Για όσους υπέφεραν στο κέντρο φιλοξενίας μεταναστών-προσφύγων Αμυγδαλέζας
Ο μισεμός είναι καημός, μεγάλος και βουβός.
Άφησα πίσω μου πατρίδα όμορφη και ρημαγμένη,
φίλους, εχθρούς και μια αγάπη λιθοβολημένη.
Τα συρματοπλέγματα τώρα κρέμονται ψηλά
οι άνθρωποι με τη στολή πηγαίνουν πέρα-δώθε.
Παίζουν τάβλι και χαρτιά. Περιγελούν και φτύνουν
κάποιον δικό μας που τυχαία από εκεί κοντά περνά.
Άγιες οι μέρες και οι νύχτες που στη σιγή της φύσης,
ακούω μονάχα το ουρλιαχτό του αγέρα από μακριά.
Τις μέρες, ο αυτόφωτος ήλιος ζεσταίνει τη σάρκα μου,
καθώς περιμένω στην άδεια αυλή- δεν ξέρω ακόμα τι.
Τις νύχτες, τα πεφτάστερα τρεμοπαίζουν στον ουρανό,
καθώς το αεράκι ζεστό, καίει το υγρό πρόσωπό μου.
Κάθε στιγμή χαμένη, δεν πρόλαβα και χτες να κάνω ευχή.
Τα ίδια αστέρια φωτίζουν τις νύχτες των δικών μου
ο ίδιος ήλιος ζεσταίνει και τη δική τους σάρκα.
Θα περιμένουν από καιρό δυο λέξεις ή ένα γράμμα :
«Είμαι καλά. στοπ. Εδώ μ’αγαπούν, μάνα, όσο εσύ. στοπ. »
Κι αυτό το στοπ σαν πελώρια, ολοφώτεινη πινακίδα
κλείνει μπροστά μου το δρόμο. Σταματάει το χρόνο.
Σ’ αυτά τα ψηλά συρματοπλέγματα σταματάει η ζωή.
2. Τρία Xαϊκού
*
Γκρίζα σύννεφα
σκεπάζουν την καρδιά μου
Τα μάτια βρέχουν.
**
Οι πρόγονοι μου
κρεμασμένη στον τοίχο
φωτογραφία.
***
Στη θάλασσα πια
οι καρχαρίες δε ζουν
έρπουν στην στεριά.
3. [Όταν είσαι κοντά στη θάλασσα…]
για την Άνδρο
Όταν είσαι κοντά στη θάλασσα, να με θυμάσαι
είμαι ο αχός του κύματος
ένα αφρόψαρο στα ακρoδάκτυλά σου ή
ένα κοχύλι ανάγλυφο στο ακρογιάλι.
Όταν είσαι κοντά στη βουνοκορφή, να με θυμάσαι
είμαι το ουρλιαχτό του αγέρα
ένας βράχος -από τον καιρό σμιλεμένος- πάνω στον ώμο σου
ένα κομμάτι ουρανού πάνω από το χρυσό σου κεφάλι.
4. [Σώπασες]
Σώπασες. Ο έρωτας σου πλήθυνε.
Η αφή έγινε τραχιά
και τα συναισθήματά σου ερημώθηκαν.
Σώπασες.
Η αγάπη σου εξαντλήθηκε
τα μάτια σου σφράγισαν
και οι σκέψεις σου ταξίδεψαν πολύ μακριά.