Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Μιχάλης Παπανικολάου, Ποιήματα

$
0
0

ΟΙ ΠΑΡΕΕΣ

Τι γίναν οι παρέες εκείνες
Πού πήγαν τα τρελά τραγούδια
που ξεχύνονταν στους δρόμους
αδελφωμένα και
γκρέμιζαν τα σιδερένια κάστρα
και σπάζανε τις αλυσίδες
μιας πατρίδας μασκαράς
φτιασιδωμένης με μπογιές
και μπιχλιμπίδια από το Γιουσουρούμ

Τι γίναν οι παρέες εκείνες
Τι γίναν οι ποιητές που ψέλνανε το ξόδι
όσων δεν αντέξανε
την υγρασία του πόνου

Κάτω στους δρόμους οι σύντροφοι
μεθάνε όλοι μαζί
για να ξορκίσουν την παλιά-τους φωνή
την αδέξια πορεία-τους
τα φλογισμένα τραγούδια
σαν νάρχονταν απ τους Δελφούς
χρησμοί

Δέκα μέτρα μπροστά-μου
σωριάσανε τον Πέτρουλα στο πεζοδρόμιο

Δε λογαριάζανε μέρες που πέρασαν
μα αυτές που θάρθουν
μακριά απ τις προδοσίες των λέξεων
και τα λόγια-τους
αγκάθια φονικά
σαν το αθάνατο Αθάνατο

Δακρύζουνε τα κάγκελα
ραγίζουνε τα μάτια-μας
κ οι ματωμένοι ν ακούγονται
σαν τα πονεμένα σέρβικα τραγούδια

Ήταν κι εκείνος ο ψηλός λεβέντης
που τραγούδαγε δυνατά *
για ν ακούσουν πίσω από τον τοίχο
πως άντεξε κι απόψε
ν ακούσουνε τα σκοτεινά τα μάτια
οι σιδερένιοι με τα ξύλινα κοντάρια
εκείνο το λόγο το φριχτό που στάζει αίμα

Η Ελλάδα στους δρόμους
Η Ελλάδα η οργισμένη
η εξεγερμένη
η αγριεμένη
Η Ελλάδα που πάλευε
νικιόταν
αλλά πάντα έμενε όρθια
Πού είναι αυτή η Ελλάδα
Πώς ξεχαστήκαν όλ αυτά
Πού πήγαν εκείνες οι παρέες
αυτός ο Λαός ο ταξιδευτής
ο Λαός της ξενιτειάς
του νόστου και του κατατρεγμού

Χτες βράδυ ονειρεύτηκα
οι παρέες μαζευτήκαν πάλι
να λύσουν τα αινίγματα
μιας βάρβαρης ιστορίας
Χορεύανε ερωτικό μπλουζ
στην ολοφώτιστη πλατεία
βροχή κι ούτε ομπρέλα
τυλιγμένοι με σημαίες

Κάποια στιγμή ακούστηκε μια βαριά φωνή
Εμπρός
κ ύστερα
βυθίστηκε ανάλαφρος στο χώμα
κ η σημαία απ το απέναντι μπαλκόνι
βαρέθηκε να κραυγάζει την ελληνικότητά-της
σ αυτόν τον καιρό της ανομίας
δεν μπορεί ν απαντήσει στην απορία των περαστικών
αυτής της ταλαίπωρης νύχτας
αυτής της ταλαίπωρης πατρίδας

Περάσανε τα χρόνια

Τώρα όλο και λιγότερες φωνές
ακούω να λεν πως μ αγαπάνε
εμένα
που μια ζωή
διατρέχω τους μεγάλους δρόμους

Σήμερα
φτύνοντας συνέχεια
το ίδιο πάντα τραγούδι
χαμένος στο λαβύρινθο των Εξαρχείων
αναρωτιέμαι ακόμα

Πού χάθηκαν εκείνες οι παρέες

*Σολωμός Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ «…Κι ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν πέθανε.»

`

*

Ο KAΠΕΤΑΝΙΟΣ

Θα σας διηγηθώ την ιστορία του γερόλυκου με το μαδημένο τομάρι, γόνου καπεταναίων με δημοκρατικές πεποιθήσεις εξού και το γεγονός ότι αρνήθηκε τον αντιδημοκρατικό θεσμό της κληρονομικής διαδοχής κι αγωνίστηκε σκληρά για την κατάληψη της υψηλής θέσης του καπετάνιου.

Ξέρει πως έτσι πέρασαν ατέλειωτοι αιώνες
πάνω σε μια σιδεροτροχιά
που ταξιδεύει στο παρελθόν
στο παρόν και στο μέλλον
διασχίζοντας τη γεωγραφία της μνήμης
πάντα στην αρχή και πάντα στο τέλος
κι ούτε παράπονο δεν μπορεί να φωνάξει
λησμονημένος
στα σκοτεινά υπόγεια του κόσμου
κι απ το μακρόσυρτο ουρλιαχτό-του
απόλυτη εκείνη η μοιραία υποταγή

Μόνος κι αυτόν το χειμώνα
χωρίς το λαμπερό-του τρίχωμα
ακίνητος
αδιάφορος
πεινασμένος
μάτια θολά
δεν ξέρει καν τι περιμένει

Τα όνειρα ξεκίνησαν
αλλά δε φτάσανε ποτέ
Στο σταυροδρόμι
δεν ήξερε τι να διαλέξει
Οι μικρές ιστορίες τον εξάντλησαν
Πάλευε για το κοπάδι και ξέχασε τον εαυτόν-του
Οι καθημερινές μικρότητες που λένε
η υποκρισία η ψευτιά η ευτέλεια η αχαριστία

(Είναι πικρό πολύ ν αρνήσαι
με πείσμα τη ζωή-σου
και τα λάθη-σου όπως
η πόρνη που σηκώνεται
για πολλοστή φορά απ τα λερωμένα
σεντόνια της απελπισίας)

Τώρα
ριζωμένος στο γραφείο-του
σαν ευκάλυπτος που πάει βαθειά να βρει νερό
ακούει τα χελιδόνια
να τον καλούν κάθε φθινόπωρο
έλα μαζί-μας
να ψάξουμε τη ρίζα των λόγων
κι αυτός
ο αμέτοχος
του χρόνου λέει και τα χελιδόνια
του χρόνου κι ας ξέρουν
να ξεχωρίζουν το ψέμα απ την αλήθεια
αποξεχασμένος
μ ένα φεγγάρι θάνατο από πάνω-του
κ οι απειλές των νέων δαιμόνων
ηττημένος
όπως ο φτωχός πεχλιβάνης με την πλάτη στο καναβάτσο
μαδημένος και ξεδοντιάρης
όπως τα κυπαρίσσια σε βομβαρδισμένο νεκροταφείο
περιμένει τα χελιδόνια
έλα μαζί-μας να ταξιδέψουμε στις λέξεις

Βράχος σακατεμένος απ τη θάλασσα
γενιά ξεριζωμένη μόλις εξέχουσα
αναμένει στωικά το ύστατο

`

*

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ Ο ΛΟΣΤΡΟΜΟΣ

Στα μάτια-τους σαλπάρουνε καράβια
ο μπούσουλας κ οι ταραγμένοι πόντοι
καπνίζουν πίπες
πίνουνε λύπη κρυφή
και ούζο ανέρωτο
και μες απ τα θολά του καφενέ τα τζάμια
φαντάζονται τη θάλασσα

Κουβέντες όλο φωτιά και νοσταλγία
πειράγματα βλαστήμιες αναμνήσεις
θυμάσαι τότε στον κάβο-Ντόρο
θυμάται πώς δε θυμάται
τσιτσάνικα τραγούδια στο καμπούνι
και το τσιγαριλίκι γιουφάτο στο χέρι

Χάνονται στο άνομο παρελθόν
μηρυκάζουν με λαγνεία
ξαφνικά καταλαγιάζουν

Δε ρωτάνε
Δεν απαντούν
Δε μιλάνε
μόνο κοιτάνε
Δύο μ έξι η βάρδια στην τημονιέρα
και οι σαράντα βαθμοί Κελσίου
στο στόκολο

Σιγά σιγά αποχωρούν
σακάτηδες και ταπεινωμένοι
φοβισμένοι για το δρόμο μέχρι το σπίτι
όπως ο ακροβάτης πάνω στο σκοινί
μέχρι να κάνει το τελευταίο βήμα
ξεθωριασμένη ζωγραφιά
αξιοπρεπείς μελλοθάνατοι
μιας τελειωμένης ιστορίας

Ο Σταύρος ο λοστρόμος
φεύγει τελευταίος
Αναδιφώντας στην οστεοθήκη των αναμνήσεων
θυμάται όσα έχασε
ερήμην τόσων ονείρων

Είναι βέβαια και τα δεκανίκια
που του πληγώνουν τις μασχάλες

2014

`

*

Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ

Κίτρινα χωράφια
χέρσα χωράφια
κίτρινοι κάμποι
φλογισμένοι από την ερημιά
και η αρχόντισσα
μπροστά στο γκρεμισμένο σπιτικό-της

σπαράζει
τραβάει τα μαλλιά-της
ματώνει μάγουλα
στάζουν τα μάτια-της σπειριά οδύνης

πικρό ποτάμι γιε-μου η μοναξιά
μου πήχτωσε το στόμα
δες το αίμα από τα μάγουλά-μου
καφτό και δε σβήνει τη φωτιά μέσα-μου
η ξενιτειά
μου στέρησε τα φεγγερά-σου μάτια
μόνη
σ έναν τόπο συντριμμένων ιδεών
σ έναν τόπο στάχτη
μόνη κι έρημη στις πλατωσιές του κόσμου

Κλαίει η αρχόντισσα
και σπαρταράνε τα ξερόχορτα
αχ η ξενιτειά
όλα πικρά
σαν το χαμένο έρωτα
που πέρασε πλάι-μας
και δεν τον είδαμε
πίσω απ τους καπνούς του φλογισμένου κάμπου
πίσω απ τα φλογισμένα μυστικά ταξίδια

σαν τη νύχτα πούφυγες παιδί-μου
τη νύχτα που σκοτώσανε
το Μπάτση και το Μπελογιάννη

Ιούλιος του 14

`

*

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΙ
ή
ΑΣΚΗΣΙΣ ΚΑΘΑΡΕΟΥΣΗΣ

Πατήρ μικροαστός
μετρίου αναστήματος
αυταρχικός
και ως εκ τούτου
υπερόπτης και φθονερός
φυσικά δεξιός εκ κληρονομίας
αβδηρίτης και αβέλτερος
πάσχων εκ θλιβεράς συνελόντι ειπείν
ιδιωτείας την οποίαν
φυσικώ τω λόγω
ηρνείτο πεισμόνως

Υιός μικροαστός
μετρίου αναστήματος
μετρίου συναισθηματικού βάθους
γραφεύς Β΄
μύωψ έως βλαξ και παχύνους
άξιος κληρονόμος του πατρός
αβέλτερος και κουραβέλτερος
καίτοι ρινορροών βδελυκτώς
εν όλω τω ενιαυτώ

Κι εκείνη
Ω εκείνη
Η μήτηρ
Μετρίου αναστήματος
μέτοικος και μονίμως λυγμόεσσα έως ιτέα
Εν ώραις αφάτου μοναξιάς
εκεί ολίγον μετά την δύσιν
εις σκοτεινόν απόμακρον δωμάτιον
της τεραστίου οικίας
μελωδούσε μετά κιθάρας
ιδιαιτέρως περίλυπος
και υποταγμένη πλήρως

Μια αποθήκη λησμονημένων εμπορευμάτων
Λησμονημένων ανθρώπων
(Ιδανικοί αυτόχειρες που λέει ο Ποιητής)

Σήμερα τους κηδεύουμε και τους τρεις

2014

`

*

Η ΣΤΕΛΛΑ

Στην Καστέλα μια ζωή η Στέλλα
κι ήρθε κι αγάπησε η τρελή
το Βάγγο το λεβέντη το τσογλάνι
απ το Πασαλιμάνι
Κι ο Βάγγος την αγκάλιασε
Ακου την καρδιά-μου
να τρέμει απ την αγάπη-μου
τώρα αρχίζει η ζωή για μένα

Κ η Στέλλα η τρελή
άκουγε την καρδιά-του
κι άκουγε τη θάλασσα
μέχρι τη θάλασσα
πέρα από τη θάλασσα

Κ ήρθαν οι δύσκολοι καιροί

Ήρθε ο χρόνος ο καταλύτης
ο χρόνος ο εξολοθρευτής
και σάλπισε η νύχτα
κι απλώθηκε η καταχνιά
η καταχνιά των χαμένων ερώτων

Είμαστε το μέγα λάθος
που διατρέχει σαν τρέλα το χρόνο

Χρόνια βασίλισσα στη νύχτα η τρελή
και χρόνια τώρα ολομόναχη
ξεδοντιάρα
ναυαγισμένη
ερείπιο ρημαγμένης πόλης
μ ένα σωρό παράπονα κλειδωμένα εντός-της
ανομολόγητα
και φοβάται να τα θυμάται
Δέσμια των οραματισμών-της
και των ελπίδων-της
έγκλειστη
τις ίδιες-της τις υποσχέσεις ακυρώνοντας

Τώρα
στα παλιά στέκια κι εφέτος
παραμιλάει
και βήχει και κρυώνει
το Βάγγο ψάχνοντας να βρει
το Βάγγο το ρεμάλι
που αρραβωνιάστηκε άλλη

Ξεπέρασε τις αντοχές-της
Ξεπέρασε τα-όριά-της
η Στέλλα η τρελή

Και λέει
πως γραφτό είναι να τελειώσει
στη φορμόλη
κάποιου ανατομικού εργαστηρίου

Έκλεισε βλέπεις χτες
και τα εβδομήντα-της χρόνια

2014


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles