνο, τον θάνατο, τη μνήμη, αλλά και το πάθος. Μόνο λίγοι άνθρωποι μπορούν να μιλήσουν έτσι για τον έρωτα και το σεξ όπως η Ντυράς.
Αυτή η αριστοτέχνης εκλεπτυσμένων συγκινήσεων γνωρίζει, πώς να συμπαρασύρει τον αναγνώστη στην τολμηρή της αφήγηση, στην σκανδαλώδη σύγχυση και ανάμειξη τροπικής ζέστης, σεξ και χρήματος. Ωστόσο, η έλξη του εξωτικού καταλήγει στην επίγνωση για την αδυναμία εκπλήρωσης του έρωτα. Αναζητώντας την πραγμάτωσή του, οι γυναικείες μορφές περιφέρονται μεταξύ πάθους και θανάτου, ηθικής και ταμπού. Όλες σέρνονται εντέλει στη δυστυχία, πέφτουν θύματα μιας στιγμιαίας γοητείας και έκστασης, χάνουν τα πάντα.

`

Όμως η λογοτεχνία δεν τής αρκεί. Εκτός από πολυάριθμα δημοσιεύματα, φεμινιστικά πονήματα και πολιτικές επιφυλλίδες, η γυναίκα με την υποβλητική ματιά αναγνωρίζεται επίσης ως μια σημαντική σκηνοθέτης και σεναριογράφος του φιλμ νουάρ. Την διακρίνει μια αδυναμία για τις χαριτωμένες κινήσεις, αγαπά τον χορό και την ευρηματική σκηνοθεσία.
Ο κινηματογράφος, όπως υποστηρίζει, πρέπει να είναι ο τόπος μιας ξεχωριστής πρόσληψης, να αφήνει περιθώριο για την φαντασία και τους συνειρμούς των θεατών. Οι ταινίες της, οι οποίες αποτελούν ένα συνδυασμό εικόνας και ήχου, είναι πλημμυρισμένες από συμβολικές παραστάσεις. Υπνοβατικά σενάρια, αλλά και προτάσεις όπως «Οι λεπροί σκάνε σαν σακιά γεμάτα άμμο», προξενούν, όπως εξάλλου και όλο το έργο της, συγκρουσιακές αντιδράσεις, σαγήνη και απόρριψη.
Η σκηνοθέτης Ντυράς κρατήθηκε πάνω από δέκα χρόνια στον γαλλικό κινηματογράφο ξοδεύοντας ένα μίνιμουμ χρημάτων για τα γυρίσματά της. Σ΄αυτό έπαιξε, ωστόσο, σημαντικό ρόλο, ότι γνωστοί Γάλλοι ηθοποιοί, όπως ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ και η Ζαν Μορό, θεώρησαν τιμή τους να πρωταγωνιστήσουν αμισθί σε ταινίες της.

Στο φιλμ «India Song»(1975) - μια ψευδαισθησιακή ποιητική ταινία γύρω από τη ζωή και τον θάνατο δυο γυναικών στην Ινδία - βάζει τους ηθοποιούς να παίξουν μπροστά σε μια από πριν μαγνητοφωνημένη ηχητική εγκατάσταση, ένα είδος playback.
Αξέχαστο επίσης θα παραμείνει το παιχνίδι μεταξύ των ηθοποιών Εμμανουέλ Ριβά και Έιτζι Οκάντα στην ταινία «Hiroshima mon amour» («Χιροσίμα, αγάπη μου»), της οποίας έχει γράψει το σενάριο. Η ταινία αφηγείται την σύντομη ερωτική περιπέτεια μεταξύ ενός Γιαπωνέζου αρχιτέκτονα και μιας Γαλλίδας ηθοποιού, η οποία γυρίζει στη Χιροσίμα μια ταινία για την ειρήνη. Όμως οι στιγμές ευτυχίας επισκιάζονται από ένα παρελθόν που δεν έχει ακόμα νικηθεί.
Η γυναίκα (Εμμανουέλ Ριβά) περνά την ημέρα της στο μουσείο κοιτάζοντας τις φωτογραφίες από την πτώση της ατομικής βόμβας στο νησί. Την ίδια νύχτα κατακλύζεται από τις σκηνές τρόμου που έχει δει. Αλλά και ο Γιαπωνέζος βιώνει ακόμα μια φορά, δέκα τέσσερα χρόνια μετά τον πόλεμο, τα τραυματικά γεγονότα του βομβαρδισμού. Στη μνήμη της Γαλλίδας θα ανακληθούν σύντομα οι οδυνηρές εικόνες από ένα άλλο νεανικό έρωτα με ένα Γερμανό στρατιώτη κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, η εκτέλεσή του από τους Γάλλους αντάρτες, αλλά και η δική της διαπόμπευση ως συνεργάτιδας των Ναζί.
`

Η ταινία «Hiroshima, mon amour», μια αντιπολεμική κραυγή στην πραγματικότητα, τεκμηριώνει μέσω της γλωσσικής, εικονοπλαστικής και μουσικής της πυκνότητας, ότι η συγγραφέας Ντυράς, αυτή με την χαρακτηριστική προτίμηση σε σύντομες σκηνές και μινιμαλιστικούς διαλόγους, είναι αδύνατον να διαχωριστεί από την σκηνοθέτιδα. Η σύλληψη και η αναπαράσταση μιας ιδέας αποτελούν γι΄αυτήν μια αδιάρρηκτη ενότητα. Αυτό που κατορθώνει να δημιουργήσει ως σκηνοθέτης, είναι ένας εικαστικός κινηματογράφος, ένας κινηματογράφος των ψευδαισθήσεων. Τα μοντάζ δεν κυριαρχούνται από εικόνες, αλλά από θραύσματα μνήμης και χώρους ανάμνησης.

Η γυναίκα που αγάπησε και χρειαζόταν τους άντρες και υποστήριξε το γυναικείο κίνημα, που απαιτούσε για τον εαυτό της την απόλυτη ελευθερία, που μιλούσε ανοικτά για την εξάρτησή της από το οινόπνευμα, που αποκάλεσε τον υπαρξιστή Σαρτρ ένα «petit Bourgeois» («μικροαστό»), έζησε, όπως χαρακτηριστικά έχει αναφέρει ο πατέρας του γιού της, στο «χώρο, τον οποίο αφήνει συμπτωματικά ένα νομικό κενό», «γιατί», σύμφωνα με την ίδια, «η ουσία δεν είναι να φτάσουμε κάπου, αλλά να αποδράσουμε διαρρηγνύοντας το υπαρκτό».


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles